Τρίτη 16 Ιουλίου 2013

Επικήδειος λόγος για αείμνηστο καθηγητὴ Ιωάννη Κορναράκη, από τον γιό του, καθηγητή Πανεπιστημίου, Κων. Κορναράκη






Τελέστηκε χθὲς τὸ ἀπόγευμα, στὸν Ἱερὸ Ναὸ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου Χαλανδρίου, ἡ Ἐξόδιος Ἀκολουθία τοῦ ἀειμνήστου καθηγητὴ Ἰωάννη Κορναράκη, ὁμοτίμου Καθηγητοῦ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν.
Τὸν τελευταῖο ἀπὸ τοὺς ἐπικηδείους λόγους ἐκφώνησε ὁ υἱὸς τοῦ ἐκλειπόντος, λέγοντας μεταξὺ ἄλλων καὶ τὰ ἑξῆς:

...Θὰ ἤθελα νὰ σοῦ πῶ ὅτι προαισθάνθηκα τὴν ἀναχώρησή σου, ἐκεῖνο τὸ Σάββατο στὶς 22 Ἰουνίου (2013), παραμονὴ τῆς Πεντηκοστῆς. Κάθισες στὴν ἀγαπημένη σου θέση στὴ βεράντα καὶ χωρὶς ἐμφανῆ ἀφορμή, ξεκίνησες ἕναν ἀπολογισμὸ τῆς ζωῆς σου. Ἀφοῦ προηγουμένως μοῦ ἀνακοίνωσες ὅτι στὰ ὄνειρά σου ἐμφανιζόταν ἡ πατρική σου οἰκογένεια καὶ οἱ κοιμηθέντες φίλοι σου, ἔπειτα συνέχισες.
–Εὐχαριστῶ τὸ Θεὸ ποὺ μὲ ἀνέσυρε ἀπὸ τὴ λάσπη καὶ μὲ ὁδήγησε νὰ γίνω καθηγητὴς Πανεπιστημίου. Ποῦ νὰ τὸ φανταζόμουν αὐτό, τότε, ὅταν πιτσιρίκο μὲ ἔστελναν οἱ γονεῖς μου νὰ πουλήσω παστέλια στὸ λιμάνι, τὸ σκληρὸ χειμῶνα τοῦ 1941. Καὶ νὰ φανταστεῖς –μοῦ ἔλεγες– ἐπειδὴ δὲν ἀγόραζε κανείς, κι ἐγὼ κρύωνα, τὰ ἔτρωγα γιὰ νὰ κρατηθῶ. Ἀργότερα, κλητήρας στὴν Τράπεζα. Τέλειωσες τὸ νυκτερινὸ σχολεῖο, γιατὶ τὸ πρωΐ δούλευες νὰ συμπληρώσεις τὰ πενιχρά εἰσοδήματα τῆς οἰκογένειά σου.
Μετὰ θυμήθηκες, ὅτι ἐκείνη τὴν ἡμέρα ἦταν ἡ ἐπέτειος, ποὺ πρὶν ἀπὸ ἑβδομῆντα περίπου χρόνια, ἔκανες τὸ πρῶτο σου κήρυγμα, στὴν «Παναγιὰ τὴ Φανερωμένη» τῆς Σαλαμίνας. Εἶχα ἆγχος, μοῦ εἶπες, ἀλλ’ ὅταν ἐκφώνησα τὸ κήρυγμα, ἤξερα πιά, ὅτι αὐτὸς θὰ ἦταν ὁ προορισμός μου, ἡ θεολογία.
Μὲ σφιγμένη καρδιὰ προσπάθησα νὰ καταλάβω τί συνέβαινε. Εἴπαμε διάφορα καὶ μετὰ μίλησες θεολογικά. Πάντοτε οἱ συζητήσεις μας εἶχαν θεολογικὸ περιεχόμενο, γιατί προσπαθοῦσα νὰ κερδίσω τὴ σοφία καὶ τὴν βιωματική σου ἐμπειρία, ὅσον τὸ δυνατὸν περισσότερους θησαυρούς.
Πάντοτε ἡ σκέψη σου ἦταν κρυστάλλινη, ὀρθόδοξη σκέψη, χωρὶς ἀστερίσκους καὶ διπλωματικὲς διατυπώσεις. Δὲν ὑπῆρχαν γιὰ σένα προοδευτικοὶ ἢ συντηρητικοί, ἀλλὰ μόνο ἄνθρωποι ποὺ ἀγαποῦσαν φλογερὰ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία.
Τὰ θεμέλια τῆς σκέψης σου ἁγιογραφικά. Θαύμαζα τὸ γεγονὸς ὅτι εἶχες ἀποστηθίσει ὅλο τὸ Ψαλτήριον, χρησιμοποιώντας σὲ κάθε περίσταση ἀνάλογα τὰ ψαλμικὰ κείμενα. Ἀπὸ κοντὰ οἱ ἀγαπημένοι σου Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, κυρίως οἱ νηπτικοί, ἐξαιρέτως δέ, ὁ ὅσιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής. Εἶχες ἐντριβεῖ  στὰ κείμενά του.
Εἶχες, πατέρα, ἕνα τρόπο νὰ ἑρμηνεύεις τὰ κείμενα αὐτά, ποὺ ἔνιωθε ὁ συνομιλητής σου, ὅτι ἡ πατερικὴ σκέψη, ὅταν ἑρμηνεύεται θεολογικά, εἶναι ἁπλῆ στὴ δυσκολία της καὶ διαχρονική.
Ἐκεῖνο τὸ βράδυ τοῦ Σαββάτου μᾶς ἄφησες μιὰ τελευταία παρακαταθήκη. Πολλοὶ παραθεωροῦν τὸν πρακτικὸ βίο. Ὡστόσο, ὁ Ἀββᾶς Θαλάσσιος δὲν γράφει: «μὴ ἀμέλει τῆς πράξεως, ἐπεὶ μειοῦται ἡ γνῶσις;». Ἦταν μιὰ φράση ποὺ χρησιμοποίησες καὶ στὸ ἔργο σου «Ὁ κατὰ φαντασίαν Χριστιανός». Μὴν ἀμελεῖς τὸν ἀγῶνα γιὰ τὴν κατάκτηση τῆς ἀρετῆς, γιατὶ λιγοστεύει ἡ γνώση ἡ πνευματική, ὁ θεῖος φωτισμὸς καὶ ἡ ἐπίσκεψις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Χωρὶς πράξη, δὲν ἔρχεται φωτισμός. Ἔφυγα μὲ βαριὰ διάθεση.
Τρεῖς μέρες μετὰ μπῆκες ἐσπευσμένα στὸ Νοσοκομεῖο. Ἤμουν στὸ ἐξωτερικὸ ἀκόμα, ἀλλὰ κατάλαβα. Πρὶν τρεῖς μῆνες, εἶχε κυκλοφορηθεῖ τὸ τελευταῖο σου βιβλίο. «Τὸ μαρτύριο, κλειδὶ τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν». Ἕνα βιβλίο ποὺ ἤδη πρόλαβε νὰ ὠφελήσει πολλοὺς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι βρίσκονται σὲ δεινὲς δοκιμασίες. Τώρα, ὁ Κύριος, μετὰ τὴν θεωρία σὲ καλοῦσε στὴν ἄσκηση, στὸ προσωπικό σου μαρτύριο.
Αἰφνιδιάστηκες. Γιὰ νὰ χρησιμοποιήσω τὸ ρῆμα ποὺ ἐπιλέγεις στὸ βιβλίο αὐτὸ γιὰ νὰ περιγράψεις τὴν ἀντίδραση τοῦ ἀνθρώπου, στὴν ξαφνικὴ δοκιμασία.
Ὡστόσο, σύντομα ἀνασύνταξες τὸν πνευματικό σου κόσμο καὶ ἐφάρμοσες στὴν πράξη, τὴν θεωρία τῶν Πατέρων ποὺ ἀνέλυες. Ὅτι δηλαδὴ οἱ ἐπιφορὲς τοῦ βίου, μιὰ ἀσθένεια, ἕνας ἀδόκητος θάνατος ἀπὸ ἀτύχημα, ἔχουν μεγαλύτερη παιδαγωγικὴ ἀξία, ἀπὸ μία, ἔστω καὶ σκληρή, ἄσκηση στὴν ὁποία ἐπιδίδεται κάποιος πιστὸς ἑκούσια γιὰ τὴν πνευματική του πρόοδο. Ἐξηγοῦσες ὅτι οἱ ἐπιφορὲς τοῦ βίου εἶναι ἀκούσιες, ἐνῶ ἡ ἄσκηση, κατὰ τὸ μέτρον τῆς προαιρέσεως. Ἑπομένως οἱ ἐπιφορὲς διαπαιδαγωγοῦν στὴν σύντριψη τοῦ ἰδίου θελήματος.
Κατάφερες, λοιπόν, νὰ σηκώσεις, ὅπως τὸ ἔλεγες, τὸ ἄφιλο καὶ ἀβάσταχτο βάρος τῆς αἰφνίδιας δοκιμασίας. «Ἑκούσιον ἐποίησες τὸ κατηναγκασμένον» κατὰ τὴν σχετικὴ ρήση τοῦ Μ. Βασιλείου, ποὺ μνημονεύεις στὸ τελευταῖο σου ἔργο. Ἔκανες, ὅπως πάντα στὴ ζωή σου, θέλημά σου τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ὅταν σὲ μία ἀπὸ τὶς ἐπισκέψεις μου, στὴν πρώτη φάση τῆς νοσηλείας σου εἶπα, «πατέρα, φαίνεσαι πολὺ καλύτερα», μοῦ ἀπάντησες ὑψώνοντας τὰ χέρια στὸν οὐρανό.
–«Ὃ γέγονε, γέγονε».
Ἔπειτα, ἡ τελευταία φάση τοῦ μαρτυρίου σου. Ἐξιτήριο, ἐπιστροφὴ στὸ σπίτι, ἐσπευσμένη ἐκ νέου εἰσαγωγὴ στὸ νοσοκομεῖο. Ἀφυδάτωση, δυσκολία στὴν ἀναπνοή, διαλυμένη μέση. Ὅλο αὐτὸ τὸ διάστημα, σιωπηλοὶ παρακολουθούσαμε νὰ διαλέγεσαι μορφὲς ποὺ δὲν μπορούσαμε νὰ δοῦμε. Μιλοῦσες γιὰ τὴν Ἁγία Τριάδα, μιλοῦσες γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὸ ὁποῖο ἔχει τὰ πρωτεῖα, ὅπως ἔλεγες, ἐννοώντας προφανῶς τὸ ἁγιαστικὸ καὶ σωτήριο ἔργο τοῦ Παρακλήτου στὸν κόσμο μετὰ τὴν Πεντηκοστή. Καὶ ἔβλεπες ἐκείνη τὴν Κυρία, τὴν Μαρία, προφανῶς τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, τὴν ὁποία τόσο πολὺ ἀγαποῦσες. Ἀλλ’ ἔβλεπες κι ἐκεῖνο τὸ κοριτσάκι, προφανῶς τὴ μικρὴ Μάρθα, τὸ κοριτσάκι σου, ποὺ ἔφυγε πρόωρα ἀπ’ τὴ ζωὴ καὶ τώρα σὲ ἐπισκεπτόταν ὡς ἀγγελάκι. Ἤσουν ἕτοιμος.
–Γιατί μὲ φέρατε ἐδῶ, ρώτησες, καθὼς οἱ νοσηλευτὲς τοῦ ΕΚΑΒ σὲ ὁδηγοῦσαν στὰ ἐξωτερικὰ ἰατρεῖα. Θεώρησα ... τὴν ἐρώτηση ἑνὸς ἀνθρώπου, ἴσως καὶ λίγου παράξενου ποὺ ἤθελε νὰ μείνει στὴν ἡσυχία τοῦ σπιτιοῦ του. Ἀργότερα συνειδητοποίησα, ὅταν σὲ ἀκούσαμε νὰ ἐξηγεῖς σὲ ἐκείνη τὴν μορφὴ μὲ τὴν ὁποία διαλεγόσουν καὶ δὲν μπορούσαμε νὰ δοῦμε, ὅτι «αὔριο φεύγω». Κι ὅταν ἔβλεπα τ’ ἀποστεωμένα καὶ μελανιασμένα ἀπὸ τὶς ἐνέσεις χεράκια σου, νὰ προσπαθοῦν ν’ ἀγγίξουν κάτι στὸν ἀέρα. «Γιατί μὲ φέρατε ἐδῶ»· ἐννοοῦσες: Δὲν ξέρετε ὅτι σύντομα δὲν θὰ μείνω στὸν κόσμο αὐτό;
Προσευχόσουν. Τὸ ἔβλεπα στὰ χείλη σου ποὺ κινοῦσες ἀκατάπαυστα. Ὅταν ... σοῦ ἔψαλλε τὸν Ἑσπερινό, προσπάθησες νὰ κάνεις τὸν σταυρό σου μὲ ὅσες δυνάμεις σοῦ ἀπέμεναν. Στὸν ἐπιλύχνιο Ὕμνο, στὸ «ὑμνοῦμε Πατέρα, Υἱὸν καὶ Ἅγιον Πνεῦμα Θεὸν» μετέδωσαν τὰ χέρια τοῦ π. Ἀλεξάνδρου τοῦ υἱοῦ σου, ἔπειτα ἔπεσες σὲ βυθιότητα. Ἔνιωσες ὅπως ἡ ἀγαπημένη σου Ταρσώ, ποὺ τόσο συχνὰ τὴν ἔβλεπες σ’ αὐτὴν τὴν περίοδο. Ἤρεμα καὶ ἁπλά.
Ἀντιγράφω ἀπὸ τὸ βιβλίο σου τὸ παράθεμα τῆς κοιμήσεώς της, ποὺ περιγράφει καὶ τὴ δική σου κοίμηση:
«Τὴν τελευταία μέρα τὸ ἀπόγευμα βάρυνε πολύ. Ἔκλεισε τὰ ματάκια της γιὰ πάντα. Ἀρκετὲς ὧρες μείναμε ἐκεῖ, παρακολουθώντας τὴν ἀνάσα της ποὺ ἀραίωνε συνεχῶς. Μέχρι ποὺ ἡ πολύτιμη κι εὐωδιαστὴ ψυχή της ἐγκατέλειψε τὸ πολυβασανισμένο κορμί της. Καὶ σὰν πρωταθλήτρια ὑψώθηκε στοὺς οὐρανούς, στὸ φῶς τὸ ἀνέσπερο».
Ἐκεῖ ὑψώθηκες καὶ σύ, πατέρα, διότι, ὅταν κάποιος ἔλεγε  στὴν Ταρσώ, «αὐτὸς πέθανε», ἐκείνη θύμωνε· «δὲν πέθανε, μετέστη πρὸς τὴν ζωή».
Μετέστης πρὸς τὴν ἀληθινὴ ζωή. Τὴν ζωὴ γιὰ τὴν ὁποία προετοιμάστηκες σὲ ὅλο τὸν ἐπίγειο βίο σου.
Ὁ Θεὸς νὰ ἀναπαύσει τὴν ψυχή σου, πατέρα, καὶ σὲ παρακαλεῖ ὅλη ἡ οἰκογένεια νὰ δέεσαι γι’ αὐτήν. Ὅπως μᾶς φρόντιζες σ’ αὐτὸν τὸν πρόσκαιρο βίο, νὰ μᾶς φροντίζεις κι ὡς μέλος τῆς θριαμβεύουσας Ἐκκλησίας.
Καλή ἀντάμωση στὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ, πατέρα. «Χριστὸς Ἀνέστη».