Τρίτη 16 Απριλίου 2013

Η ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ ΛΑΡΙΣΗΣ


ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑ ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΣ ΤΩΝ ΑΓΩΝΙΖΟΜΕΝΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ ΛΑΡΙΣΗΣ : ΑΓΩΝΑΣ α.φ.190 http://www.agonas.org

“Ας είναι αιωνία
η μνήμη του”

Τακτικοί αναγνώστες της εφημερίδας μας μελετώντας τα τελευταία δημοσιεύματα με τον τίτλο «Μεγάλη παρακαταθήκη», χωρίς να απορρίπτουν την αξία και σημασία των αναφερομένων στα δύο πρόσωπα (Σεραφείμ Τίκα και Σεραφείμ Ορφανό), που στιγμάτισαν με την παρουσία τους την τοπική μας εκκλησία, διαμαρτύρονται, με μηνύματα και επιστολές, γιατί ασχολούμαστε μόνο με τα αρνητικά και δεν καταπιανόμαστε και με τα πρόσωπα που διακόνησαν την εκκλησία μας αφήνοντας αγαθές αναμνήσεις. Μας προτείνουν μάλιστα και πρόσωπα πνευματικά, που η ζωή τους υπήρξε – έργω και λόγω – όχι μόνο θεάρεστη αλλά και ευάρεστη στο λαό του Θεού. Πιστεύουν ότι η αναφορά μας σ’ αυτά, θα τονώσει το ηθικό των αναγνωστών μας διδάσκοντας τους ότι μέσα από τις τσουκνίδες της εποχής μας θα ξεπροβάλει και το ευωδιαστό χαμομήλι που θα καταπραΰνει την ταραχή και τον φόβο.

Από τα πολλά μηνύματα και τις επιστολές επιλέξαμε μία που εκφράζει γενικά τις απόψεις όλων.

Προς την εφημερίδα «Αγώνας»

Κύριοι της εφημερίδας, διαβάζοντας στην τελευταία σας εφημερίδα του μηνός Φεβρουαρίου – την οποία προμηθεύομαι από τα stands της κεντρικής πλατείας – τα αναφερόμενα στον Σεραφείμ που χρημάτισε μητροπολίτης Λάρισας και υπήρξε κάτοχος τεράστιας περιουσίας, θα ήθελα να καταθέσω κάποιο περιστατικό που είναι χαραγμένο ανεξίτηλα στη μνήμη μου.

Ήμασταν τέσσερα αδέλφια ορφανά, γιατί χάσαμε τον πατέρα μας και η μητέρα μας δούλευε στο εργοστάσιο του ΚΑΖΑΝΤΖΗ που βρίσκονταν κοντά στο ποτάμι, όταν κάποια μέρα την σταμάτησαν απ’ τη δουλειά και τότε άρχισε το μεγάλο δράμα. Από πού να ζητήσουμε βοήθεια; Κάποια στιγμή με πήρε μαζί της – ήμουν ο μεγαλύτερος – και πήγαμε στη μητρόπολη, που τότε βρίσκονταν στην πλαγιά του Φρουρίου, απέναντι από το ρολόι της πόλης. Χτυπήσαμε την πόρτα. Μας άνοιξε κάποιος παπάς, άγνωστος σε μένα. Μας κάλεσε μέσα. Καθίσαμε σε κάτι απλές καρέκλες. Άκουσε από την μητέρα μου, το πρόβλημά μας. Μας κοίταξε με συμπάθεια, σηκώθηκε και μπήκε σ’ ένα δωμάτιο. Μείναμε για λίγο μόνοι μας. Όταν ξανάρθε, κρατούσε στο χέρι του κάποιο φάκελο. Μας τον έδωσε και μας ξεπροβόδισε μέχρι το πεζοδρόμιο, λέγοντάς μας να πηγαίνουμε κάθε τέλος του μήνα…

Υπακούσαμε στην προτροπή ευχαρίστως – είχαμε άλλωστε τόση ανάγκη! Από τότε, κάθε τέλους του μήνα, πήγαινα πότε με τη μητέρα μου και πότε μόνος. Μαζί με μας περίμεναν και άλλοι πολλοί. Θυμάμαι κάποιον κύριο Παύλο να κρατάει στα χέρια του φακελάκια, να φωνάζει το όνομα του καθενός και να του δίνει το βοήθημα.

Άκουσα τελευταία – εννοώ το 1974 – ότι τα φακελάκια, που περιείχαν χρηματικά ποσά ανάλογα με τις ανάγκες που είχε εκμυστηρευτεί ο καθένας μας, είχαν φτάσει τα 170.  

Τα χρήματα αυτά προέρχονταν από τον μισθό του μητροπολίτη, που μόλις τον εισέπραττε, ο οδηγός του τον μοίραζε στους φακέλους.

Δεν θα ξεχάσω ένα περιστατικό. Κάποια μέρα που θα παίρναμε το φακελάκι, ήρθαν δύο καινούργιοι – μία κυρία και ένας ηλικιωμένος κύριος. Ο κ. Παύλος τους είπε ότι δεν μπορούσε να ικανοποιήσει το πρόβλημά τους, διότι δεν είχαν άλλη οικονομική δυνατότητα. Οι άνθρωποι επέμειναν, και όπως ήμασταν στο διάδρομο του επισκοπείου άνοιξε η δεξιά πόρτα, που ήταν πιο ψηλά τέσσερα σκαλοπάτια και ακούστηκε μια βαθιά φωνή γεμάτη γλύκα. Ήταν ο μητροπολίτης Θεολόγος – αχ ο Θεολόγος! – ο οποίος απευθυνόμενος στον κ. Παύλο του είπε: «Κύριε Παύλο, σε παρακαλώ να μην φύγουν οι άνθρωποι παραπονούμενοι». Κοίταξε τις τσέπες του, τραβήχτηκε μέσα και σε λίγο ξανάρθε δίδοντας στον κ. Παύλο κάτι, και αυτός στους ανθρώπους που ζητούσαν βοήθεια.

Τα χρόνια περνούσαν. Άλλοι είχαν σταματήσει να έρχονται, ενώ καινούργιοι επισκέπτονταν το επισκοπείο μέχρι που τον Ιούλιο του 1974 μάθαμε ότι τον διώξανε. Στο τέλος Αυγούστου πολλοί από μας πήγαμε να πάρουμε το συνηθισμένο φακελάκι. Χτυπήσαμε την πόρτα και δεν πήραμε καμιά απάντηση. Την άλλη μέρα πήγαμε στα γραφεία που ήταν ακριβώς από κάτω. Το προσωπικό σχεδόν το ίδιο αλλ’ η αντιμετώπισή μας δεν περιγράφεται. Η πόρτα για τους πάσχοντας ήταν πια ερμητικά κλειστή.

Εκεί άκουσα κάτι φοβερό, που δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Ο Θεολόγος δεν είχε ούτε τα εισιτήρια για να φύγει με το ΚΤΕΛ, αφού όλα του τα χρήματα όπως τα έπαιρνε τα μοίραζε, και ότι του έβγαλε το εισιτήριό του ένας γιατρός…

Επειδή διάβασα για την τεράστια περιουσία του Σεραφείμ που διαδέχθηκε τον μητροπολίτη Θεολόγο, και επειδή έζησα την κατάσταση από κοντά, ήθελα να σας τα πω για να ξαλαφρώσω, ανάβοντας έτσι ένα κερί στη μνήμη του αγίου που μας βοήθησε να ζήσουμε, να σπουδάσουμε, να κάνουμε οικογένειες και να τον δοξάζουμε για μια ζωή μαζί με τον θεό που τον έστειλε στο δρόμο μας. Θα πω τέλος το πιο απλό που μπορώ.

“Ας είναι αιωνία η μνήμη του”.

Με εκτίμηση Θ. Α.

(Το όνομα βρίσκεται στην εφημερίδα)