Σάββατο 15 Μαρτίου 2014

Ομιλίες στο βιβλίο της Αποκάλυψης του Αγ. Ιωάννου του Θεολόγου από το μακαριστό γέροντα π. Αθανάσιο Μυτιληναίο. «Ἐ­γὼ Ἰ­ω­άν­νης, ὁ ἀ­δελ­φὸς ὑ­μῶν καὶ συ­γκοι­νω­νὸς ἐν τῇ θλί­ψει καὶ βα­σι­λεί­ᾳ καὶ ὑ­πο­μο­νῇ»1.

Δημοσιεύματα εφημερίδος ΑΓΩΝΑΣ των Αγωνιζομένων Χριστιανών Λαρίσης α.φ.200  http://www.agonas.org/
Αποκαλυψη του Ιωαννου
Ομιλίες στο βιβλίο της Αποκάλυψης του Αγ. Ιωάννου του Θεολόγου από το μακαριστό γέροντα π. Αθανάσιο Μυτιληναίο.
«­γ ­ω­άν­νης, ­δελ­φς ­μν κα συ­γκοι­νω­νς ν τ θλί­ψει κα βα­σι­λεί­ κα ­πο­μο­ν»1.

­γώ, ­ω­άν­νης, ­πό­στο­λος, μα­θη­τής το Χρι­στο· ­γώ ­δελ­φός σας, πού ε­μαι ­δελ­φός σας καί συ­γκοι­νω­νός στήν θλί­ψη καί στήν βα­σι­λεί­α καί στήν ­πο­μο­νή.
Τρί­α χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, τά ­πο­α ­πό­στο­λος χρη­σι­μο­ποι­ε γι­ά νά δεί­ξει τήν ν πο­ρεί­ κ­κλη­σί­α.
­πως καί νά ’χει τό πργ­μα, καί στίς πι­ό ε­ρη­νι­κές ­πο­χές, πά­ντο­τε, ­γα­πη­τοί μου, α­τά τά τρί­α στοι­χε­α θά ­πάρ­χουν μέ­σα στήν κ­κλη­σί­α· θλί­ψη, ­πο­μο­νή καί βα­σι­λεί­α. ς προ­σέ­ξου­με μό­νο ­τι δέν ε­ναι ο κοι­νές κα­θη­με­ρι­νές θλί­ψε­ις ο­τε κοι­νή ­πο­μο­νή, τήν ­ποί­α μπο­ρο­με νά ­χουμε, ­πως ­χουν καί ο κο­σμι­κοί ν­θρω­ποι, ­πως θά δο­με στήν συ­νέ­χει­α.
Καί ς πρός τήν θλί­ψη ε­χα­με ­να­φερ­θε πε­ρα­σμέ­νη φο­ρά· ­μέ­νει ­πο­μο­νή καί βα­σι­λεί­α.
­πο­μο­νή ε­ναι τό δεύ­τε­ρο θέ­μα τς ­πο­κα­λύ­ψε­ως, πού ε­ναι ­θι­κς ­να­πό­σπα­στο ­πό τό πρ­το, δη­λα­δή ­πό τήν θλί­ψη.

Πολ­λές φο­ρές, ­ταν πά­σχει κά­ποι­ος ­δελ­φός, δέν μπο­ρο­με τί­πο­τα νά το πα­ρά­σχουμε, καί το λέ­με νά ­χει ­πο­μο­νή. Δέν μπο­ρο­με νά θε­ρα­πεύ­σου­με μί­α ­σθέ­νει­ά του, δέν μπο­ρο­με ­κό­μη νά τόν βο­η­θή­σου­με ο­κο­νο­μι­κς δι­ό­τι ε­ναι πολ­λά τά χρή­μα­τα τά ­πο­α ­χει ­νά­γκη, πά­ντως μιά ­ποι­α­δή­πο­τε κα­τά­στα­ση πι­ε­στι­κή, πού δέν μπο­ρο­με τί­πο­τα νά το πο­με, καί το λέ­με νά ­χει ­πο­μο­νή. λ­λά τό­σο ­μες πού τό λέ­με, ­σο καί ­κε­νος πού τό ­κού­ει, μοι­ά­ζει σ’ ­μς μέν σάν μί­α δι­έ­ξο­δο σέ μιά ­μη­χα­νί­α μας, μή δυ­νά­με­νοι νά το προ­σφέ­ρουμε κα­τά θε­τι­κόν τρό­πο τίς ­πη­ρε­σί­ες μας, σ’ ­κε­νον δέ ­κού­γε­ται ς μιά συμ­βου­λή πού πέ­φτει στό κε­νό, ­νευ πε­ρι­ε­χο­μέ­νου.
Πό­σες φο­ρές λέ­με «Νά ­χεις ­πο­μο­νή.», κι λ­λος κου­νά­ει τό κε­φά­λι του, καί λέ­ει: «­πο­μο­νή... Τί μο ε­πες δηλαδή; τί βγαί­νει ­π’ α­τό τό ­πο­ο μο ε­πες; Δέν βγαί­νει ­πο­λύ­τως τί­πο­τε!». Κι ­μως, ­γα­πη­τοί μου· α­τό πού λέ­με σάν συμ­βου­λή, νά ­χει ­πο­μο­νή λ­λος, δέν θά ­πρ­χε κα­λύ­τε­ρη συμ­βου­λή ­πό α­τή!
­πο­χή μας στε­ρε­ται το στοι­χεί­ου τς ­πο­μο­νς. ­σως ­κό­μη νά θε­ω­ρε­ται ­πο­μο­νή ­κα­τα­νό­η­τη, λ­λά καί μί­α ς πο­με ­ρε­τή –ς πο­με· για­τί ­ρε­τή ­μως; ς πο­με μί­α ­δι­ό­τη­τα το ν­θρώ­που– πα­θη­τι­κή. ­άν θε­ω­ρε­ται πα­θη­τι­κή κα­τά­στα­ση το ν­θρώ­που ­πο­μο­νή, γι­α­τί νά θε­ω­ρε­ται ­ρε­τή; δέν θε­ω­ρε­ται ­ρε­τή. ­άν κά­ποι­ος ε­ναι ­πο­μο­νε­τι­κός ν­θρω­πος, ­πό τούς πολ­λούς α­τό θε­ω­ρε­ται ς μει­ο­νέ­κτη­μα.
Δέν ξέ­ρω τί νά π· ο ν­θρω­ποι τς ­πο­χς μας ε­ναι φο­βε­ρά ­νυ­πό­μο­νοι· δέν μπο­ρον που­θε­νά τί­πο­τα νά πε­ρι­μέ­νουν νά ­νε­χθον κά­τι. Δέν ξέ­ρω· πο­λι­τι­σμός ε­ναι ­κε­νος ­πο­ος μς ­να­γκά­ζει δι­αρ­κς νά τρέ­χουμε. Ξέ­ρε­τε, σύγ­χρο­νος ν­θρω­πος πά­ντα τρέ­χει, ­λο τρέ­χει! Δέν ξέ­ρω βέ­βαι­α τί κυ­νη­γ­με, δέν ξέ­ρω τί θέ­λουμε νά πι­ά­σου­με· πά­ντως τρέ­χου­με· ε­μα­στε πά­ντο­τε βι­α­στι­κοί, ­λοι μας! Καί ­γώ τρέ­χω, καί ­σες τρέ­χε­τε, ­λοι μας ­λο τρέ­χου­με! Κι ­φο τρέ­χου­με καί βι­α­ζό­μα­στε νά τε­λει­ώ­σου­με τίς δου­λει­ές μας, ­πό­με­νο ε­ναι νά μήν ­πάρ­χει τό στοι­χε­ο τς ­πο­μο­νς· δέν μπο­ρο­με δη­λα­δή νά ση­κώ­σου­με τί­πο­τε ­πο­λύ­τως ­πό ­κε­να τά ­πο­α μς συμ­βαί­νουν στή ζω­ή μας.
Κι ­μως θά ­πα­νέλ­θω καί θά σς π ­τι ­πο­μο­νή ­πο­τε­λε τό κα­λύ­τε­ρο ­ντί­δο­το κα­τά τς θλί­ψε­ως. Μέ α­τήν, τήν ­πο­μο­νή, ση­κώ­νουμε τόν σταυ­ρό τς θλί­ψε­ως, καί τε­λι­κά νι­κο­με. ­δι­ος Κύ­ρι­ος μς λέ­ει: « ­πο­μεί­νας ες τέ­λος, ο­τος σω­θή­σε­ται»2, α­τός ­πο­ος θά ­πο­μεί­νει μέ­χρι τέ­λους, α­τός καί θά σω­θε.
λ­λά κά­θε θλί­ψη πού ­πάρ­χει στή ζω­ή μας καί κά­θε τυ­χόν ­πο­μο­νή πού τήν συ­νο­δεύ­ει πρέ­πει νά σς π ­τι ­άν δέν συν­δέ­ε­ται μέ τόν Χρι­στό, τό­τε ε­ναι χω­ρίς ­ξί­α, χω­ρίς πε­ρι­ε­χό­με­νο, δέν ­ντέ­χει στήν Α­ω­νι­ό­τη­τα.
Μπο­ρε ­σως νά πε­τύ­χει κανείς στήν πα­ρο­σα ζω­ή με­ρι­κά πράγ­μα­τα μέ τήν ­πο­μο­νή του άν χει θλί­ψεις... Καί τί; τό πρ­το-πρ­το, ­χι μι­κρς ση­μα­σί­ας, νά μήν κα­τα­λή­ξει σέ νευ­ρο­λο­γι­κή κλι­νι­κή! Μι­κρό ε­ναι; Ξέ­ρε­τε, ­γα­πη­τοί μου, κά­νω τόν σταυ­ρό μου καί λέ­ω: «Θε­έ μου, φύ­λα­ξέ με μήν κα­τα­λή­ξω πο­τέ σέ νευ­ρο­λο­γι­κή κλι­νι­κή!». ­πο­χή μας ε­ναι φο­βε­ρή. Ο θλί­ψεις πού ρ­χο­νται, πολ­λές φο­ρές, δέν ξέ­ρου­με πο μπο­ρε νά μς φθά­σουν. Λοι­πόν, κά­τι πού μπο­ρο­με νά πε­τύ­χουμε, στήν πα­ρο­σα ζω­ή, ε­ναι νά μή φθά­σου­με σ’ α­τή τήν πόρ­τα· ­χο­ντας ­πο­μο­νή. Ε­ναι ­να κέρ­δος. λ­λά δέν ­ντέ­χει ατό στήν Α­ω­νι­ό­τη­τα, άν δέν συν­δέ­ε­ται καί θλί­ψη πού προ­κα­λε­ται στή ζω­ή μας μέ τόν Χρι­στό καί ­πο­μο­νή, πού ε­ναι τό φο­ρε­ο πού ση­κώ­νει τήν θλί­ψη, καί α­τή νά συν­δέ­ε­ται μέ τόν Χρι­στό.
Λέ­ει ε­αγ­γε­λι­στής ­ω­άν­νης τό ­ξς: «ν τ θλί­ψει, πως λέει, κα βα­σι­λεί­ κα ­πο­μο­ν ν ­η­σο Χρι­στ». Α­τό τό «ν ­η­σο Χρι­στ» θά πε ­τι ­λα­τή­ρι­ο καί ­πο­τέ­λε­σμα τς θλί­ψε­ως θά πρέ­πει νά ε­ναι Χρι­στός. Γι­α­τί ­χω θλί­ψη; Δι­ό­τι ­πο­μέ­νω καί ­πι­μέ­νω στό Ε­αγ­γέ­λι­ο.
Πέ­στε μου, σς πα­ρα­κα­λ· τί ­ξί­α ­χει θλί­ψη, ­άν ­πο­τε­θε ­τι ­χα­σα στά χαρ­τι­ά; ­τι ­πρ­ξα ­σω­τος καί ρ­ρώ­στη­σα, καί τώ­ρα θλί­βο­μαι γι­ά τήν κα­τά­στα­ση α­τή; ­μυ­α­λος, ­φρων, καί ­χα­σα τήν πε­ρι­ου­σί­α μου, ­χα­σα κά­ποι­ες ε­και­ρί­ες στή ζω­ή, κι ­χω θλί­ψη; Α­τές ο θλί­ψεις ­ντέ­χουν στήν Α­ω­νι­ό­τη­τα; Δέν ­ντέ­χουν. ­ντι­θέ­τως, θά ­πι­πλη­χθο­με ­πό τόν Χρι­στό γι­ατί φα­νή­κα­με ­σω­τοι, ­μυ­α­λοι, ­νό­η­τοι ν­θρω­ποι. Πρέ­πει ο θλί­ψεις μου νά ε­ναι χά­ριν το Ε­αγ­γε­λί­ου, χά­ριν τς πνευ­μα­τι­κς ζω­ς. ­ταν δε­χθ μιά ε­ρω­νί­α, ­ναν ­πο­κλει­σμό –τό λέ­γα­με τήν πε­ρα­σμέ­νη φο­ρά– ­ταν θά μο πε λ­λος δέν θά ψω­νί­σεις ­σύ ­πό τό μα­γα­ζί μου, δέν σο που­λά­ω ­μπό­ρευ­μα –θά λ­θει ­μέ­ρα α­τή. Α­τός ο­κο­νο­μι­κός ­πο­κλει­σμός σήμερα, , χει τόν τρόπο του νά πάρχει, μέ λ­λους τρό­πους. ­ταν δέν ­νε­βαί­νει κανείς σέ ­ψη­λές θέ­σεις, μό­νο καί μό­νο γι­α­τί δέν ε­σαι Μα­σό­νος· α­τό δέν ε­ναι ­νας ο­κο­νο­μι­κός ­πο­κλει­σμός; Βε­βαί­ως· λ­λά μέ τήν δι­α­φο­ρά πώς δέν ε­ναι στόν βαθ­μό νά φθά­σω στήν πε­να, νά πε­θά­νω ­πό τήν πε­να. Θά ρ­θει ­μέ­ρα πού θά ε­ναι χει­ρό­τε­ρο α­τό· θά ε­ναι φα­νε­ρό. Τώ­ρα δέν ε­ναι φα­νε­ρό· τώ­ρα ε­ναι πα­ρα­σκη­νι­α­κό.
, ­ταν θλί­βο­μαι δι­ό­τι ­μπο­δί­στη­κα στή ζω­ή μου μό­νο καί μό­νο γι­α­τί φέ­ρω τήν ­δι­ό­τη­τα το Χρι­στι­α­νο, α­τή θλί­ψη ­ντέ­χει στήν Α­ω­νι­ό­τη­τα, γιατί ε­ναι θλί­ψη ν ­η­σο Χρι­στ· ­πως καί ­πο­μο­νή πού θά κά­νω γι­ά νά ση­κώ­σω ­κρι­βς α­τήν τή θλί­ψη, ε­ναι ν ­η­σο Χρι­στ. Καί κλέ­φτης, ­πο­μο­νή ­χει, ξέ­ρε­τε· πα­ρα­μο­νεύ­ει ­ρες τν ­ρν πότε θά φύ­γει ­δι­ο­κτή­της, νά κά­νει τήν δι­άρ­ρη­ξη. λ­λά α­τή ­πο­μο­νή το κλέ­φτη ε­ναι ­ξι­έ­παι­νη;
Καί τρί­τον· βα­σι­λεί­α. θλί­ψη, ­πο­μο­νή καί βα­σι­λεί­α ν ­η­σο Χρι­στ. Τί ε­ναι βα­σι­λεί­α; Ε­ναι μυ­στι­κή με­το­χή τν πι­στν, ­λων τν α­ώ­νων, στά πα­θή­μα­τα το ­η­σο Χρι­στο.
Τά τρί­α α­τά, πού ­χουν μί­α ­θι­κή συ­νέ­πει­α, ε­ναι γνω­ρί­σμα­τα το ­λη­θι­νο Χρι­στι­α­νο καί ­πο­τε­λον μιά ­λυσ­σί­δα· θλί­ψη-­πο­μο­νή-βα­σι­λεί­α. θλί­ψη, γι­ά νά βα­στα­χθε, θέ­λει ­πο­μο­νή· θλί­ψη καί ­πο­μο­νή, ν ­η­σο Χρι­στ, ­δη­γον στήν Βα­σι­λεί­α το Θε­ο.
­ταν κά­ποι­ον συμ­βου­λεύ­ουμε νά ­χει ­πο­μο­νή, σς ­λε­γα προ­η­γου­μέ­νως, συμ­βου­λή μας πέ­φτει στό κε­νό. Γι­α­τί λέ­τε; Γι­α­τί συ­νή­θως ­ταν συ­νι­στο­με στόν λ­λο τήν ­πο­μο­νή, τήν προ­σφέ­ρουμε καί τήν συ­νι­στο­με α­το­τε­λ, δέν πάρχει καρ­πός της, βα­σι­λεί­α.
Ρω­τ­στε τόν ­αυ­τό σας, καί ­γώ τόν ­αυ­τό μου –σς βε­βαι­ώ­νω ­τι ­λέγ­χο­μαι στό ση­με­ο α­τό– ­ταν λέ­με σέ κά­ποι­ον νά κά­νει ­πο­μο­νή στίς θλί­ψεις πού περ­ν, το ε­πα­με ­τι τόν πε­ρι­μέ­νει Βα­σι­λεί­α το Θε­ο; Θά δε­τε ­τι δέν τό λέ­με ατό. Κι ­φο λοι­πόν ­πο­κό­ψαμε τήν βα­σι­λεί­α –πού ε­ναι τό τέ­λος, πού ε­ναι σκο­πός, πού ε­ναι καρ­πός– λ­λος θά κ­δι­κη­θε· βε­βαί­ως τήν συμ­βου­λή μας με­τά θά τήν ­πορ­ρί­ψει. Θά πε: «­πο­μο­νή!...». ­ν ­πο­μο­νή πρέ­πει νά ­χει τήν ν­νοι­ά της· μέ πε­ρι­μέ­νει Βα­σι­λεί­α το Θε­ο.
Ε­ναι δεύ­τε­ρη φο­ρά πού ­να­φέ­ρε­ται μέ­σα στό ­δι­ο κε­φά­λαι­ο μέ­χρι τώ­ρα ­ρος βα­σι­λεί­α. ­λό­κλη­ρη Και­νή Δι­α­θή­κη ε­ναι γε­μά­τη ­πό τόν ­ρο α­τό, βα­σι­λεί­α, βα­σι­λεί­α το Θε­ο. Γι­ά θυ­μη­θε­τε· ­ταν δι­α­βά­σα­τε τήν ­γί­α Γρα­φή, πό­σες φο­ρές χετε βρε α­τόν τόν ­ρο, α­τή τήν φρά­ση, βα­σι­λεί­α το Θε­ο! Πό­σες φο­ρές!
Λοι­πόν, ­γα­πη­τοί μου· Χρι­στι­α­νι­σμός ε­ναι πράγ­μα­τι μί­α βα­σι­λεί­α, καί ­χι μί­α θρη­σκεί­α. Χρι­στι­α­νι­σμός δέν ε­ναι θρη­σκεί­α. Τύ­πος δέ το Χρι­στι­α­νι­σμο ς βα­σι­λεί­α στέ­κε­ται τό θε­ο­κρα­τι­κό βα­σί­λει­ο το σ­ρα­ήλ.
­πως θά ξέ­ρε­τε, ­ταν ο ­βρα­οι κα­τοί­κη­σαν τήν γν τς ­παγ­γε­λί­ας, δέν ε­χαν ρ­χη­γό. Δέν ­πρ­χε ο­τε βα­σι­λιάς ο­τε πρό­ε­δρος τς Δη­μο­κρα­τί­ας, τίποτα· ­πρ­χαν ­πλς ο Κρι­τές, ν­θρω­ποι ο ­πο­οι ­νερ­γο­σαν κα­τ’ ­ντο­λήν το Θε­ο, καί Θε­ός ­λε­γε τά θε­λή­μα­τά Του. Θε­ός τανε Κύ­ρι­ος, Βα­σι­λιάς το σ­ρα­ήλ, ­λη­θι­νά.
Σή­με­ρα μά­λι­στα ­κού­σα­με στήν ε­αγ­γε­λι­κή πε­ρι­κο­πή, πού επε Να­θα­να­ήλ στόν Κύ­ρι­ο: «αβ­βί, σ ε υ­ς το Θε­ο, σ ε βα­σι­λες το σ­ρα­ήλ»3. Α­τό τό « βα­σι­λες το σ­ρα­ήλ», ­γα­πη­τοί μου, ε­ναι κά­τι πού ­πη­χε τό πνε­μα τς Πα­λαι­ς Δι­α­θή­κης, πς ­κρι­βς μπο­ρο­σαν νά βλέ­πουν τόν βα­σι­λιά τους ο ­βρα­οι. Γι’ α­τούς ­ταν Θε­ός. Πρ­τα επε «υ­ς το Θε­ο», « βα­σι­λες το σ­ρα­ήλ»· συ­νδε­ό­ταν.
ρ­γό­τε­ρα –α­τό τό ε­χε προ­βλέ­ψει Θε­ός, δη­λα­δή τό ε­πε στόν Μω­ϋ­σέ­α νά προ­βλε­φθε καί νά γρα­φερ­γό­τε­ρα ο ­βρα­οι ζή­τη­σαν βα­σι­λιά ­πό τούς Κρι­τές, ­πό τόν Σα­μου­ήλ συ­γκε­κρι­μέ­να, τόν τε­λευ­τα­ο Κρι­τή, πό πο λέ­τε; πό τί; ­πει­δή ο γύ­ρω λα­οί ε­χανε βα­σί­λει­α, ζή­λε­ψαν καί θε­λαν βα­σι­λέ­α! Λέ­νε: «Θέ­λου­με βα­σι­λιά.». Τούς λέ­ει Σα­μου­ήλ: «Δέν σς κά­νει Θε­ός;». Καί Θε­ός μά­λι­στα α­τό ε­πε: «Σέ τί σς λύ­πη­σα; σέ τί ­στε­ρ ­γώ; Θέ­λε­τε βα­σι­λέ­α; Κα­λά· θά σς δώ­σω βα­σι­λέ­α –­πι­τρέψ­τε μου ­μως νά σς π τή φρά­ση πού ε­πώ­θη­κε, χι μέ τά λό­για πού θά σς π, λ­λά μέ τό πνε­μα– θά σς κά­ψει τή γο­να... γώ θά σς δώ­σω βα­σι­λιά, λ­λά θά σς κά­ψει τή γο­να! Μή πα­ρα­πο­νε­θε­τε.»
Καί ρ­θε Δαυδ, ρ­θε Σα­ούλ, με­τά Δαυ­δ καί με­τά Σο­λο­μών. Σο­λο­μών, λε­γό­με­νος ε­ρη­νι­κός βα­σι­λεύς –σα­ρά­ντα χρό­νι­α πού βα­σί­λευ­σε ­νευ πο­λέ­μου– ­πε­σε τό­σο βα­ρει­ά φο­ρο­λο­γί­α, τό­σο βα­ρειά, πού ο ­βρα­οι ε­παν «­μάν!», «­μάν!» ­πό τόν φό­ρο. Τούς τό ε­πε Θε­ός. ς ε­ναι.
­κε­νο πού μς ν­δι­α­φέ­ρει ε­ναι ­χι τώ­ρα α­τή τή στιγ­μή ­στο­ρι­κός σ­ρα­ήλ στίς λε­πτο­μέ­ρει­ές του, ­σο ­στο­ρι­κός σ­ρα­ήλ το τι ε­χε ς βα­σι­λιά τόν Θε­ό. λ­λά καί ­πά­ρχων βα­σι­λιάς μέ ­ρο ­μπαι­νε βα­σι­λιάς· ­τι δέν θά ­κα­νε τί­πο­τε, ­άν δέν ­ρω­το­σε τόν Θε­ό δι­ά το ρ­χι­ε­ρέ­ως· ­πο­λύ­τως τί­πο­τε! ­άν ­κα­νε το κε­φα­λι­ο του, θά τι­μω­ρο­νταν. Γι’ α­τό ξέ­πε­σε Σα­ούλ· ­πει­δή ­νερ­γο­σε πα­ρά τήν ­ντο­λήν το Θε­ο. Συ­νε­πς τί ­ταν βα­σι­λιάς; ­ταν ­νας ­ντι­πρό­σω­πος το Θε­ο-βα­σι­λέ­ως στόν σ­ρα­ήλ.
Τύ­πος ­λα α­τά, τύ­πος, ­τι Χρι­στι­α­νι­σμός ε­ναι βα­σι­λεί­α! καί βα­σι­λιάς ε­ναι, ­γα­πη­τοί μου, Χρι­στός!
1. . ­ποκ. 1, 9.
2. . Ματθ. 10, 22.

3. . ­ω­άν. 1, 50.