Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2012

περί αντιπολυτεκνικής πολιτικής, κοινού αισθήματος και Δικαστών

ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΣΘΕΝΟΥΣ (σ.σ. περί αντιπολυτεκνικής πολιτικής, κοινού αισθήματος και Δικαστών)

  • Από τον Βασίλειο Κόκκινο


        Από το 1955, οπότε και επεβλήθη η φορολογία εισοδή­ματος φυσικών προσώπων, διά του Ν.Δ. 3323/55 καμμία κυβέρ­νηση, ομαλή ή ανώμαλη, δημο­κρατική ή δικτατορική, δεν τόλ­μησε να καταργήσει το αφορο­λόγητο ποσό εισοδήματος για κάθε τέκνο. Μπορεί να υπήρξαν αυξομειώσεις τούτου, αλλά ου­δέποτε κατηργήθη η έκπτωση μέρους του εισοδήματος για κά­θε τέκνο. Το αυτό συνέβη και με τον Ν. 2238/94, που κωδικοποίη­σε όλες τις τροποποιήσεις του άνω βασικού νόμου.
        Σε μια χώρα με μέγα δημογραφικό πρόβλημα, όπου ο αριθ­μός των θανάτων είναι μεγαλύ­τερος εκείνου των γεννήσεων, που μειούται συνεχώς, και ο α­ριθμός των αμβλώσεων μεγαλύ­τερος αυτού των γεννήσεων, η κατάργηση του αφορολογήτου ποσού για κάθε τέκνο είναι α­συγχώρητο σφάλμα. Και τα σφάλματα τιμωρούνται πάντοτε.
       Το συγκεκριμένο θα έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της ελληνικής φυλής. Σε λίγα χρο­νιά, οι Έλληνες θα αδυνατούν να αναδείξουν την κυβέρνηση της χώρας τους, την οποία και θα ε­κλέγουν οι σημερινές μειονότη­τες, που θα αποτελούν την πλειοψηφία. Αυτό επιδιώκουν οι κυ βερνώντες; Εκτός εάν έχουν υπ’ όψιν τους άλλη ρύθμιση, μη ανακοινωθείσα ακόμη, η οποία ε­ξουδετερώνει το άνω σφάλμα.
     Διότι, κατά ποια λογική και για ποια σκοπιμότητα θα πληρώ­νει τον ίδιο φόρο ο άγαμος και ο άτεκνος έγγαμος, με τον πατέ­ρα δύο, τριών, πέντε ή και πε­ρισσοτέρων τέκνων; Είναι αυτό φορολογική δικαιοσύνη ή κατά­φωρος και απάνθρωπος αδικία;
Αυτή είναι η, κατά το Σύνταγμα, οφειλομένη προστασία του Κρά­τους προς την οικογένεια, ως θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του έθνους (άρθρο 21 παρ. 1) και ειδική φροντίδα τούτου (άρθρο 21 παρ. 2) προς τις πολύτεκνες οικογένειες;
      Και ενώ δεν γίνεται καμμία έκπτωση του εισοδήματος για τα τέκνα, απαλλάσσονται της φορολογίας οι αποζημιώσεις των βουλευτών εκ της συμμετοχής τους στις Ε­πιτροπές της Βουλής, οιουδή- ποτε ύψους είναι αυτές.
       Κατά το Σύνταγμα (άρθρο 4 παρ. 5), «οι Ελληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους». Στην πραγμα­τικότητα όμως φορολογούνται οι ιδιοκτήτες ακινήτων, οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι συνταξιούχοι. Ό­λοι οι άλλοι φορολογικώς «χαϊ­δεύονται». Οι ελεύθεροι επαγγελματίες συγκεντρώνουν απο­δείξεις των δαπανών τους, που εκπίπτουν του εισοδήματος.
     Αυτό όμως δεν ισχύει για τους μισθωτούς και τους συνταξι­ούχους. Το προσφάτως αποκαλυφθέν γεγονός, ότι οι δημόσιοι υπάλ­ληλοι και οι συ­νταξιούχοι δηλώ­νουν φορολογη­τέο εισόδημα 83 δισ. ευρώ, ενώ ό­λοι οι ελεύθεροι επαγγελματίες, ε­πιστήμονες, τε­χνίτες και επιχει­ρηματίες, εισόδη­μα μόνον 3,6 δισ. ευρώ, καταδει­κνύει την αδικία που γίνεται σε βάρος των μι­σθωτών και των συνταξιούχων.
       Η αυθαιρεσία των κυβερνώντων και οι παραβιάσεις του Συντάγματος από αυτούς έχουν υπερβεί κάθε όριο. Επεβλήθη α­ντισυνταγματικούς στους συντα­ξιούχους δικαστές εισφορά αλ­ληλεγγύης 17% (14% αρχικώς, +3% μεταγενεστέρως). Όχι ό­μως επί των καταβαλλόμενων σήμερα πραγματικών αποδο­χών, αλλά επί των ονομαστικών, που προβλέπονταν προ διετίας.
        Η νομολογία του Συμβουλίου  της Επικρατείας έχει δεχθεί παλαιότερα ότι η εισφορά αυτή (ΛΑΦΚΑ) είναι αντισυνταγματι­κή. Εν τούτοις ο σημερινός νομοθέτης αγνοεί την άποψη του αρμοδίου Δικαστηρίου και επι­βάλλει εισφορά, βάσει αποδο­χών που δεν καταβάλλονται. Η ενέργεια αυτή είναι ληστρική. Και δεν γνωρίζει προηγούμενο.
       Η νομοθετική και η εκτελεστι­κή εξουσία έχουν ταυτισθεί πλήρως και ρυθμίζουν ενιαίως τις αποδοχές και συντάξεις των άμεσων εν ενεργεία και συντά­ξει οργάνων τους.
Αλλά, αν και τα άμεσα όργανα της δικαστικής εξουσίας δικαιούνται των αυτών αποδοχών λόγω της ισοτιμίας και ισοδυναμίας των τριών ε­ξουσιών, άνευ της οποίας δεν υφίσταται η διάκριση τούτων, που είναι θεμέλιο του κράτους δικαί­ου, οι αποδοχές των δικαστών ορίζονται κατά το δοκούν από τον υπουργό των   Οικονομικών.
     Προφανώς διότι εκλαμβάνει τους δικαστάς ως υποτεταγμένους στην εκτελεστική ε­ξουσία και όχι ως άμεσα όργανα ισοτίμου, ισοκύρου και ισοδυνά­μου εξουσίας, προβλεπομένης και προστατευομένης από το Σύνταγμα. Αν τολμούν οι κυβερνώντες, ας πουν στον λαό ότι θεωρούν τη Δικαιοσύνη όχι ως ι­σάξια λειτουργία, αλλ’ ως υποτεταγμένη στις δύο άλλες. Για να καταφανεί ότι ενεργούν και σκέπτονται ως φασίστες.
       Βεβαίως, η κοινή γνώμη εί­ναι εναντίον των δικαστών. Όχι διότι δεν τους αναγνωρίζει ως φορείς και εκφραστές της δικαστικής εξουσίας, αλλά διό­τι σε κρίσιμες στιγμές δεν στάθηκαν εις το ύψος της αποστολής τους. 
       Ιδιαίτερα με­ρικοί δικαστές του Συμβουλίου της Ε­πικράτειας, όταν οι πολίτες προσέφυγαν στο ΣτΕ για την περικοπή μισθών και συντάξεών τους.Η πλειοψηφία του Δικαστηρί­ου τούτου έκρινε ότι οι περικοπές αυτές είναι δικαιο­λογημένες, λόγω των εκτά­κτων περιστάσεων και προς προστασία του δημοσίου συμ­φέροντος! Τώρα που η κυβέρ­νηση περικόπτει τις αποδοχές τους βαναύσως, είναι υποχρε­ωμένοι να αναγνώσουν και πά­λι καλύτερα το Σύνταγμα.
     Ομοίως, όταν οι πολίτες ζή­τησαν την ακύρωση του μνημονίου ως αντισυνταγματι­κού, διότι δεν ψηφίσθηκε από 181 βουλευτές, όπως ορίζει το Σύνταγμα, η πλειοψηφία του ΣτΕ δέχθηκε το αντίθετο. 
    Ένας των μελών αυτής μάλιστα, προ της δημοσιεύσεως της αποφάσεως, έσπευσε να γίνει σύμ­βουλος του Γ. Παπανδρέου και στη συνέχεια υπουργός Επι­κράτειας. Αμφιβάλλω αν τούτο έχει προηγούμενο παγκοσμίως.

 
        Τα Διοικητικά Δικαστήρια έ­κριναν ως συνταγματική τη θεσμοθέτηση παραβόλου (έφθασε ήδη το 50% του αμφισβητουμένου ποσού) για την ά­σκηση προσφυγής εις αυτά, κατά της πράξεως του εφόρου. Τούτο όμως αντίκειται στο Σύ­νταγμα. Διότι κατ’ ουσίαν πα­ρακωλύει το δικαίωμα της προ­σφυγής εις αυτά, που είναι συνταγματικώς κατοχυρωμένο.
 
       Όταν οι ίδιοι οι δικαστές υ­ποχωρούν στις πολιτικές σκοπιμότητες και υιοθετούν ρυθμίσεις που στην ουσία τούς αχρηστεύουν, ας μη διαμαρτύ­ρονται γιατί οι πολιτικοί τούς υποτιμούν και δεν θέλουν να τους αναγνωρίσουν ως ισότιμη εξουσία.
 
      Κατ’ επανάληψη έχει τονισθεί ότι το κύρος των δικα­στών και η εκτίμησή τους από την Πολιτεία και την κοινωνία εξαρτώνται από τους ίδιους. Ό­ταν ίστανται ως φρουροί του Συντάγματος και των Νόμων και δεν υποχωρούν για να επι­τύχουν κάποια «θεσούλα» με­τά την έξοδό τους εκ του δικα­στικού σώματος ή κάποιον διο­ρισμό τέκνου, ο λαός θα τους τιμήσει δεόντως και θα διαμαρ­τύρεται υπέρ αυτών οσάκις η Πολιτεία επιχειρεί να τους μει­ώσει. Τώρα, που οι πολίτες δεν διαμαρτύρονται, μήπως αυτό έχει την εξήγησή του;
 
Βασίλειος  Κόκκινος
Πρόεδρος Αρείου Πάγου ε.τ.