Δευτέρα 9 Ιουλίου 2012

Ένας μεγάλος ηγέτης «Ιωάννης Καποδίστριας»


   Όταν ο Καποδίστριας ήταν υπουργός των Εξωτερικών της Ρωσίας και μεσουρανούσε στην ευρωπαϊκή διεθνή διπλωματία, έστελνε συνεχώς στην αγωνιζόμενη Ελλάδα πολεμοφόδια και τρόφιμα, σπούδαζε με δικές του δαπάνες πολλά ελληνόπουλα στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, για να προετοιμάσει τους μορφωμένους επιστήμονες όλων των κλάδων που θα επάνδρωναν τις διάφορες υπηρεσίες του ελληνικού κράτους μόλις θα ελευθερωνόταν από την τουρκική καταδυνάστευση.
     Ο Καποδίστριας, λόγω διαφωνίας του με τον Τσάρο Αλέξανδρο, υπέβαλε την παραίτησή του από το υπουργείο, την οποία ο Τσάρος δεν δέχθηκε αλλά του έδωσε επ’ αόριστον άδεια με όλα τα προνόμια του αξιώματός του. Τον Αύγουστο του 1822 εγκαταστάθηκε στη Γενεύη, σε ένα ταπεινό σπιτάκι δύο δωματίων, με τον υπηρέτη του. Οι πάντες, διπλωμάτες, αριστοκράτες, ευγενείς, και απλοί άνθρωποι απορούσαν βλέποντάς το πώς ζούσε, και σ’ αυτούς απαντούσε: «Αφού εκτύπησα πρώτον τας θύρας των μεγάλων και των πλουσίων, ηναγκάσθην κατόπιν να κτυπήσω και τας θύρας των πτωχών ζητώντας τον οβολόν τους προκειμένου να στέλνω τρόφιμα και πολεμοφόδια εις τον αγωνιζόμενον ελληνικόν λαόν και να ημπορώ να του λέγω: Έδωσα πρώτος εγώ τα πάντα. Κανόνισα να μην εξοδεύω δια τον εαυτό μου και τον υπηρέτην μου περισσότερα από 60 φράγκα τον μήνα, και τον υπόλοιπο μισθόν μου να τον στέλνω στην Ελλάδα…».
Στα μέσα του 1827 ο Καποδίστριας πήγε στην Αγία Πετρούπολη – αφού τυπικά ακόμη ήταν υπουργός εξωτερικών της Ρωσίας – να υποβάλει την παραίτησή του απ’ το ύπατο αυτό αξίωμα υπακούοντας στην επιθυμία του λαού και τη φωνή του ελληνικού έθνους. Επί έξι ώρες προσπαθούσε ο Τσάρος Νικόλαος Α΄ να κρατήσει κοντά του τον Καποδίστρια γιατί, με την διπλωματική του γνώση και εμπειρία στο συνέδριο της Βιέννης (1815) διασφάλισε την ειρήνη στην Ευρώπη για 99 ολόκληρα χρόνια. Και η μητέρα του Τσάρου Μαρία Θεοδώρεβνα βλέποντας την αμετάκλητη απόφαση του Καποδίστρια του λέγει: «Κύριε Κόμη, παρακαλώ δεχθείτε τουλάχιστον την εικόνα της Παναγίας της Γλυκοφιλούσας που σας προσφέρω προκειμένου να σας προστατεύει στην δύσκολη και επικίνδυνη αποστολή που αναλαμβάνετε στην Ελλάδα».
Όταν έφτασε στην Ελλάδα, ως κυβερνήτης του ελληνικού κράτους, προσφέρθηκαν να του δώσουν ανάλογο οίκημα ως κατοικία, το οποίο δεν το δέχθηκε. Μάλιστα δε με δικά του έξοδα διόρθωσε παλιές κατοικίες στην Αίγινα και στον Πόρο. Έδωσε εντολή να μην ανοίξουν τις αποσκευές που έφερε από τη Γενεύη και επίπλωσε το σπίτι που έμεινε με «σιδηράν κλίνην και ξύλινον τραπέζιον». Ο Γερμανός αντικαποδιστριακός ιστορικός Μέντελσον Μπαρτόλντι, που τον επισκέφτηκε κάποτε, έγραφε: «Ο μόνος στολισμός του κυβερνητικού “μεγάρου” είναι ο λαμπρός ήλιος της Ελλάδας και η λατρεία των Ελλήνων, με την οποία δικαίως τον περιβάλλουν».
Ο γραμματέας του, Ν. Δραγούμης, είχε πει ότι ουδέποτε ο Καποδίστριας φόρεσε τα επίσημα ενδύματα, και διηγείται το εξής περιστατικό που συνέβη κατά την πρώτη περιοδεία που έκανε στην Κόρινθο, αμέσως μετά την άφιξή του: «… της όλης κυβερνητικής πομπής προηγούνταν ο ταχυδρομικός διανομέας Καρδάρας, που ήταν ενδεδυμένος με βελούδινο χρυσοκέντητο σεγκούνι, και ακολουθούσε έφιππος ο Κυβερνήτης, ντυμένος απλούστατα και κάτισχνος από την ταλαιπωρία και την κακήν διατροφή. Ο λαός που είχε παραταχθεί αυθόρμητα, νομίζοντας ότι ο Κυβερνήτης του ήταν ο λαμπροφορεμένος διανομέας, τον χειροκροτούσε με αμέτρητες εκδηλώσεις αγάπης. Στην αρχή όλοι οι συνοδοί του διασκέδασαν. Ο Κολοκοτρώνης, όμως, δεν το άντεξε. Πλησίασε τον Καποδίστρια και του είπε ότι ο λαός έπρεπε να γνωρίσει τον Κυβερνήτη του.
- Και τι θέλεις να κάμνω, Θεοδωράκη; Απάντησε ο Καποδίστριας.
- Η υπερεξοχότης σου να ενδυθεί την κυβερνητική της στολή.
Και ο Δραγούμης προσθέτει:
«Οδήγησαν τον Κυβερνήτη εις τι παρακείμενον χάνιον και τον ηνάγκασαν να ενδυθεί την στολήν ήτις ουδαμώς διέφερεν της των δασονόμων της αντιβασιλείας! …».
Ο γιατρός του, βλέποντάς τον καταπονεμένο από τους αδιακόπους νυχθεμερόν κόπους και αγώνες, τον συνέστησε ότι έπρεπε να βελτιώσει την τροφή του. Ο κυβερνήτης του απάντησε: «Ουδέποτε θα επιτρέψω στον εαυτόν μου βελτίωση τροφής, παρά μόνον τότε όταν θα είμαι βέβαιος ότι δεν υπάρχει ούτε ένα Ελληνόπουλο που να πεινάει…».
Δύο φορές η Γερουσία ψήφισε το μισθό που έπρεπε να δίνεται στον Κυβερνήτη. Και τις δύο φορές ο Καποδίστριας αρνήθηκε να τον δεχθεί.
«… Είμαι ευτυχής διότι ηδυνήθην να προσφέρω… δια την εθνικήν ανεξαρτησίαν και ελευθερίαν – το τόσον θεάρεστον έργον – τα λείψανα της μετρίας καταστάσεώς μου εις το θυσιαστήριον της Πατρίδας… Δια τον αυτόν λόγον θέλει αποφύγει (η μετριότης μου) την προσδιοριζόμενη αμοιβή δια τα έξοδα του αρχηγού Επικρατείας εν όσω τα ιδιαίτερα χρηματικά μου μέσα επαρκούν από το να εγγίσω μέχρι οβολού τα δημόσια χρήματα προς την ιδίαν μου χρήσιν…».
Ελπίζω ότι, όσοι εξ υμών συμμετάσχουν εις την κυβέρνησιν, θέλουν γνωρίσει μετ’ εμού ότι εις τας παρούσας περιπτώσεις όσοι ευρίσκονται εις δημόσια υπουργήματα δεν είναι δυνατό να λαμβάνουν μισθούς ανάλογους με το βαθμό του υψηλού υπουργήματός των και με τας εκδουλεύσεις των, αλλ’ ότι οι μισθοί ούτοι πρέπει να αναλογούν ακριβώς με τα χρηματικά μέσα, τα οποία έχει η κυβέρνησις εις την εξουσίαν της» (Ο Καποδίστριας προς την Δ΄ Εθνικήν Συνέλευση, Άργος 4 Αυγούστου 1829).
Μήπως το συγκλονιστικό αυτό μήνυμα θα έπρεπε να αναρτηθεί μέσα στο ελληνικό Κοινοβούλιο ώστε να το διαβάζουν οι εκάστοτε εθνοπατέρες;