Τετάρτη 28 Αυγούστου 2013

Μυστηριακή ή ημερολογιακή ενότητα;



ΑΝΑΓΚΑΙΕΣ  ΔΙΕΥΚΡΙΝΗΣΕΙΣ

ΣΕ  ΕΝΣΤΑΣΕΙΣ
ΤΩΝ  ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΩΝ

Τοῦ ἱερομονάχου π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ




    ξ’ αἰτίας πολλῶν ἐνστάσεων οἱ ὁποῖες διετυπώθησαν σέ δημοσιευθέν προσφάτως κείμενό μου, σχετικά μέ τό ἄν τό Ἰουλιανό Ἡμερολόγιο θεσπίσθηκε στην Α’ Οἰκουμενική Σύνοδο, ἄν αὐτό τό Ἡμερολόγιο ἀκολουθοῦσαν μετά τήν Α’ Οἰκουμενική οἱ τοπικές Ἐκκλησίες καί τό πῶς θά ἠδύνατο νά ὑπάρξῃ μία ἐκκλησιαστική προσέγγισις μεταξύ τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν καί τῶν Παλαιοημερολογιτῶν, ἔρχομαι νά δευτερολογήσω καί νά καταθέσω κάποιες σκέψεις μέ τήν εὐχή ὅπως συντείνουν στήν ὀρθή τοποθέτησι ὅλων μας. Βεβαίως ἡ καλοπροαίρετη κριτική εἶναι ἐπιθυμητή καί ἀναγκαία διά νά ἀξιολογηθῆ τό κατά πόσον ἀνταποκρίνεται εἰς τήν ἀλήθεια ἡ κάθε ἄποψις, πλήν ὅμως, ἡ ἐκ τῶν προτέρων τυφλή ἀποδοχή περί τῆς ὀρθότητος τῶν θέσεων καί ἀπόψεών μας, οὐδόλως συντείνει εἰς τήν ἀνίχνευσι τῆς ἀληθείας, πολύ περισσότερο δέ ὅταν αὐτή στηρίζεται σέ φανταστικά ἐπιχειρήματα ἤ σέ λάθη τῶν ἄλλων.





            Συνοψίζοντας τά ἐπιχειρήματα πού προετέθησαν ἀπό ἀνωνύμους καί ἐπωνύμους ἀκολουθώντας το Π. Ἡμερολόγιο ἔχω νά παρατηρήσω τά ἑξῆς:


   1. Γίνεται ἕνα τραγικό λάθος ἀπό τούς Παλαιοημερολογίτες τό ὁποῖο κατά τήν γνώμη μου εἶναι πλάνη καί αἵρεσις. Αὐτό εἶναι τό ἑξῆς.


Ἔχουν θέσει ὡς κριτήριο ἑνότητος τό Ἡμερολόγιο καί ἔτσι προτείνουν ἕνα καινοφανές καί πρωτάκουστο εἰς τά ἐκκλησιαστικά δεδομένα θεολογικό μοντέλο, τό ὁποῖο ὑπερτονίζει τήν ἡμερολογιακή ἑνότητα εἰς βάρος τῆς ἐκκλησιαστικῆς. Αὐτό προφανῶς τό κάνουν ἐπειδή δέν ἔχουν μεταξύ των ἐκκλησιαστική ἑνότητα, ἀλλά μόνο ἡμερολογιακή. Οἱ πατέρες ὅμως ἐδίδαξαν ὅτι ἡ ἐκκλησιαστική ἑνότης, ἡ ὁποία ὀνομάζεται καί ἐκκλησιαστική κοινωνία, μᾶς ἑνώνει καί, ὑπαρχούσης τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, μᾶς συνδέει ὡς σῶμα Χριστοῦ μέ τήν κεφαλή, ἡ ὁποία εἶναι ὁ Χριστός.



Οἱ Παλαιοημερολογίτες ἐν προκειμένῳ διδάσκουν ὅτι οἱ μέν ἀκολουθοῦντες τό Π. Ἡμερολόγιο, ἀλλά ἔχοντες ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς Νεοημερολογίτες Οἰκουμενιστές (π.χ. Ἁγιορεῖτες καί τοπικές Ἐκκλησίες Ρωσίας, Σερβίας κλπ.) εἶναι ἐκτός Ἐκκλησίας, λόγῳ ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μέ τούς αἱρετικούς, οἱ δέ ἀκολουθοῦντες τό Π. Ἡμερολόγιο (καί ἀνήκοντες σέ κάποια παράταξι ἐκτός τῆς ἰδικῆς των) εἶναι καί αὐτοί πάλι ἐκτός Ἐκκλησίας, ἐπειδή δέν ἔχουν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τήν παράταξι εἰς τήν ὁποία ἀνήκουν καί ἄρα δέν εἶναι ἐνσωματωμένοι στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ.
Ἐκ τῶν πραγμάτων λοιπόν τό θεολογικό μοντέλο ἑνότητος πού προτείνουν, τό ὑποστηρίζουν μόνον ὅταν συζητοῦν μέ Οἰκουμενιστές καί ἀντιοικουμενιστές τοῦ Ν. Ἡμερολογίου, ἐνῶ μεταξύ των δέν τό δέχονται, ἀλλά προβάλλουν ὡς πρότυπο τήν ἐκκλησιαστική ἑνότητα. Ἡ ἐκκλησιαστική δέ ἑνότητα τῶν Παλαιοημερολογιτῶν  τότε λέγει (ὅπως ἰσχυρίζονται) ὅτι ἡ κάθε παράταξι εἶναι ἡ μόνη συνέχεια καί ταύτησι μέ τήν διαχρονική Ἐκκλησία τοῦ Συμβόλου τῆς πίστεως καί ὅλοι οἱ ἄλλοι εἶναι ἐκτός Ἐκκλησίας.


Αὐτές τίς θεωρίες τῶν ποιμένων τοῦ Π. Ἡμερολογίου τίς δέχεται ἠθελημένα ἤ ἀθέλητα καί ὁ λαός, λόγῳ τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μέ τούς ποιμένες των, ἡ ὁποία ἐκκλησιαστική κοινωνία σημαίνει καί ταύτησι μέ τήν πίστι τῶν ποιμένων. Ὅπως δηλαδή οἱ ἀντιοικουμενιστές Νεοημερολογίτες ταυτίζονται κατά τήν πίστι μέ τούς Οἰκουμενιστές, λόγῳ ἀναγνωρίσεώς των καί ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μέ αὐτούς, ἔτσι καί οἱ Παλαιοημερολογίτες ταυτίζονται μέ τήν πίστι τῶν ποιμένων των, λόγῳ τῆς ἰδίας ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας καί ἀναγνωρίσεως. Ἄρα λοιπόν τό ἐπιχείρημά των, ὅτι ὁ λαός στό Π. Ἡμερολόγιο εἶναι ἑνωμένος, εἶναι ψευδές, διότι ὁ λαός εἶναι ἑνωμένος ἐκκλησιαστικά καθένας μέ τήν παραταξί του, ἡ δέ ἡμερολογιακή ἑνότης οὐδόλως συντείνει εἰς τήν ἐκκλησιαστική. Οἱ Πατέρες δέ ὡς σημεῖο ἑνότητος ἐθέσπισαν τήν Ὀρθόδοξο πίστι θεωρητικά καί τήν ἐκκλησιαστική ἑνότητα καί κοινωνία πρακτικά. Αὐτό φυσικά δέν ὑπάρχει στούς Παλαιοημερολογίτες.





            2. Τό θέμα τῆς Συνόδου καί τῶν Συνόδων, οἱ ὁποῖες  ὑπάρχουν σήμερα στό Παλαιό Ἡμερολόγιο, εἶναι πραγματικά ἕνας ἐκκλησιολογικός ἐκτροχιασμός γιά τήν ἐν καιρῷ αἱρέσεως πορεία τῆς Ἐκκλησίας. Διότι πουθενά δέν διδάσκεται ἀπό τούς Ἁγίους τέτοιος τρόπος ἀποτειχίσεως, οὔτε βεβαίως πρακτικά κάποιος ἅγιος ἐν καιρῷ αἱρέσεως ἐνήργησε κατ’ αὐτόν τόν τρόπο.


Τό λυπηρό εἶναι ὅτι γιά νά δικαιολογηθῆ αὐτή ἡ χαώδης κατάστασις ἐπιστρατεύονται ἀπό τήν ἐκκλησιαστική ἱστορία σάν παραδείγματα ὄχι ὅ,τι ἔκαναν οἱ Ἅγιοι, ἀλλά ὅ,τι ἔκαναν οἱ αἱρετικοί. Ἐπίσης ἐπιστρατεύονται καί κάποιες ἄλλες μεμονωμένες περιπτώσεις σχισμάτων (π.χ. τό Ἀντιοχειανό σχίσμα) καθώς καί κάποιες σύγχρονες ἐσωτερικές διαφορές καί διενέξεις (π.χ. χριστιανικῶν ὀργανώσεων, τῶν «Ἀγωνιζομένων Λαρισαίων» κλπ.), πού οὐδεμία βεβαίως σχέσι ἔχουν μέ τήν πραγματικότητα. Διότι ἐκεῖ παρά τίς ὅποιες διαφορές ὑπάρχει πλήρης ἐκκλησιαστική κοινωνία, ἐνῶ στίς παρατάξεις τῶν Παλαιοημερολογιτῶν ὑπάρχει πλήρης ἀκοινωνησία μέ τήν ἐπιπλέον διδασκαλία ὅτι ἡ κάθε παράταξις εἶναι ἡ μοναδική συνέχεια τῆς διαχρονικῆς Ἐκκλησίας τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως καί ὅλες οἱ ἄλλες παρατάξεις εἶναι ἐκτός Ἐκκλησίας σχισματικές καί μέ ὅλα τά ἐπακόλουθα τοῦ σχίσματος.


Ἡ διδασκαλία τῶν Ἁγίων καί ἡ σαφεστάτη διακέλευσις τῶν ἱερῶν Κανόνων ἐν προκειμένῳ εἶναι ὅτι τά σχίσματα στεροῦνται τῆς χάριτος τοῦ ἁγ. Πνεύματος, εἶναι ἐκτός Ἐκκλησίας καί βεβαίως τά τελούμενα ἀπό τούς εὑρισκομένους εἰς αὐτά κληρικούς εἶναι ἄκυρα. Στήν περίπτωσι βεβαίως τῶν Παλαιοημερολογιτῶν ἔχουμε κάτι πολύ περισσότερο ἀπό ἁπλά σχίσματα λόγῳ τῆς ἱερατικῆς δομῆς τῶν Συνόδων των καί τῆς θεολογικῆς διδασκαλίας ἑκάστης παρατάξεως πού προαναφέραμε.


Κάποιος ἀρχιμανδρίτης τοῦ Π. Ἡμερολογίου σέ συζήτησι γιά τό ἐν λόγῳ θέμα τῶν Συνόδων μοῦ ἀνέφερε τήν καινοφανῆ διδασκαλία, ὅτι τά σχίσματα τῶν Παλαιημερολογιτῶν ὁμοιάζουν μέ τόν καθρέπτη, ὁ ὁποῖος ὅταν σπάζει κάθε κομμάτι του ἀντανακλᾶ ὁλόκληρο τόν ἥλιο. Αὐτό βεβαίως δέν ἰσχύει γιά τόν ἁπλούστατο λόγο, ὅτι δηλαδή οἱ Πατέρες καί οἱ ἱεροί Κανόνες διδάσκουν ὅτι τά κομμάτια αὐτά, ὡς σχίσματα, δέν ἔχουν καθόλου ἥλιο, ἐπειδή εὑρίσκονται ἐκτός Ἐκκλησίας.


           


3. Δεδομένης τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀκοινωνησίας τῶν παρατάξεων τοῦ Π. Ἡμερολογίου, δέν ὑπάρχει καμμία ἄλλη νόμιμος ἑνότης καί δι’ αὐτό, ἡ ἡμερολογιακή ἑνότης εἶναι προσχηματική. Δηλαδή εἶναι ἑνότης κατ’ ἐπίφασι, ἑνότης μαϊμοῦ. Πουθενά δέ στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας καί στήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων δέν ἀναφέρεται ἄλλη ἑνότης πλήν τῆς ἐκκλησιαστικῆς.


Ἐδῶ γιά νά δικαιολογηθῆ ἡ ἀποτείχισις, ἀφ’ ἑνός μέν προβάλλεται ἡ ἀλλαγή τοῦ ἡμερολογίου ὡς θέμα πίστεως, προφανῶς διά νά νομιμοποιηθῆ ἡ ἀποτείχισις, προβάλλεται δέ καί ἡ ἐξέλιξις τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ γιά νά δημιουργηθοῦν ὅλες οἱ ἐκκλησιολογικές ἐκτροπές τῶν Παλαιοημερολογιτῶν. Ἀλλά καί ὡς θέμα πίστεως, ἄν ὑποτεθῆ ὅτι ἰδοῦμε τήν ἀλλαγή τοῦ ἡμερολογίου, νομιμοποιεῖται μόνο ἡ ἀποτείχισις, ὄχι ὅμως καί ἡ δημιουργία Συνόδου καί Συνόδων μέ ὅλα τά ἐπακόλουθα τῶν σχισμάτων.


Τό λυπηρό εἶναι ὅτι οἱ Παλαιοημερολογίτες παρουσιάζουν τό θέμα τῆς ἀλλαγῆς τοῦ ἡμερολογίου καί τήν ἐκ ταύτης πορεία των, ὅπως πρωτοδημιουργήθηκε, ἐνῶ τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ τήν παρουσιάζουν ὅπως ἐξελίχθηκε. Τό δίκαιο βεβαίως θά ἦταν νά παρουσιάσουν καί τά δύο ὅπως ἐξελίχθηκαν καί ὅπως τά συναντοῦμε ἐμεῖς τώρα τόν 21ον αἰῶνα, δηλαδή τόν Οἰκουμενισμό ὡς αἵρεσι καί ἀποστασία, καί τό Π. Ἡμερολόγιο σάν σχίσματα καί ἀποστασία ἀπό τήν Ἐκκλησία τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως.


           


4. Οἱ ἀκολουθοῦντες ἐν Ἑλλάδι τό Π. Ἡμερολόγιο, θεωροῦν τήν Ἐκκλησία ὡς Ἐπισκοποκεντρική καί ὄχι Χριστοκεντρική. Αὐτή βεβαίως εἶναι καί ἡ διδασκαλία τῶν Οἰκουμενιστῶν. Οἱ μέν Οἰκουμενιστές διδάσκουν αὐτήν τήν αἵρεσι διά νά ἑδραιώσουν τήν ἐξουσία των,  ἡ ὁποία δέν εἶναι θυσιαστική, ἀλλά Παπική, οἱ δέ Παλαιοημερολογίτες διδάσκουν αὐτήν τήν αἵρεσι διά νά δικαιολογήσουν τήν ὕπαρξι τῶν Συνόδων, τίς ὑπερόριες χειροτονίες τῶν Ἐπισκόπων, τά σχίσματα κλπ.


Συζητώντας πρό καιροῦ μέ πατέρες τῆς Μονῆς Ἐσφιγμένου, καί μάλιστα ἀπό τούς προεξάρχοντας καί πλησίον τοῦ ἡγουμένου εὑρισκομένους, μοῦ ἐδήλωσαν ὅτι δέν τελεῖται ἡ Θ. Λειτουργία, ἄν δέν μνημονευθῆ κατ’ αὐτήν Ἐπίσκοπος. Αὐτό σημαίνει ὅτι  οἱ Πατέρες αὐτοί πιστεύουν ὅτι ἡ Θ. Λειτουργία τελεῖται εἰς τό ὄνομα τοῦ Ἐπισκόπου καί ὄχι τοῦ Χριστοῦ. Ἄρα λοιπόν κατ’ αὐτούς, οἱ ἀποτειχισμένοι πρέπει νά ἔχουν Ἐπίσκοπο καί Σύνοδο (διά νά ἀναπαραγάγη Ἐπισκόπους), προκειμένου νά ἔχη ὑπόστασι καί χάρι ἡ Θ. Λειτουργία.


Ἐκ τοῦ ἀντιθέτου πάλι, ὁ γνωστός διά τούς ἀγῶνες του Παλαιοημερολογίτης π. Χρυσόστομος ἀπό τίς Σπέτσες, μοῦ εἶχε πρό καιροῦ ἀναφέρει προσωπικά ὅτι, οἱ ἴδιοι οἱ Παλαιοημερολογίτες τόν ὀνομάζουν ἀκέφαλο, προκειμένου νά τόν πείσουν νά ἐνταχθῆ καί ἐντειχισθῆ σέ κάποια παράταξι.


Δηλαδή μέ ἄλλα λόγια ἐν καιρῷ αἱρέσεως χωρίς Ἐπίσκοπο δέν ὑπάρχει ἀποτείχισις, δέν ὑπάρχει Ἐκκλησία. Αὐτό βεβαίως ὡς διδασκαλία δέν ὑπάρχει εἰς τούς Ἁγίους, ἀλλά θεωρεῖται ἡ παραμονή στήν Ἐκκλησία μόνον διά τῆς ἀπομακρύνσεως ἀπό τήν αἵρεσι θεωρητικά καί πρακτικά ἀπό τούς αἱρετικούς ποιμένες καί Ἐπισκόπους. Αὐτή ἡ ἀποστασιοποίησις ἀπό τήν αἵρεσι σημαίνει παραμονή εἰς τήν διαχρονική Ἐκκλησία τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, ἐγκυρότητα τῶν μυστηρίων, ὁμολογία πίστεως κλπ. Σ’ αὐτό συνηγορεῖ ἡ διδασκαλία τῆς ἁγ. Γραφῆς: «οὗ γάρ εἰσί δύο ἤ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τό ἐμόν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμί ἐν μέσῳ αὐτῶν» (Ματθ. 18,20)· καί τοῦ ἁγ. Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου ἡ ὁποία λέγει: «μή θῶμεν σκάνδαλον τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Θεοῦ, ἥτις ἐστί καί ἐν τρισίν ὀρθοδόξοις ὁριζομένη κατά τούς ἁγίους» (P.G. 99, 1049Β).


           


5. Οὕτως ἐχόντων τῶν πραγμάτων (ἄν δέν ἔχουν οὕτως, ὀφείλουν οἱ Παλαιοημερολογίτες νά μᾶς τό διευκρινίσουν) δημιουργεῖται τό ἑξῆς πρόβλημα.


Ἄν ἐγώ π.χ., πέραν τῆς ἀποτειχίσεως, θελήσω νά πάω μέ τό Παλαιό Ἡμερολόγιο μέ ποιούς θά ἔχω ἐκκλησιαστική κοινωνία; Ἡ ἀπάντησις εἶναι μέ κανένα ἤ τό πολύ μέ πέντε δέκα μεμονωμένους καί ἐκτός Συνόδων. Διότι, ὅπως ἔχει τονισθῆ, διά νά ἔχουν μέ κάποιον ἐκκλησιαστική κοινωνία, δέν ἀρκεῖ ἡ ἀποτείχισις, οὔτε ἀκόμη ἡ ἀλλαγή τοῦ ἡμερολογίου, ἀλλά ἀπαιτεῖται προσέτι καί ἡ προσχώρησις στήν ἰδική των παράταξι.


Ἄν πάλι γυρίσω μέ τό Παλαιό Ἡμερολόγιο καί προσχωρήσω καί σέ κάποια παράταξι τότε θά ἔχω ἐκκλησιαστική κοινωνία μόνο μέ τήν παράταξι αὐτή καί μέ κανένα ἄλλο Παλαιοημερολογίτη, οὔτε καί μέ τούς μεμονωμένους δηλαδή καί ἐκτός παρατάξεων. Γιά νά το διευκρινήσωμε δέ ἀκόμη καλύτερα τό θέμα ἀναφέρομε τό ἑξῆς χαρακτηριστικό γεγονός.


Ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ράσκας καί Πριζρένης κ. Ἀρτέμιος ὅταν ἀποτειχίστηκε ἀπό τήν Σερβική Σύνοδο, ἐξ αἰτίας τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, καί ἐνῶ ἐπήγαινε ἤδη μέ τό Παλαιό Ἡμερολόγιο, μέ ποιούς Παλαιοημερολογίτες τῆς Ἑλλάδος ἀπέκτησε ἐκκλησιαστική κοινωνία; Μέ κανένα.


Ἐδῶ δημιουργεῖται τό ἑξῆς ἐρώτημα. Ἐφ’ ὅσον τό πρόβλημα τῶν Παλαιοημερολογιτῶν ἦταν ἐξ’ ἀρχῆς τό Ἡμερολόγιο (ἡ ἡμερολογιακή καινοτομία, ὅπως τήν ὀνομάζουν) καί ἐπ’ ἐσχάτων προσετέθη καί τό πρόβλημα τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, γιατί τώρα πού ὅλα αὐτά ἐπληροῦντο στόν Σεβασμιώτατο Ἀρτέμιο (δηλ. τήρησις τοῦ παλαιοῦ καί ἀποτείχισις ἀπό τήν αἵρεσι) δέν ἐδήλωσαν ἀμέσως, εὐθαρσῶς καί ἀπροκαλύπτως ὅτι τόν δέχονται σέ ἐκκλησιαστική κοινωνία;


Τό πρόβλημά των λοιπόν ἦτο ἄλλο βαθύτερο, τό ὁποῖο δυστυχῶς δέν δύνανται ἤ δέν θέλουν νά κατανοήσουν ὁ ἁπλός λαός τῶν Παλαιοημερολογιτῶν. Ἔπρεπε δηλαδή ὁ Σεβασμιώτατος Ἀρτέμιος νά προσχωρήση σέ κάποια παράταξι, ἡ ὁποία λειτουργοῦσα ὡς ὑπερσύνοδος (Οἰκουμενική Σύνοδος) θά ἀποφάσιζε, παπικῷ τῷ τρόπῳ, ὅτι τόν ἐδέχετο καί ἄν δέν τόν ἀναμύρωνε καί δέν τόν ἀναχειροτονοῦσε, θά ἀποφάσιζε ὅτι ἀναγνωρίζει τήν βάπτισί του, τήν χειροτονία του καί τόν δέχεται σέ ἐκκλησιαστική κοινωνία, ὑπό τήν αὐστηρά προϋπόθεσι ὅτι δέν θά εἶχε εἰς τό ἑξῆς καμμία ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ ἄλλη παράταξι, διότι αὐτό θά ἀποτελοῦσε προδοσία πίστεως, μεγαλυτέρα ἀπό τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.


Ἐμεῖς ὅμως εὐθύς ἐξ ἀρχῆς θεωρήσαμε δεδομένη τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τόν Ἀρτέμιο μόνο καί μόνο ἐξ αἰτίας τῆς ἀποτειχίσεώς του. Αὐτό σημαίνει νά μήν ἀνήκης σέ παρατάξεις, οὔτε νά δημιουργῆς τέτοιες διά τῆς ἀποτειχίσεως καί προσέτι νά ἔχης ἀποδογματοποιήσει τό θέμα τοῦ ἡμερολογίου. Ἐμεῖς δηλαδή ἔχομε ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τόν Σεβ. Ἀρτέμιο ὡς ἀποτειχισμένοι ἀπό τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἐνῶ συγχρόνως ἀκολουθοῦμε διαφορετικά ἡμερολόγια. Ἄν ὅμως θεωρούσαμε θέμα πίστεως τό Ἡμερολόγιο προφανῶς δέν θά ἦτο ἀρκετή ἡ ἀποτείχισις, ἀλλά θά ἔπρεπε νά ταυτισθοῦμε καί στό θέμα τοῦ ἡμερολογίου.


            Πρός πληρεστέρα κατανόησι τοῦ θέματος ἀναφέρω ἐν προκειμένῳ ὅτι ἡ Σύνοδος καί παράταξις τῶν Ἐνισταμένων, θέλησε νά πλησιάση τόν Σεβ. Ἀρτέμιο, ἀλλά δυστυχῶς δέν ἀπέκτησαν μεταξύ των ἐκκλησιαστική κοινωνία, διότι προφανῶς ὁ Σεβασμιώτατος δέν θέλησε νά προσχωρήση εἰς αὐτούς. Ἐδῶ γίνεται φανερό ὅτι ὅπως ἡ αἵρεσις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἶναι τό πρόβλημα τῶν Νεοημερολογιτῶν, ἔτσι καί ἡ αἵρεσις τῆς ὑπάρξεως Συνόδων καί παρατάξεων εἶναι τό πρόβλημα τῶν Παλαιοημερολογιτῶν, μαζί βεβαίως μέ τήν δογματοποίησι τοῦ ἡμερολογίου.


       Ἡ δημιουργία τῶν Συνόδων  ἐν καιρῷ αἱρέσεως εἶναι ἕνα πρωτοφανές μόρφωμα εἰς τήν Ἐκκλησία, χωρίς ἱστορικό προηγούμενο καί χωρίς θεολογική κατοχύρωσι. Ὁ ἐκτροχιασμός αὐτός φυσικά ἐξεκίνησε ἀπό τήν δημιουργία τῆς πρώτης Συνόδου τῶν τριῶν Ἐπισκόπων τό 1935, ἡ ὁποία μετά δύο ἔτη ἐσχίσθη εἰς δύο Συνόδους ἀλληλοκαθαιρούμενες καί ἀλληλομισούμενες. Ἄν δέν ὑπῆρχε λοιπόν ἡ  Σύνοδος ἐν καιρῷ αἱρέσεως δέν θά ὑπῆρχαν καί τά σχίσματα καί σήμερα θά ἦταν οἱ Παλαιοημερολογίτες ἑνωμένοι μέ μόνη τήν ἀποτείχισι, τό δέ ἱερατεῖο θά ἀποτελεῖτο ἀπό τούς ἀποτειχισμένους ἀπό τήν αἵρεσι κληρικούς, διότι σύμφωνα μέ τόν ὅσιο Θεόδωρο τόν Στουδίτη μέ τήν ἀποτείχισι ἀπό τήν αἵρεσι ἀναγνωρίζεται ἀμέσως καί ἡ ἱερωσύνη (Φατ. 40, 119, 129 – P.G. 99, 1056D).





        6. Θά ἀναφέρω πρίν κλείσω τίς σκέψεις μου καί ὀλίγα τινά  γιά τήν ἰδική μου περίπτωσι,  διότι ἀπό τά σχόλια στό διαδίκτυο διεπίστωσα ὅτι γίνεται προσπάθεια ἀπό τούς Παλαιημερολογίτες  νά ταυτίσουν τήν προσφυγή μου στόν Σεβασμιώτατο Ἀρτέμιο μέ αὐτή τῶν Παλαιοημερολογιτῶν νά προσφύγουν γιά χειροτονίες Ἐπισκόπων ἤ καί γιά ἀναγνωρίσεις καί χειροθεσίες στούς Ρώσους τῆς Διασπορᾶς.


 Ὅταν λοιπόν ἀποτειχίσθηκε ὁ Σεβασμιώτατος Ἀρτέμιος ἀπό τούς Οἰκουμενιστές, ἐζήτησα ἀπό αὐτόν νά ἐξετάση τήν ὑπόθεσι τῆς καθαιρέσεώς μου ἀπό τούς Οἰκουμενιστές Ἐπισκόπους καί νά ἀποφανθῆ γραπτῶς μαζί μέ τήν περί αὐτόν Ἀδελφότητα (ὄχι Σύνοδο), ἄν δηλαδή αὐτή ἔγινε σύμφωνα μέ τούς ἱερούς Κανόνες ἤ ἐγώ ἐδιώχθηκα ἀπό τούς Οἰκουμενιστές καί καθαιρέθηκα γιά θέματα πίστεως.
  Αὐτό ἀκριβῶς εἶχα ζητήσει καί παλαιότερα ἀπό τούς ἐν Ἑλλάδι Ἀντιοικουμενιστές, νά ἀποφανθοῦν γραπτῶς ἐπί τοῦ θέματος, διότι προφορικῶς μοῦ ἔλεγαν πολλοί, κατ’ ἰδίαν, νά μήν ὑπολογίσω τήν ποινή τῆς καθαιρέσεως πού μοῦ ἐπεβλήθη καί νά συνεχίσω νά λειτουργῶ, διότι αὐτή ἔγινε γιά θέματα πίστεως. Γραπτῶς ὅμως καί ἐνυπογράφως οἱ πατέρες αὐτοί δέν τό ἐδήλωναν γιά εὐνοήτους προφανῶς λόγους. Ἐγώ εἶχα σχηματίσει τήν πεποίθησι ὅτι, ὅπως καί νά ἔχουν τά πράγματα, δέν ἠδυνάμην μόνος μου νά ἀθωώσω τόν ἑαυτόν μου, διότι τέτοια πρακτική δέν ὑπάρχει εἰς τήν Ὀρθοδοξία. Ἤθελα λοιπόν τήν γραπτή καί ὁμολογιακή συγκατάθεσι τῶν πατέρων. Φαίνεται ὅμως ὅτι εἶναι εὐκολώτερο νά ὁμιλῆς ὀρθόδοξα νά ὑπογράφης ὁμολογίες πίστεως, νά πολεμᾶς μέ χαρτοπόλεμο κλπ. ἀπό αὐτό πού ἐζητοῦσα ἐγώ ἀπό τούς πατέρες.


            Πρός τόν Σεβ. Ἀρτέμιο λοιπόν καί στήν περί αὐτόν Ἀδελφότητα προσέφυγα ἔχοντας δεδομένη τήν μεταξύ μας ἐκκλησιαστική κοινωνία, ἡ ὁποία θά συνεχίζετο, ἀσχέτως δηλαδή τῆς ἀποφάσεως καί γνωματεύσεως γιά τήν ἰδική μου ὑπόθεσι. Αὐτό μάλιστα τό ἐδήλωσα στούς πατέρες καί γραπτώς στό διαβιβαστικό σημείωμα τό ὁποῖο συνόδευε τόν φάκελλο τῆς ὑποθέσεως πού τούς ἀπέστειλα πρός ἐξέτασι καί γνωμάτευσι. Ἡ προσφυγή μου αὐτή στούς πατέρες ἦταν πέραν τῶν ἄλλων καί σύμφωνη μέ τή Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας, διότι βλέπομε στήν ἐκκλησιαστική ἱστορία πολλούς Ἁγίους καί Ὁμολογητές νά προσφεύγουν ὑπερορίως σέ ἄλλες τοπικές Ἐκκλησίες, ὅταν οἱ αἱρετικοί τούς καθαιροῦσαν καί τούς ἐδίωκον ἤ τούς ἐξόριζον (π.χ. Μ. Ἀθανάσιος, ἅγ. Παῦλος Κων/πόλεως ὁ ὁμολογητής, ἅγ. Ἰωάν. Χρυσόστομος, ἅγ. Μάξιμος ὁμολογητής, ἅγ. Θεόδωρος Στουδίτης κλπ.).


            Οἱ Παλαιοημερολογίτες ὅμως δέν προσέφυγαν δι’ αὐτόν τόν λόγο στούς Ρώσους τῆς Διασπορᾶς, διά γνωμάτευσι δηλαδή καί καταδίκη τῆς ἀδίκου ἀποφάσεως κάποιας καθαιρέσεως, ἡ ὁποία ἔγινε γιά θέματα πίστεως. Ἀλλά προσέφυγαν διά χειροτονίες ἐξ ὑπαρχῆς καί μάλιστα μέ δεδομένη τήν παρανομία, ἡ ὁποία ἦτο ἡ δημιουργία Συνόδου, ἡ ὁποία θά ἀποκαθιστοῦσε τήν, λόγῳ τῆς αἱρέσεως, διασαλευθεῖσα ἐκκλησιαστική τάξι καί θά λειτουργοῦσε ἡ Ἐκκλησία συνοδικά, ὅπως κατά τόν καιρό τῆς εἰρήνης.


       Οἱ Ρῶσοι μάλιστα τῆς Διασπορᾶς προέβησαν στίς χειροτονίες καί χειροθεσίες θέτοντας ὡς ὅρο στούς Παλαιοημερολογίτες νά ἑνωθοῦν οἱ δύο τότε ὑπάρχουσες παρατάξεις, πρᾶγμα τό ὁποῖο ὄχι μόνον δέν ἔγινε, ἀλλά ἀντιθέτως οἱ παρατάξεις κατόπιν αὐξήθηκαν, ἀποδεικνύοντας δι’ αὐτοῦ τοῦ τρόπου τήν ἐξ ἀρχῆς διολίσθησι καί παρανομία καί τήν λανθασμένη ἐκκλησιολογία τήν ὁποία εἶχαν ἐνστερνισθῆ οἱ Παλαιοημερολίτες καί τήν ὁποία ἀνεγνώριζον, ὡς ὀρθόδοξο ἐκκλησιολογία ἐν καιρῷ αἱρέσεως οἱ Ρῶσοι.


  Στήν λανθασμένη καί αἱρετική αὐτή ἐκκλησιολογία τῶν παρατάξεων τῶν Παλαιοημερολογιτῶν πρέπει νά προστεθῆ καί τό ὅτι ἐν καιρῷ αἱρέσεως, προκειμένου νά ἔχουν μέ κάποιον ἐκκλησιαστική κοινωνία, δέν εἶναι ἀρκετή ἡ ἀποτείχισις ἀπό τούς αἱρετικούς, ἀλλά χρειάζεται ἡ προσχώρησις εἰς τήν παράταξί των, μαζί βεβαίως μέ τήν ἀλλαγή τοῦ ἡμερολογίου, τό ὁποῖο δι’ αὐτούς ἀποδεικνύεται ὡς θέμα ὑπερδογματικό καί ἐκ τῶν οὐκ ἄνευ. Δηλαδή ἔχουν δημιουργήσει τήν παραταξιακή Ὀρθοδοξία, ἡ ὁποία ἔχει ὡς συνδετικό κρίκο τό Ἡμερολόγιο. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού ὄχι μόνον δέν μποροῦν νά τά βροῦν μεταξύ των, ἀλλά δέν μποροῦν νά τά βροῦν μέ οἱονδήποτε ἀποτειχίζεται ἀπό τήν αἵρεσι. Τό ὅτι μᾶς θεωροῦν κι ἐμᾶς ὡς μία παράταξι ἀπό τίς ὑπάρχουσες, δέν εἶναι παράξενο, διότι ἐσυνήθισαν πλέον στόν παραταξιακό Χριστιανισμό καί στήν ὁμοσπονδιακή Ὀρθοδοξία. Ἴσως νά τό κάνουν αὐτό καί γιά νά δικαιολογήσουν τά λάθη καί τίς ἐκκλησιολογικές ἐκτροπές των ἤ, τέλος πάντων, ἐπειδή δέν ταιριάζομε μαζί τους ἡμερολογιακά καί ἐκκλησιολογικά.


Τότε λοιπόν, πού ὑπῆρχαν δύο μόνο παρατάξεις, δηλαδή τό 1973, κατηγοροῦσε μέ ἐπιστολές καί κείμενα ἡ μία τήν ἄλλη (π.χ. ὁ π.  Θεοδώρητος Ἁγιορείτης ἐκ μέρους τῶν Χρυσοστομικῶν καί ὁ Εὐγένιος Τόμπρος ἐκ μέρους τῶν Ματθαιϊκῶν) γιά τίς παράνομες χειροτονίες, τήν ἀκυρότητα τῶν μυστηρίων, τίς κακοδοξίες καί αἱρέσεις κλπ. Τώρα πού οἱ παρατάξεις καί τά σχίσματα ἔγιναν πολλά, λογικό εἶναι ὄχι μόνο νά ἰσχύουν οἱ ἴδιες κατηγορίες, ἀλλά καί νά ἐπιτείνωνται. Κατά τά ἄλλα βεβαίως ἰσχυρίζονται ὅτι τό Ἡμερολόγιο δέν τό θεωροῦν δογματικό ζήτημα, οἱ Οἰκουμενιστές Ἐπίσκοποι εἶναι ἁπλῶς ὑπόδικοι σέ μία μέλλουσα Πανορθόδοξο Σύνοδο, οἱ Σύνοδοί των ἔχουν προσωρινό χαρακτῆρα καί, βεβαίως, ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἑνωμένη, ἀλλά γύρω ἀπό τό Ἡμερολόγιο, ἡ δέ Ἐκκλησία εἶναι Ἐπισκοποκεντρική.


Ἄν οἱ θέσεις καί οἱ ἰσχυρισμοί μου εἶναι λανθασμένοι, ἄς καταθέσουν τίς ἀπόψεις των οἱ ἀκολουθοῦντες τό Παλαιό Ἡμερολόγιο, ἔστω καί ἄν δέν ἐκφράζουν οἱ θέσεις των κάποια παράταξι, ἀλλά μέ τήν προϋπόθεσι σέ ὅ,τι ἀναφέρουν, νά καταθέσουν καί τά ἀνάλογα ἀποδεικτικά στοιχεῖα. Ἄν ὑπάρχουν καί ἐρωτήσεις ἤ ἀπορίες ἐπί ὅλων αὐτῶν τῶν θεμάτων, μποροῦν νά τίς ὑποβάλλουν καί κατά δύναμι νά ἀπαντήσωμε.


Νομίζω ὅμως ἐν κατακλεῖδι ὅτι δέν πρέπει νά βλέπωμε τυφλά τά θέματα τῆς Ἐκκλησίας ἤ μέ παρωπίδες, οὔτε νά εἴμεθα κατευθυνόμενοι ἤ πατρωναρισμένοι ἀπό κάποιους, διότι τότε συντείνουμε εἰς τήν περαιτέρω διάσπασι καί διαιώνισι τῶν σχισμάτων.



19/8/2013



Ἱερομόναχος Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς