Κυριακή 14 Απριλίου 2013

0 Αλητης! (Ενας τίτλος που ξαφνιάζει)

ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΤΑ ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΣ : ΑΓΩΝΑΣ α.φ.190 http://www.agonas.org

 Tί τόθελε ο δεσπότης Λάρισας να αναφερθεί σ’ αυτά που τούλεγε η μακαρίτισσα μητέρα του όταν ήταν μικρός, που συνήθως κάθε γονιός συμβουλεύει για το καλό των παιδιών του;
Να πώς τα περιγράφει ο ίδιος σε κύριο άρθρο στο περιοδικό “ΤΑΛΑΝΤΟ” της μητρόπολης.
«Από μικρός είχα ένα φόβο· να μην γίνω αλήτης. Μας το είχε μεταδώσει η μαμά… Κι η μαμά μας δεν έχανε ευκαιρία, σε κάθε παράβαση και παρακοή, να λέη στο καθένα μας: “Εσένα αν σ’ αφήσω λίγο θέλης να μου βγης αλήτης…”. Βέβαια, είχαμε κατά καιρούς εφιάλτες τις νύχτες, βλέπαμε τη μαμά να μας φωνάζη “αλήτη”, όταν κάναμε καμμιά αταξία…».
Εκτός από εφιάλτες, είχε και ψυχικό σύνδρομο ο άνθρωπος, όπως τα περιγράφει. Και συνεχίζει:
«Να σας πω την αλήθεια, ένα ξάφνιασμα το έπαθα τις πρώτες ημέρες μου στη Λάρισα μ’ αυτό το σύνδρομο… ήλθε μια μέρα που κάποιος με είπε αλήτη. Και ποιος μου τόπε! Ήταν τις πρώτες δύσκολες μέρες που είχα εγκατασταθεί στο Επισκοπείο. Απ’ έξω συγκεντρωμένοι χριστιανοί, μας εμπόδιζαν να περάσουμε την πόρτα και μας φώναζαν συνθήματα. Τέλος, με την βοήθεια της Αστυνομίας περάσαμε. Κι όταν ανεβήκαμε τη σκάλα και φθάσαμε επάνω, ένα παιδάκι – καλή του ώρα όπου κι αν βρίσκεται – ανεβασμένο σε μια υψηλή τραμπάλα απ’ την διπλανή παιδική χαρά, καλά δασκαλεμένο, μου φώναξε “Λάππα, Αλήτη!”. Τάχασα, δάκρυσα, έκλαψα. Τ’ άκουσα λοιπόν κι αυτό».
Ευτυχώς ο ίδιος παραδέχεται, ότι από τα παιδικά του χρόνια άκουγε το “αλήτης”. Κατέχονταν από το σύνδρομο αυτό και έβλεπε εφιάλτες. Μήπως εδώ έχει εφαρμογή η λαϊκή παροιμία: «Από μικρό κι από λολό μαθαίνεις την αλήθεια»;
Τα γραφόμενά του στο περιοδικό γεννούν πολλά ερωτήματα:
α) Η τραμπάλα που αναφέρει και είναι και στην φωτογραφία (είναι τσουλήθρα) απείχε από τους συγκεντρωμένους περίπου 100 μέτρα.
β) Πώς άκουσε τη φωνή και είδε το παιδί αφού έφθασε στα δώματα του επισκοπείου;

γ) Από πού γνώρισε ότι το παιδί ήταν “δασκαλεμένο από χριστιανό της συγκέντρωσης” και δεν ήταν ένα από τα δεκάδες παιδιά που παίζουν στη παιδική χαρά καθημερινά;
δ) Αφού ήταν παρούσα η αστυνομία, πώς δεν το συνέλαβε; Διότι είναι σ’ όλους γνωστό, ότι έκανε συλλήψεις για ψύλλου πήδημα (γιατί κάποιος έβηξε, ή γύρισε την πλάτη ή πάτησε το πόδι του στο δρόμο κ.α.).
Από την περιγραφή της μαμάς του διαπιστώνουμε ότι πρέπει να ήταν αγία ψυχή και ευχόμαστε ο Κύριός μας να την έχει κατατάξει μεταξύ των αγίων.
Δικαιολογημένα η μαμά του φοβούνταν τόσο μη γίνει αλήτης, γιατί οι κίνδυνοι ήταν πολλοί και ήθελε να τον προφυλάξει απ’ αυτούς.
Περνώντας τα χρόνια το άλλοτε φτωχό και φοβισμένο παιδάκι μετασχηματίσθηκε σε «ποιμένα» λογικών προβάτων – λυκοποιμένα – μη σεβόμενο τους νόμους αλλά και αρνούμενο την εφαρμογή των δικαστικών αποφάσεων – πλην εκείνων που τον ευνοούσαν.
Τους Ιερούς Κανόνες της Εκκλησίας θεωρούσε στην πράξη αναχρονιστικούς με αποτέλεσμα να πατάει άφοβα επί πτωμάτων προκειμένου να αναρριχηθεί.
Δεν σεβάστηκε ούτε τις τελευταίες ώρες του μακαριστού Θεολόγου, αποφαινόμενος ως άλλος «σοφός», ότι «το ποτάμι δε γυρίζει πίσω…» εννοώντας ότι κανόνισαν τόσο καλά την απομάκρυνση του Θεολόγου ώστε να μην μπορεί να επανέλθει στον επισκοπικό του θρόνο.
Προκειμένου να ικανοποιήσει το απαιτητικό του «εγώ», αιματοκύλισε πόλη ολόκληρη στέλνοντας εκατοντάδες πιστούς στα νοσοκομεία.
Δε δίστασε να χρησιμοποιήσει το ψέμα – προφορικό και γραπτό – και να αναγκάσει πολλούς να ψευδομαρτυρήσουν για χάρη του, ώστε να οδηγήσει τα δικαστήρια σε λανθασμένες αποφάσεις σε βάρος αγωνιστών Χριστιανών και μάλιστα πολυτέκνων.
Το πάθος του για το χρήμα και τη «δόξα» τον οδήγησαν σε ατοπήματα ανεπίτρεπτα για επίσκοπο.
Τα συχνά «τσάγια», οι πλούσιες εορταστικές συνεστιάσεις, η αδιαφανής συγκέντρωση χρημάτων και η επίδειξη των διακοσίων αρχιερατικών στολών με τα συνοδεύοντα αυτές (αξίας πολλών εκατομμυρίων) προκαλούν μεγάλο σκανδαλισμό καθόσον εκατοντάδες χιλιάδες πεινασμένοι και ρακένδυτοι προσπαθούν να επιβιώσουν αναμοχλεύοντας τους κάδους των σκουπιδιών.
Είχε άδικο λοιπόν ν’ ανησυχεί η μαμά του; τι θα έλεγε, αν ζούσε σήμερα και έβλεπε τις «προκοπές» του γιου της;
Και τι άραγε για το «αλήτης»;