Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου 2012

ΜΑΣ ΑΓΑΠΑ Ο ΘΕΟΣ!

Κυριακὴ πρὸ τῆς Ὑψώσεως (Ἰωάν. 3,13-17)

ΜΑΣ ΑΓΑΠΑ Ο ΘΕΟΣ!

«Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον» (Ἰωάν. 3,16)

Η ἁγία Γραφή, ἀγαπητοί μου, εἶνε ὁ βασιλεὺς τῶν βιβλίων. Ἀ­πὸ τὴν ἀρχὴ ἕως τὸ τέλος, ὅλο τὸ περιεχόμενό της ἔχει ἀν­εκτίμητη ἀξία. Τὴν χαρακτήρισαν χρυσωρυχεῖο τοῦ Πνεύματος, ὅπου καὶ τὸ μικρότερο ἀ­κό­μα ψῆγμα εἶνε πολύτιμο. Ἄλλος πάλι τὴν ὠ­νόμασε οὐρανὸ πνευματικὸ μὲ μυριά­δες ἄ­στρα. Καὶ ὅπως στὸν οὐρανὸ μερικὰ ἀ­στέρια λάμπουν ἰδιαιτέρως, ἔτσι καὶ στὸν οὐρα­νὸ τῆς ἁγίας Γραφῆς μερικὰ ῥητὰ ξεχωρίζουν.
Ἕνα ῥητὸ τέτοιο εἶνε αὐτὸ ποὺ εἶπε σή­μερα ὁ Χριστός· «Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογε­νῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀ­πόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον» (Ἰωάν. 3,16). Ἐπάνω στὸ ῥητὸ αὐτό, ποὺ ἐξαίρει τὴν ἀγά­πη τοῦ Θεοῦ, θὰ ποῦμε μερικὲς λέξεις.

* * *

Κάποιος βασιλιᾶς τοῦ ἀρχαίου κόσμου ρώ­τησε ἕνα σοφὸ «τί εἶνε ὁ Θεός;». Ζητῶ προθεσμία τρεῖς μέρες, εἶ­πε αὐτός, γιὰ ν’ ἀ­παντή­σω. Πέρασαν τρεῖς μέρες, παρουσιάζεται καὶ λέει· Ζη­τῶ ἄλλες τρεῖς μέρες. Πέρασαν κι αὐ­τές, καὶ πάλι λέει· Θέλω ἄλλες τρεῖς. Παραξενεύτηκε ὁ βα­σιλιᾶς. Ἄ, βασιλιᾶ, τοῦ λέει, τὸ ἐ­ρώτημα αὐτὸ δὲν εἶνε εὔκολο. Ὅσο μπορεῖ σ’ ἕνα ποτήρι νὰ χωρέσῃ ὁ ὠκεανός, ἄλλο τόσο μπορεῖ στὴ δι­άνοια τοῦ ἀν­θρώπου, καὶ τοῦ πιὸ σοφοῦ, νὰ χωρέ­σῃ τὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ.
Τί εἶνε Θεός; Στὸ ἐρώτημα αὐτό, ποὺ γιὰ τοὺς σοφοὺς τοῦ κόσμου ἔμεινε ἀναπάντητο, τὴν ἀπάντησι ἔδωσε ἡ ἁγία Γραφή. Ἀπαντᾷ μὲ τὸ στόμα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ θεολόγου· ἀπαντᾷ μὲ τρεῖς λέξεις. Διαβάστε τὶς ἐπιστολές του· ἐκεῖ θὰ δῆτε ὅτι ὁ ἀετὸς τῆς Πάτμου, αἰ­ρόμενος ὑ­πὲρ τὰ ἐγκόσμια, σὲ ὕψη ἀπροσ­πέ­λαστα τοῦ Πνεύματος, ἀπαντᾷ καὶ λέει· «Ὁ Θε­ὸς ἀγάπη ἐστίν» (Α´ Ἰωάν. 4,8), ὁ Θεὸς εἶνε ἀγάπη.

Ναί, ἀλλὰ ἔχουμε ἀποδείξεις; θὰ πῇ ὁ δύσ­πιστος. Ἀποδείξεις; Καμμία ἄλλη ἀλήθεια δὲν ἔχει τόσες ἀποδείξεις ὅσες ἡ ἀλήθεια αὐτή. Εἶνε ἀμέτρητες, σὰν τὶς ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου.

Ἀγαπᾷ ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπο. Ἂν δὲν τὸν ἀ­­γαποῦσε, δὲν θὰ τὸν δημιουργοῦσε ὡς κορω­νίδα τῆς δημιουργίας του, καὶ δὲν θὰ τὸν ἐ­φωδίαζε μὲ ἀνεκτίμητες δωρεές. Τέτοια δωρεὰ εἶνε λ.χ. ἡ διάνοια. Μικρὸ δῶρο εἶνε ἡ δι­άνοια; Ἐὰν σήμερα φθάσαμε σ’ ἕνα ὕψος προ­όδου καὶ πολιτισμοῦ, αὐτὸ ὀφείλεται στὴ διά­νοια τοῦ ἀνθρώπου. Εἶνε κάτι μοναδικό, ἐξαί­ρετο, θαυμαστό. Ἐὰν ζυγίσῃς τὸν ἐγκέφαλο ἑ­νὸς πιθήκου καὶ τὸν συγκρίνῃς μὲ τὸν ἐγκέφαλο τοῦ ἀνθρώπου, δὲν ὑπάρχει μεγάλη δι­αφορὰ στὸ βάρος. Ἀλλὰ ὡς πρὸς τὴν διάνοια; Ὕψος. Κανένας πίθηκος δὲν ἔγινε μαθηματι­κὸς ἢ χημικὸς ἢ ἄλλος ἐπιστήμων· ὁ ἄνθρωπος ὅμως μὲ τὴν διάνοια ποῦ ἔφθασε! Μᾶς ἐ­φωδίασε ἀκόμη ὁ Θεὸς μὲ μνήμη καὶ φαν­τα­σία, μὲ συνείδησι καὶ ἐ­λευθερία τοῦ πνεύματος· ἀνεκ­τίμητα ἀγαθά, μὲ τὰ ὁποῖα ὁ μικρὸς ἄν­θρωπος φθάνει νὰ γί­νεται ἐπίγειος ἄγγελος.

Ἂν δὲν μᾶς ἀγαποῦσε ὁ Θεός, δὲν θὰ δημι­ουργοῦσε αὐτὴ τὴ μικρὴ σφαῖρα, ἐπάνω στὴν ὁποία βρισκόμεθα· θὰ μᾶς ἔῤῥιχνε πάνω σὲ ἄλλα ἀστέρια, ὅπου δὲν ὑπάρχουν τὰ μέσα ποὺ ἀπαιτεῖ μιὰ ὑγιεινὴ ζωή. Αὐτὴ ἡ γῆ εἶνε παλάτι. Ἕνας μεγάλος ἀστρονόμος, ποὺ ἐρεύ­νησε τὸν οὐρανό, λέει ὅτι ἡ γῆ αὐτή, ἐν συγ­κρίσει μὲ τοὺς ἄλλους πλανῆτες, εἶνε ὁ πα­ρά­δεισος τοῦ σύμπαντος. Σ’ αὐτὸ τὸν παράδεισο, ποὺ ἑτοιμάστηκε μὲ ἀγάπη καὶ σοφία καὶ παντοδυναμία, μᾶς ἔβαλε ὁ Θεός, ὅπως ἕνας πατέρας ποὺ φροντίζει νὰ ἔχῃ τὸ παιδί του τὴν πιὸ καλὴ κατοικία. Καὶ ὅπως μπαίνεις σ’ ἕ­­να παλάτι καὶ μένεις ἔκθαμβος μπροστὰ στὶς ὡραιότητες ποὺ ἔχει, ἔτσι κ’ ἐδῶ. Τί πρῶτο καὶ τί δεύτερο ν’ ἀναφέρουμε; Τὸν ἀέρα ποὺ ἀναπνέουμε, τὸ νερὸ ποὺ κυλάει στοὺς ποταμούς, τὶς ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου, τὰ λουλούδια στὴ φύσι, τοὺς καρποὺς τῶν δένδρων, τὰ στά­χυα τῶν ἀγρῶν, τὴ μέλισσα ποὺ ἑτοιμάζει γλυ­κύσματα σὰν ζαχαροπλάστης, τὰ πουλιὰ ποὺ κελαηδοῦν μὲ μουσικὴ Μπετόβεν, τὰ ἀρνάκια ποὺ παίζουν στὶς πεδιάδες;… Ὅλα αὐτά, ποὺ δὲν ὑπάρχουν σὲ ἄλλους πλανῆτες, τί εἶνε; Γι’ αὐτὸ εἶπα ὅτι, ἂν δὲν ἀγαποῦσε ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπο, δὲν θὰ τὸν ἔβαζε ἐδῶ σ’ αὐτὸ τὸν παράδεισο. Μᾶς ἀγαπάει ὁ Θεός. Μιὰ σταγό­να νεροῦ ἀγάπη Θεοῦ εἶνε. Ἕνα ποτήρι νερὸ ποὺ πίνεις, ἕνα ψῆγμα χρυσοῦ ποὺ βρίσκεις, ἡ αὔρα, ὁ φλοῖσβος τῆς θαλάσσης, ὅ­λα, ἀγά­πη Θεοῦ εἶνε. Ἐπάνω σὲ ὅλα ―δὲν τὸ βλέ­πεις;― εἶνε γραμμένο· «Ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστίν».

Δὲν σᾶς εἶπα ὅμως ἀκόμα τίποτα. Τώρα ἐρ­χόμεθα στὸ μεγάλο δεῖγμα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἂν αὐτὸ δὲν τὸ καταλαβαίνουμε, δὲν εἴμαστε Χριστιανοί. Ὅλα ὅσα ἀνέφερα μέ­­χρι ἐδῶ, τὰ βλέπουμε. Χιλιάδες εἶνε οἱ ἀποδεί­ξεις ὅτι ὁ Θεὸς μᾶς ἀγαπᾷ· ποιά εἶνε ὅμως ἡ πιὸ μεγάλη ἀπ᾿ ὅλες; Θεέ μου, φώτισε τὸ νοῦ μου καὶ τὸ νοῦ τῶν ἀκροατῶν μου, νὰ τὸ καταλά­βουμε. Ἡ μεγαλυτέρα ἀπόδειξις τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ εἶνε ὁ σταυρὸς τοῦ Κυρίου, τοῦ ὁ­ποίου τὸ μεγαλεῖο ἐγκωμιάζει σήμερα μὲ ἔξαρ­σι ὁ ἀπόστολος Παῦλος (βλ. Γαλ. 6,11-18, ἰδίως στ. 14).

Τὸ ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὰ ὕψη καὶ τὶς ἁ­ψῖδες τοῦ οὐρανοῦ κατέβηκε ἐδῶ στὴ γῆ ―δὲν εἶνε ψέμα, εἶνε ἀλήθεια― καὶ ἔγινε Υἱὸς ἀν­θρώπου· τὸ ὅτι ἔλαβε σάρκα ἀπὸ τὰ πάναγνα αἵματα τῆς ἀειπαρθένου Μαρίας· τὸ ὅτι ἀνεκλίθη ἐν μέσῳ ζῴων· τὸ ὅτι ἔζησε ὡς πτωχός, πτωχότατος· τὸ ὅτι ἐπὶ μία τριετία δὲν ἀναπαύθηκε, ἀλλὰ ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριὸ κι ἀπὸ βουνὸ σὲ βουνὸ περιώδευσε τὴ ἁγία γῆ· τὸ ὅτι δικάσθηκε ἀπὸ ἄνομα δικαστήρια· τὸ ὅτι σταυρώθηκε ἐν μέσῳ κακούργων· τὸ ὅτι ἐξέ­πνευσε ἐπὶ τοῦ σταυροῦ· ὅλα αὐτὰ εἶνε ἀγά­πη, ἡ μεγάλη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρω­πο. Ἔτσι πάνω στὸ σταυρό, ὄχι μὲ μελάνι, ἀλλὰ μὲ τὸ τίμιο αἷμα του, ἔγραψε τὴν ἀλήθεια αὐτή. Ὅ,τι γράφεται μὲ μελάνι λησμονεῖται, ὅ,τι γράφεται μὲ αἷμα δὲν λησμονεῖται, μένει στὴν ἱστορία. Καὶ ὁ Χριστὸς ἐπάνω στὸ σταυρὸ μὲ τὸ αἷμα του ἔγραψε ὅτι «ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστίν», ὅτι ὁ Θεὸς μᾶς ἀγαπάει.

Αὐτὸ εἶνε τὸ μεγάλο τεκμήριο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Πῶς νὰ σᾶς τὸ ἐκφράσω, ἀδελφοί μου; πῶς νὰ σᾶς συγκινήσω; Βρίσκω τρία παραδείγματα, μὲ τὰ ὁποῖα καὶ θὰ τελειώσω. Πῶς παριστάνεται ἡ Ἐσταυρωμένη ἀγάπη;

⃝ Διάβασα σ’ ἕνα βιβλίο, ὅτι μιὰ μάνα βρέθηκε στὴ Σαχάρα μὲ παιδὶ στὴν ἀγκαλιά. Τὸ μικρὸ ἔπρεπε νὰ θηλάσῃ, ἀλλὰ στὴν ἔρημο ἐ­στείρευσαν καὶ οἱ μαστοὶ τῆς μητέρας. Καὶ τό­τε ἡ ἀγάπη της τί ἔκανε; Ἔσχισε μὲ τὰ δόντια τὶς φλέβες της καὶ πότισε μὲ τὸ αἷμα της τὸ παιδί. Μικρὰ εἰκόνα τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἔδωσε τὸ αἷμα του γιὰ τὴ σωτηρία μας.

⃝ Τὸ δεύτερο παράδειγμα εἶνε ἀπὸ τὸν ἐ­πι­τάφιο θρῆνο. Ὁ ὑμνῳδὸς χρησιμοποιεῖ τὸ πα­ράδειγμα τοῦ πελεκάνου. Ὁ πελεκᾶνος, ὅταν τὸ φίδι δαγκάσῃ τὰ πουλιά του, σχίζει μὲ τὸ ῥάμφος τὸ στῆθος του, τὰ ποτίζει μὲ αἷμα ἀ­πὸ τὴν καρδιά του, καὶ σῴζονται. Ἔτσι καὶ ὁ Χριστός. «Ὥσπερ πελεκάν, τετρωμένος τὴν πλευράν σου, Λόγε, σοὺς θανόντας παῖδας ἐ­ζώωσας, ἐπιστάξας ζωτικοὺς αὐτοῖς κρουνούς», ψάλει ὁ ὑμνῳδός (ἐγκώμ. β΄ στ.).

⃝ Τὸ μέγα μυστήριο ἐκφράζει σήμερα τὸ εὐ­αγγέλιο μὲ ἕνα παράδειγμα ὄχι πλέον ἀπὸ τὴ φύσι ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἱστορία. Ὅταν δάγκωναν τοὺς Ἑβραίους τὰ φίδια στὴν ἔρημο, σώθηκαν, διότι ὁ Μωϋσῆς ὕψωσε ἐκεῖ τὸν τύπο τοῦ τιμίου σταυροῦ, ἕνα χάλκινο φίδι πάνω σ’ ἕνα ξύλο· ὅποιος ἐστρέφετο καὶ τὸ ἔβλεπε, ἐ­σῴ­ζετο ἀπὸ τὰ φίδια. Ἔτσι λοιπὸν καὶ ὅποιος πιστεύει στὸ Χριστό, εἴτε λευκὸς εἴτε μαῦρος εἴτε κίτρινος, ὅλοι ἀδιακρίτως, σῴζονται.

* * *

Ἀδελφοί μου! Θά ᾽πρεπε νὰ ὑπάρχῃ ἕνα Χε­ρουβὶμ καὶ Σεραφίμ, ὁ εὐγνώμων λῃστής, ἕ­νας ἅγιος καὶ μάρτυρας, νὰ μιλήσουν γιὰ τὴν ἀ­γάπη τοῦ Χριστοῦ. Δὲν ὑπάρχει λύρα, δὲν ὑ­πάρχει ζωγράφος, δὲν ὑπάρχει ποιητής, ἄξιος νὰ ἐξάρῃ τὴν ἀγάπη τοῦ Ἐσταυρωμένου.
Πρὸ Χριστοῦ ἡ ἀγάπη ἦτο ἀσθενική. Οἱ Ἕλ­ληνες ἔλεγαν «Πᾶς μὴ Ἕλλην, βάρβαρος». Οἱ Ἑβραῖοι ἔλεγαν· «Ὀφθαλμὸν ἀντὶ ὀφθαλμοῦ καὶ ὀδόντα ἀντὶ ὀδόντος», «Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου καὶ μισήσεις τὸν ἐχθρόν σου» (Ματθ. 5,38,43). Ὁ Χριστὸς πλάτυνε τὴν ἀγάπη καὶ ἔκανε τὸ μικρὸ ῥυάκι ποταμό.

Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ δὲν ἔχει μέτρο. Μέ­τρο της εἶνε ὁ σταυρός. Ἂν λοιπὸν μετρηθοῦ­με μὲ τὸ μέτρο αὐτό, ἡ ἀγά­πη μας βρίσκεται ἀσήμαντη. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος· Ὁ Χριστὸς ἄνοιξε τὶς φλέβες του καὶ ἔδωσε τὸ αἷμα του, κ’ ἐσὺ δὲν ἀνοίγεις οὔτε τὸ βαλάντιό σου νὰ βοηθήσῃς τὸν ἄλλο; Πόσο μεγάλη ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, πόσο μικρὴ ἡ δική μας!

Χριστέ, στὰ στήθη μας τὰ ψυχρὰ ῥῖξε μιὰ σταγόνα τῆς ἀγάπης σου. Καὶ φτάνει αὐτὴ γιὰ νὰ κάνῃ τὴ γῆ παράδεισο, μέσα στὸν ὁποῖο μικροὶ καὶ μεγάλοι νὰ ὑμνοῦμε Πατέρα, Υἱὸν καὶ ἅγιον Πνεῦμα εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου ἡ ὁποία ἔγινε στον ἱερό ναὸ του  Ἁγioυ Παντελεήμονος Φλωρίνης 8-9-1974)