Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2014

ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ Ομιλίες στο βιβλίο της Αποκάλυψης του Αγ. Ιωάννου του Θεολόγου από το μακαριστό γέροντα π. Αθανάσιο Μυτιληναίο.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑ ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΣ : ΑΓΩΝΑΣ α.φ.199
εἰ μὴ ὁ ἔ­χων τὸ χά­ραγ­μα, τὸ ὄ­νο­μα τοῦ θη­ρί­ου ἢ τὸν ἀ­ριθ­μὸν τοῦ ὀ­νό­μα­τος αὐ­τοῦ χξς΄
(Αποκάλυψις. 13,17)


Ἀλ­λά τό­σο τό ὄ­νο­μα, ὅ­σο καί ἡ ἀν­τω­νυ­μί­α, ἔρ­χο­νται νά μᾶς θυ­μί­σουν τό βι­βλί­ο τοῦ Δα­νι­ήλ, ὁ ὁ­ποῖ­ος καί ἐ­κεῖ­νος, γιά νά βε­βαι­ώ­σει ἱ­στο­ρι­κά ἀλ­λά καί νά δη­λώ­σει ὅ­τι ὁ ἴ­διος εἶ­ναι ὁ μαρ­τυ­ρῶν πε­ρί τοῦ πράγ­μα­τος, βά­ζει καί τά δυό, καί τό ὄ­νο­μα καί τήν ἀν­τω­νυ­μί­α.
Λέ­ει ὁ Δα­νι­ήλ, στό 8ο κε­φά­λαι­ο: «Ἐν ἔ­τει τρί­τῳ τῆς βα­σι­λεί­ας Βαλ­τά­σαρ τοῦ βα­σι­λέ­ως –βλέ­πε­τε; χρο­νι­κή το­πο­θέ­τη­ση– ὅ­ρα­σις ὤ­φθη πρὸς με», εἶ­δα ὅ­ρα­μα, «ἐ­γὼ Δα­νι­ήλ, με­τὰ τὴν ὀ­φθεῖ­σάν μοι τὴν ἀρ­χήν...»40 καί τά λοι­πά. Εἴ­δα­τε; «ἐ­γὼ Δα­νι­ήλ»!
Τό χω­ρί­ο πού ἀ­να­λύ­ου­με ἀρ­χί­ζει μέ μί­α πο­λύ τρυ­φε­ρή προ­σοι­κεί­ω­ση· «Ἐ­γὼ Ἰ­ω­άν­νης, ὁ ἀ­δελ­φὸς ὑ­μῶν», ὁ ἀ­δελ­φός σας, «καὶ συγ­κοι­νω­νὸς ἐν τῇ θλί­ψει καὶ βα­σι­λεί­ᾳ καὶ ὑ­πο­μο­νῇ».
Ἐ­δῶ βλέ­που­με δέν χρη­σι­μο­ποι­εῖ ὁ ἱ­ε­ρός Συγ­γρα­φέας οὔ­τε τόν τίτ­λο τοῦ Ἀ­πο­στό­λου –«ἀ­πό­στο­λος Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ»41– οὔ­τε κἄν τό «δοῦ­λος Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ»42. Τί­πο­τα· κα­τ’ εὐ­θεῖ­αν βά­ζει τό ὄ­νο­μα, «Ἐ­γὼ Ἰ­ω­άν­νης».
Για­τί αὐ­τό; Ἴ­σως γιά τήν κοι­νή ἐ­πι­κρα­τοῦ­σα κα­τά­στα­ση θλί­ψε­ως καί δι­ωγ­μοῦ. Ὁ μέν Ἰ­ω­άν­νης δι­ώ­κε­ται, ἤ­δη ἐ­ξό­ρι­στος στήν Πά­τμο, οἱ δέ Χρι­στι­α­νοί, πρός τούς ὁ­ποί­ους θά ἀ­πο­τεί­νει τό βι­βλί­ο του, θά στεί­λει, καί αὐ­τοί ὁ­μοί­ως ὑ­φί­σταν­ται δι­ωγ­μό.
Καί ὅ­πως βλέ­που­με, ὑ­πάρ­χει κοι­νή θλί­ψη· καί ἡ κοι­νή θλί­ψη πάν­το­τε ἀ­δελ­φώ­νει. «Ἐ­γώ, ὁ Ἰ­ω­άν­νης, σέ σᾶς· ὁ ἀ­δελ­φός σας –ὁ ἀ­δελ­φός σας!...– καί συγ­κοι­νω­νός σας... –σέ τί;– στή θλί­ψη, στή βα­σι­λεί­α, στήν ὑ­πο­μο­νή.»

Ἀλ­λά ἐ­δῶ, ἀ­γα­πη­τοί μου, ἔ­χει τρί­α πε­λώ­ρια ση­μεῖ­α ὁ ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Θε­ο­λό­γος· πε­λώ­ρια ση­μεῖ­α! Τί λέ­ει; «Συγ­κοι­νω­νός στή θλί­ψη, στή βα­σι­λεί­α, στήν ὑ­πο­μο­νή.» Τρί­α με­γά­λα θέ­μα­τα! Ἄς δοῦ­με τό πρῶ­το.
Πρῶ­τον· θλί­ψη. Τί εἶ­ναι ἡ θλί­ψη; Εἶ­ναι ἡ συμ­πί­ε­ση καί ἡ ἐξ αὐ­τῆς στε­νο­χω­ρί­α τῆς ψυ­χῆς. Θλί­βω, ζου­λά­ω· σύν­θλι­ψη, ζού­ληγ­μα. Ζου­λι­έ­ται ἡ ψυ­χή, ἄ­ρα καί στε­νο­χω­ρεῖ­ται. Στε­νο-χω­ρεῖ­ται· στε­νός χῶ­ρος.
Ἀλ­λά ἄν ἡ ἐν Κυ­ρί­ῳ χα­ρά εἶ­ναι ὁ καρ­πός τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ἰ­δι­ό­τη­τος –πα­ρα­κα­λῶ προ­σέξ­τε αὐ­τό– ἐάν ἡ χα­ρά, ἡ ἐν Κυ­ρί­ῳ χα­ρά, εἶ­ναι ὁ καρ­πός τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ἰ­δι­ό­τη­τος, ἡ θλί­ψη εἶ­ναι τό πε­ρι­κάρ­πιο τοῦ καρ­ποῦ! Ἀ­π’ ἔ­ξω θλί­ψη, μέ­σα χα­ρά· ἀ­π’ ἔ­ξω τό τσό­φλι, μέ­σα τό ἀ­μύ­γδα­λο. Τό ἀ­μύ­γδα­λο δέν εἶ­ναι μό­νο του· ἔ­χει τό τσό­φλι του· πρέ­πει νά προ­στα­τευ­θεῖ. Ἡ θλί­ψη –ἀ­κοῦ­στε αὐ­τά τά ὀ­ξύ­μω­ρα ἐκ πρώ­της ὄ­ψε­ως– ἡ θλί­ψη προ­στα­τεύ­ει τήν χα­ρά! Τό φαν­τα­στή­κα­τε πο­τέ; Αὐ­τά εἶ­ναι δυ­να­τά μό­νο μέ­σα στό χρι­στι­α­νι­κό βί­ω­μα. Ἄν δέν τά ζή­σου­με ἔ­τσι, πρέ­πει νά ἀμ­φι­βάλ­λου­με γιά τήν χρι­στι­α­νι­κή μας ἰ­δι­ό­τη­τα. Δη­λα­δή δέν μπο­ρεῖ νά ἀ­να­πτυ­χθεῖ καί πε­ρι­σω­θεῖ ἡ χα­ρά καί ἡ πνευ­μα­τι­κό­τητα πού τήν γεν­νᾶ, ἄν ἀ­που­σιά­ζει ἡ θλί­ψη.
Ἀλ­λά ἡ ἐν Κυ­ρί­ῳ θλί­ψη δέν εἶ­ναι κά­τι πού ἔρ­χε­ται ἀ­πό μέ­σα –ἀ­φοῦ ἡ χα­ρά εἶ­ναι ὁ καρ­πός, καί αὐ­τή ἀ­πο­τε­λεῖ τό πε­ρι­κάρ­πιο– ἀλ­λ’ εἶ­ναι κά­τι πού ἔρ­χε­ται ἀπ’ ἔ­ξω. Αὐ­τό ση­μει­ῶ­στε το. Θλί­ψη εἶ­ναι ἡ κα­τά­στα­ση πού δη­μι­ουρ­γεῖ­ται στούς πι­στούς ἀ­πό τίς ἐ­ξω­τε­ρι­κές ἀν­τι­δρά­σεις τοῦ κό­σμου καί τοῦ Δι­α­βό­λου.
Ὁ Κύ­ριος, τό ξέ­ρε­τε, μᾶς εἰ­δο­ποί­η­σε σχε­τι­κά· ἀλ­λά πό­σοι τό θυ­μοῦν­ται ὅ­μως; Λέ­ει στό Κα­τὰ Ματ­θαῖ­ον: «πα­ρα­δώ­σου­σιν ὑ­μᾶς εἰς θλῖ­ψιν»43. Ἄ, ὥ­στε λοι­πόν ἀ­π’ ἔ­ξω τό πρᾶγ­μα εἶ­ναι· θά μᾶς πα­ρα­δώ­σουν σέ θλί­ψη. Τί εἶ­ναι ἡ «θλί­ψη»; Ὁ δι­ωγ­μός, οἱ φυ­λα­κές, οἱ στε­ρή­σεις, ὁ θά­να­τος, τό μαρ­τύ­ριο! Ἀλ­λ’ αὐ­τά εἶ­ναι ἀ­π’ ἔ­ξω· δέν εἶ­ναι ἀ­πό μέ­σα.
Ἡ κα­τά­στα­ση αὐ­τή ἀ­πό τόν Κύ­ριο ὀ­νο­μά­ζε­ται «στε­νή πύ­λη»44, κι ἀ­κό­μα σα­φέ­στε­ρα «ἐν τῷ κό­σμῳ θλῖ­ψιν ἕ­ξε­τε»45, στόν κό­σμο θά ἔ­χε­τε θλί­ψη.
Ἐν τού­τοις αὐ­τή ἡ θλί­ψη δί­νει ἄ­φα­τη καί ὑ­πε­ρεκ­βλύ­ζου­σα χα­ρά! τό­ση πολ­λή, ὥ­στε νά γρά­φει στούς Κο­ριν­θί­ους ὁ Ἀ­πό­στο­λος «πε­πλή­ρω­μαι τῇ πα­ρα­κλή­σει, ὑ­περ­πε­ρισ­σεύ­ο­μαι τῇ χα­ρᾷ ἐ­πὶ πά­σῃ τῇ θλί­ψει ἡ­μῶν»46. Πε­ρί­ερ­γο πρᾶγ­μα· πε­ρί­ερ­γο! Ἀ­κοῦ­στε τήν με­τά­φρα­σή του: Εἶ­μαι γε­μᾶ­τος ἀ­πό πα­ρη­γο­ρί­α, «πε­πλή­ρω­μαι τῇ πα­ρα­κλή­σει»· ὑ­πέρ-πε­ρισ­σεύ­ο­μαι... σοῦ­περ-πε­ρισ­σεύ­ο­μαι –νά μοῦ ἐ­πι­τρέ­ψε­τε νά τό πῶ μ’ αὐ­τή τήν σύγ­χρο­νη ἔκ­φρα­ση– σοῦ­περ-πε­ρισ­σεύ­ο­μαι στή χα­ρά, μέ ὅ­λη ἐ­κεί­νη τή θλί­ψη μας! Ὤ, ἅ­γι­ε Παῦ­λε...!
Νά για­τί ὁ καρ­πός εἶ­ναι ἡ χα­ρά, τό πε­ρι­κάρ­πιο ἡ θλί­ψη. Ἄν βγά­λεις τήν θλί­ψη, θά χά­σεις τήν χα­ρά· ἄν βγά­λεις τό τσό­φλι, θά χά­σεις τό ἀ­μύ­γδα­λο.
Ἀλ­λά προ­σέξ­τε. Ἡ θλί­ψη εἶ­ναι γνώ­ρι­σμα ἐ­κεί­νων πού θά κλη­ρο­νο­μή­σουν τήν Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ. Λέ­ει ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος, πά­λι στίς Πρά­ξεις –τό εἶ­χε πεῖ με­τά τόν λι­θο­βο­λι­σμό του στά Λύ­στρα, αὐ­τό τό πε­ρί­φη­μο: «διὰ πολ­λῶν θλί­ψε­ων δεῖ ἡ­μᾶς εἰ­σελ­θεῖν εἰς τὴν βα­σι­λεί­αν τοῦ Θε­οῦ»47. Ἐ­κεῖ­νο τό «δεῖ» εἶ­ναι ἀ­κρι­βῶς αὐ­τό τό πρέ­πει, πού συν­δέ­ει τό μέ­σα μέ τό ἔ­ξω, τή χα­ρά μέ τή θλί­ψη. Δέν χω­ρί­ζον­ται αὐ­τά· δέν μπο­ροῦν νά χω­ρι­σθοῦν. Γι’ αὐ­τό λέ­ει ὅτι πρέ­πει νά μποῦ­με στή Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ μέ πολ­λές, ὄ­χι ἁ­πλῶς θλί­ψεις, ἀλ­λά μέ πολ­λές θλί­ψεις!
Ἀλ­λά ἐ­δῶ θά ἤ­θε­λα, ἀ­γα­πη­τοί μου, κά­τι νά σᾶς ση­μει­ώ­σω. Ὅτι ἡ ἐ­πο­χή μας προ­σπα­θεῖ νά δη­μι­ουρ­γή­σει –ἐ­δῶ πρέ­πει νά προ­σέ­ξου­με– ἕ­ναν Χρι­στι­α­νι­σμό χω­ρίς θλί­ψεις, ἕ­ναν Χρι­στι­α­νι­σμό γε­μᾶ­το ἀ­πό συμ­βι­βα­σμούς καί ἀ­πό ἀ­νέ­σεις. Δέν θέ­λου­με νά ζου­λη­χθοῦ­με ἀ­πο­λύ­τως σέ τί­πο­τα. Πρό­κει­ται γιά τόν ἕ­να ἀπό τούς δύ­ο κιν­δύ­νους πού ἀ­πει­λοῦν τήν Ἐκ­κλη­σί­α μας στόν πα­ρόν­τα αἰ­ῶ­να. Ὁ ἕ­νας κίν­δυ­νος λέ­γε­ται ἐκ­κο­σμί­κευ­ση καί ὁ ἄλ­λος κίν­δυ­νος οἰ­κου­με­νι­σμός, ἤ θρη­σκευ­τι­κός –σύγ­χρο­νος, νε­ό­τε­ρος– θρη­σκευ­τι­κός συγ­κρη­τι­σμός. Αὐ­τοί οἱ δυ­ό με­γά­λοι κίν­δυ­νοι αὐ­τήν τή στιγ­μή ἀ­πει­λοῦν τήν Ἐκ­κλη­σί­α μας. Θά τούς ξα­να­πῶ: οἰ­κου­με­νι­σμός καί ἐκ­κο­σμί­κευ­ση, ἐκ­συγ­χρο­νι­σμός. Ὄ­χι ἀ­κρι­βῶς ὁ ἐκ­συγ­χρο­νι­σμός –για­τί ἐ­δῶ χω­ρά­ει νε­ρό!– ἀλ­λά ἡ ἐκ­κο­σμί­κευ­ση, ἡ κο­σμι­κο­ποί­η­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἡ κο­σμι­κο­ποί­η­ση τοῦ φρο­νή­μα­τος.
Σή­με­ρα στό εὐ­αγ­γέ­λιο, στήν πα­ρα­βο­λή τοῦ ἄ­φρο­νος πλου­σί­ου, λέ­ει ὁ Κύ­ριος «ὁ­ρᾶ­τε καὶ φυ­λάσ­σε­σθε ἀ­πὸ πά­σης πλε­ο­νε­ξί­ας»48 καί ἀ­να­φέ­ρε­ται σ’ αὐ­τό. «Ἐ­γώ θά σᾶς λύ­σω τή δι­α­φο­ρά σας;... Δέν πρέ­πει νά ἔ­χε­τε δι­α­φο­ρά.» «Μά, Κύ­ρι­ε, ἀ­δι­κοῦ­μαι!» «Ὄ­χι! στό βά­θος ὑ­πάρ­χει πλε­ο­νε­ξί­α καί σέ σέ­να τόν μι­κρό ἀ­δελ­φό, πού νο­μί­ζεις ὅ­τι σοῦ τρώ­ει τό δί­και­ό σου ὁ με­γά­λος ἀ­δελ­φός.»
Θά μᾶς τό πεῖ ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος αὐ­τό, στήν Α΄ Πρὸς Κο­ριν­θί­ους, στό 6ο κε­φά­λαι­ο, ὡς ἑ­ξῆς: «Δέν ξέ­ρε­τε ὅ­τι Βα­σι­λεί­α Θε­οῦ ἄ­δι­κοι δέν θά κλη­ρο­νο­μή­σουν;»49. Λέ­ει μά­λι­στα: «Για­τί δέν μά­θα­τε νά ἀ­δι­κεῖ­σθε; Για­τί δέν μά­θα­τε νά ἀ­πο­στε­ρεῖ­σθε; Ἀλ­λά σεῖς καί ἀ­δι­κεῖ­τε καί ἀ­πο­στε­ρεῖ­τε, καί μά­λι­στα ἀ­δελ­φούς!»50.
Καί θά λέ­γα­με... καί θά λέγαμε... δέν πρέ­πει νά πᾶ­ω κά­ποι­ον στό δι­κα­στή­ριο! Αὐ­τό τό εἶ­πα σή­με­ρα, καί κά­ποι­ος ἐκ τῶν ἀ­κρο­α­τῶν μοῦ εἶ­πε: «Αὐτό, ἄν ἤ­σα­στε νε­ό­τε­ρος ἱ­ε­ρο­κή­ρυ­κας καί τό λέ­γα­τε στή Λά­ρι­σα, θά γε­λοῦ­σαν ὅ­λοι εἰς βά­ρος σας.»!
Ἀλ­λά τοῦ­το ἔ­χω νά σᾶς πῶ –γι’ αὐ­τό σᾶς εἶ­πα τό πα­ρά­δειγ­μα αὐ­τό– ὅ­τι ἐκ­κο­σμί­κευ­ση θά πεῖ νά ἀρ­χί­ζω τούς συμ­βι­βα­σμούς καί νά το­πο­θε­τῶ τό Εὐ­αγ­γέ­λιο στίς φόρ­μου­λες τῆς ἐ­πο­χῆς. Αὐ­τός εἶ­ναι ὁ κίν­δυ­νος. Ὄ­χι· θά ποῦ­με τήν ἀ­λή­θεια, αὐ­τό πού εἶ­ναι τό Εὐ­αγ­γέ­λιο, εἴ­τε τό ἀ­κού­σουν οἱ ἄν­θρω­ποι εἴ­τε δέν τό ἀ­κού­σουν. Αὐ­τό εἶ­ναι τό σω­στό. Αὐ­τός εἶ­ναι ὁ με­γά­λος κίν­δυ­νος· τῆς ἐκ­κο­σμι­κεύ­σε­ως· νά ἀρ­χί­σει νά γί­νε­ται τό Εὐ­αγ­γέ­λιο κο­σμι­κό πρᾶγ­μα! δη­λα­δή νά βά­λου­με τόν ὀρ­θο­λο­γι­σμό μας, νά σκε­πτό­μα­στε κα­τά τό λε­γό­με­νο λο­γι­κά –ἐν­τός εἰ­σα­γω­γι­κῶν· «Για­τί αὐ­τό ἔ­τσι; Για­τί ἀλ­λι­ώ­τι­κα ἔτσι;». Φο­βε­ρός κίν­δυ­νος.
Δη­λα­δή ὁ σύγ­χρο­νος Χρι­στια­νός ἀ­παι­τεῖ μιά πί­στη μέ τό ἀ­ζη­μί­ω­το. Μιά πί­στη μέ τό ἀ­ζη­μί­ω­το!... Δη­λα­δή μιά πί­στη χω­ρίς σταυ­ρό· μί­α πνευ­μα­τι­κό­τη­τα ἀ­ντι­σταυ­ρι­κή –πού τό­σες φο­ρές σᾶς ἔ­χω μι­λή­σει γι’ αὐ­τή– ἡ ὁ­ποί­α ὅ­μως παύ­ει πλέ­ον νά εἶ­ναι πνευ­μα­τι­κό­τη­τα μέ τήν ἔν­νοι­α τῆς πα­ρου­σί­ας τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, καί πα­ρα­μέ­νει ἕ­να ὑ­πο­κα­τά­στα­το τῆς πνευ­μα­τι­κό­τη­τος· ὄ­χι πλέ­ον ὡς πα­ρου­σί­α τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, ἀλ­λ’ ὡς πνευ­μα­τι­κό­τητα μέ τήν ἔν­νοι­α τῶν γρα­φο­μέ­νων στή δεύ­τε­ρη σε­λί­δα τῶν ἐ­φη­με­ρί­δων, πού ὁ­μι­λοῦν γιά πνευ­μα­τι­κή ζω­ή, καί ἐν­νο­οῦν ἔκ­θε­ση βι­βλί­ου, πα­ρου­σιά­σεις στό Ὠ­δεῖ­ο, ποι­ή­μα­τα, καί δέν ξέ­ρω τέ­τοι­α πράγ­μα­τα! Κι αὐ­τά λέ­γον­ται πνευ­μα­τι­κή ζω­ή... μ’ αὐ­τήν τήν ἔν­νοι­α· ὄ­χι μέ τήν πα­ρου­σί­α τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος πιά. Δρα­πέ­τευ­σε πλέ­ον τό Πνεῦ­μα τό Ἅ­γι­ο!
Τό βι­βλί­ο τῆς Ἀ­πο­κα­λύ­ψε­ως, ἀ­γα­πη­τοί μου, μᾶς εἰ­δο­ποι­εῖ καί μᾶς λέ­ει: «ἐ­δό­θη αὐ­τῷ –ποι­ό «αὐ­τῷ»; «τῷ θη­ρί­ῳ», στό Θη­ρί­ο– πό­λε­μον ποι­ῆ­σαι», τοῦ πα­ρα­χω­ρή­θηκε νά κά­νει πό­λε­μο, «με­τὰ τῶν ἁ­γί­ων καὶ νι­κῆ­σαι αὐ­τούς»51. Ἀ­κού­σα­τε; νά κά­νει πό­λε­μο ἐ­ναν­τί­ον τῶν ἁ­γί­ων, τῶν πι­στῶν, καί νά τούς νι­κή­σει! Ἀ­κού­σα­τε; πα­ρα­χω­ρή­θηκε ἀ­πό τόν Θε­ό νά νι­κη­θοῦν οἱ πι­στοί ἀ­πό τό Θη­ρί­ο! «καὶ ἵ­να μή τις δύ­νη­ται ἀ­γο­ρά­σαι ἢ πω­λῆ­σαι, εἰ μὴ ὁ ἔ­χων τὸ χά­ραγ­μα» –οἰ­κο­νο­μι­κός ἀ­πο­κλει­σμός!– καί νά μήν μπο­ρεῖς νά ἀ­γο­ρά­σεις ἤ νά που­λή­σεις, πα­ρά μό­νο ἐ­άν ἔ­χεις τό χά­ραγ­μα –ὅ­τι εἶ­σαι Μα­σό­νος, ὅ­τι εἶ­σαι Λά­ϊ­ονς, ὅ­τι εἶ­σαι Ρο­τα­ρια­νός, ὅ­τι εἶ­σαι... τί ἄλ­λα θά βγοῦν δέν ξέ­ρω. Ὅ­λα αὐ­τά, ἐ­άν ἔ­χεις τό «χά­ραγ­μα». Αὐ­τό εἶ­ναι τό «χά­ραγ­μα» τοῦ Ἀν­τι­χρί­στου· αὐ­τό εἶ­ναι· κάθε ἀν­τί­χρι­στη ἐ­νέρ­γεια, βί­ω­ση, το­πο­θέ­τη­ση, σχῆ­μα. Αὐ­τό εἶ­ναι τό «χά­ραγ­μα». Ἐ­άν λοι­πόν εἶ­σαι ἔ­τσι, τό­τε ὅ­λες οἱ πόρ­τες εἶ­ναι ἀ­νοι­χτές. Δέν εἶ­σαι; τό­τε δέν θά μπο­ρέ­σεις οὔ­τε νά ἀ­γο­ρά­σεις οὔ­τε νά που­λή­σεις. «εἰ μὴ ὁ ἔ­χων τὸ χά­ραγ­μα, τὸ ὄ­νο­μα τοῦ θη­ρί­ου ἢ τὸν ἀ­ριθ­μὸν τοῦ ὀ­νό­μα­τος αὐ­τοῦ χξς΄»52 «Ὦ­δέ ἐ­στιν ἡ ὑ­πο­μο­νὴ καὶ ἡ πί­στις τῶν ἁ­γί­ων.»53, ἐ­δῶ εἶ­ναι ἡ ὑ­πο­μο­νή καί ἡ πί­στη τῶν ἁ­γί­ων. Ἐ­δῶ εἶ­ναι· ἐ­δῶ!... Σάν νά λέ­ει: Γιά νά δοῦ­με τώ­ρα· ποι­οί θά εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νοι πού θά ἔ­χουν πί­στη καί ὑ­πο­μο­νή, καί θά ποῦν: «Ἀ­πο­κλει­σμό; ἀ­πο­κλει­σμό! Στό πε­ρι­θώ­ριο; στό πε­ρι­θώ­ριο!...».
Ὅ­πως βλέ­πε­τε, πό­λε­μος καί δι­ωγ­μός τῶν Χρι­στια­νῶν καί οἰ­κο­νο­μι­κός ἀ­πο­κλει­σμός, πού ση­μαί­νει μέ κά­θε τρό­πο νά ἐ­ξον­τω­θοῦν οἱ πι­στοί. Ὅ­λα αὐ­τά ἀ­πο­τε­λοῦν τήν θλί­ψη, τό πε­ρι­κάρ­πιο τῆς χα­ρᾶς, τήν προ­ϋ­πό­θε­ση τῆς Βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ. Δέν ὁ­μι­λεῖ ἐ­δῶ τό ἱ­ε­ρό κεί­με­νο οὔ­τε πε­ρί ἀ­νέ­σε­ων οὔ­τε πε­ρί συμ­βι­βα­σμῶν· ἀλ­λά τί; το­νί­ζει τό «ὧ­δέ ἐ­στιν ἡ ὑ­πο­μο­νὴ καὶ ἡ πί­στις τῶν ἁ­γί­ων»!
Ἀ­γα­πη­τοί μου, τί ξη­με­ρώ­νει αὔ­ριο δέν ξέ­ρου­με· ἄς προ­ε­τοι­μα­ζό­μα­στε.

Συνεχίζεται

με την 7η ομιλία