Παρασκευή 8 Μαΐου 2015

ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΥ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΝΕΟΥΣ


«Ἀγαπῶ πάρα πολύ τή νεότητα, γιά νά μήν πάθει κακό καί βλάβη»
(Κατηχήσεις Ἁγ. Κυρίλλου, ὁμιλία 164η)
Συλλογή ἀναφορῶν
 τοῦ Γέροντος Ἀθανασίου Μυτιληναίου
 γιά τούς νέους

                                                        Πρόλογος
  Ὁ Γέροντας Ἀθανάσιος Μυτιληναῖος μᾶς ἄφησε μιά μεγάλη πνευματική κληρονομιά. Μᾶς παρέδωσε ἕναν τεράστιο ἀριθμό κατηχητικῶν ὁμιλιῶν, κατανεμημένων σέ διαφορετικές θεματικές σειρές.
 Ἀκούσαμε καί συλλέξαμε ἀπό μεγάλο ἀριθμό ὁμιλιῶν, κατά τήν κρίση μας, ἐνδεικτικές ἀναφορές τοῦ πατρός Ἀθανασίου, πού μᾶς ἔκαναν ἰδιαίτερη ἐντύπωση καί ἀφοροῦσαν τούς νέους καί τά προβλήματά τους.
  Τίς παρουσιάζουμε καί εὐελπιστοῦμε νά γίνουν ἀφετηρία προβληματισμοῦ γιά κάθε νέο καί νέα, γιά κάθε γονιό καί ἐκπαιδευτικό, γιά κάθε ἄνθρωπο πού ἐνδιαφέρεται γιά τούς νέους καί τήν προκοπή τους.
 Στό τέλος κάθε ἀναφορᾶς ὑπάρχει ἡ παραπομπή της, προκειμένου νά μπορεῖ ὁ κάθε ἀναγνώστης νά ἀνατρέξει στή συγκεκριμένη σειρά καί ὁμιλία γιά περαιτέρω ἐμβάθυνση.
Εἴθε ὁ Ἅγιος Τριαδικός Θεός δι΄εὐχῶν τοῦ μακαριστοῦ Γέροντά μας, π. Ἀθανασίου Μυτιληναίου να εὐλογήσει τήν πνευματική καρποφορία στις ψυχές ὅλων μας.  
Εἰσαγωγή
Ὁ Γέροντας Ἀθανάσιος Μυτιληναῖος ἀγαποῦσε πάρα πολύ τή νεότητα, ὅπως ἄλλωστε μᾶς ἀναφέρει καί στήν 164η ὁμιλία του, στή σειρά Κατηχήσεις Ἁγίου Κυρίλλου.
Ἐξομολογοῦσε ἤ ἔδινε πνευματικές συμβουλές κατά προτεραιότητα σέ νέους ἀνθρώπους, κυρίως ὅμως σέ φοιτητές καί στρατιῶτες, πέρα ἀπό τό προκαθορισμένο καί βεβαρυμμένο πρόγραμμα ἐξομολόγησης, μελέτης καί προσφορᾶς τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ.
Τόν ἐνδιέφερε οἱ νέοι νά μήν πέσουν πρωτίστως σέ σαρκικά ἁμαρτήματα, γιατί, ὅπως ἔλεγε, ἡ νεότητα εἶναι ἐπιρρεπής σέ αὐτά, ἀλλά ἐπίσης τόν βασάνιζε καί τό πρόβλημα τῆς ψυχαγωγίας τους. Ἔλεγε χαρακτηριστικά:  «Ὁ σύγχρονος πιστός δέν θέλει νά ἀποδεχτεῖ τήν ἀναμάρτητη ψυχαγωγία. Θέλει νά ἁμαρτήσει στήν ψυχαγωγία καί μάλιστα, γενετήσια νά ἁμαρτήσει».
Παράλληλα, ἐφιστοῦσε τήν προσοχή στό νά μήν γλιστρήσουν οἱ νέοι καί σέ ἄλλες παγίδες τῶν μεθοδιῶν τοῦ διαβόλου, ὅπως στά ναρκωτικά, στή μόδα, στίς κακές παρέες, στή ρυπαρή λογοτεχνία, στή ρόκ μουσική, στήν τηλεόραση καί στό διαδίκτυο. Μάλιστα γιά τό διαδίκτυο εἶχε πεῖ πώς ὅ,τι ἄφησε ἀνέπαφο ἡ τηλεόραση θά τό σαρρώσει τό διαδίκτυο.
Συμβούλευε τούς νέους πῶς νά σταθοῦν στό σχολεῖο, στίς σπουδές, στό στρατό τά ἀγόρια. Νά ἀγαποῦν καί νά μελετοῦν τή φύση καί νά ἐπιδιώκουν νά βρίσκονται τακτικά σέ αὐτή, νά μελετοῦν τό λόγο τοῦ Θεοῦ, νά ἀγαποῦν τή γλῶσσα καί τήν ἱστορία μας, νά ἔχουν ὑγιῆ καί ψυχωφέλιμη ψυχαγωγία, ἀλλά καί τρόπους καλῆς συμπεριφορᾶς. 



                                                                                          Ἐπιμέλεια: Παντελῆς Γκίνης


«Ἀγαπῶ πάρα πολύ τή νεότητα, γιά νά μήν πάθει κακό καί βλάβη».
(Κατηχήσεις Ἁγ. Κυρίλλου, ὁμιλία 164η)
«Ὅταν μέ ἀκοῦτε καμιά φορά νά ἐπιμένω σέ μερικά πράγματα, ἴσως νά θεωροῦμαι ὑπερβολικός, ἤ γενικά ὁ πνευματικός σας νά θεωρεῖται ὑπερβολικός, ἤ ὁ ὁμιλητής τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ ὅτι εἶναι ὑπερβολικός. Δέν εἴμαστε ὑπερβολικοί. Ἁπλῶς γνωρίζουμε τίς μεθοδεῖες τοῦ διαβόλου».
 (Περί παθῶν, ὁμιλία 22η)
«Μοῦ τό λένε συχνά τά κορίτσια, ὅταν τίς λέω: «Παιδί μου, μή φορᾶς παντελόνι», ὅταν τίς ἐρωτήσω, ἤ τό ποῦν μόνες τους στό χῶρο τῆς ἐξομολογήσεως. Καί ἐπειδή πολλές κοπέλες δέν ξανάρχονται γιά ἐξομολόγηση, ἐπειδή, ἐπειδή … Τί νά πεῖ κανείς, νά κάνω ἀβαρία; Νά μοῦ κόψει ὁ Θεός τά χέρια! Ἀβαρία στό νόμο τοῦ Θεοῦ; Ἄς μήν ξανάρθει, λυποῦμαι πάρα πολύ, δέν θά κάνω ἀβαρία. Τό ξέρετε αὐτό, ἔχω βγάλει τό ὄνομα ὅτι εἶμαι αὐστηρός. Δέν εἶμαι αὐστηρός, τίποτε, δέν λέω τίποτε τό παραπάνω. Ἐκεῖνο πού λέει ὁ Θεός, ἐκεῖνο πού λένε οἱ ἐντολές τοῦ Θεοῦ, τίποτε περισσότερο! Ἄν κάνομε ἀβαρίες, τότε εἴμαστε γιά πνίξιμο, νά μέ συγχωρέσετε πού μιλάω ἔτσι …».
(Σειράχ, ὁμιλία 161η)
«Εὐαγγέλια δικῆς μας ὑπακοῆς δέν σώζουν! Τό λέει ὁ Θεός; Τελείωσε! Ἕνα παράδειγμα θά σᾶς πῶ, εἶναι ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη, τό ἔχω πολλές φορές χρησιμοποιήσει. Νά, λέω σέ ἕνα κορίτσι ὅτι δέν πρέπει νά φορᾶ παντελόνι. Καί μοῦ λέει: «Γιατί;». Τῆς λέω: «Θά μποροῦσα πολλά νά σοῦ ἐξηγήσω, ἀλλά ἴσως δέν θά ἔπρεπε νά σοῦ ἐξηγήσω. Ἄν θέλεις καί ἐπιμένεις, νά σοῦ ἐξηγήσω. Ἕνας εἶναι ὁ βασικός καί κύριος λόγος: Τό λέει ὁ Θεός! Εἶναι στό Δευτερονόμιο, 23ο κεφάλαιο: «Ἡ γυναῖκα δέ θά βάλει πάνω της ἀντρικά σκεύη» κτλ., τό λέει ὁ Θεός, τί ζητεῖται; Ζητεῖται πίστη καί ὑπακοή, ἀλλά ἐπειδή θέλεις νά σοῦ ἐξηγήσω, γιατί ὁ Θεός πολλές φορές μᾶς κάνει καί τή χάρη νά μᾶς ἐξηγεῖ. Γιά παράδειγμα, καλεῖ ὁ Θεός τούς μαθητές, νά βάλουν τό δάκτυλό τους στόν τύπο τῶν ἥλων, ἄν καί Τόν εἶδαν. Καί λέω τώρα στό κορίτσι: «Ἄν θέλεις, ἡ ψυχολογία λέει ἄν ὁ ἄνδρας φορᾶ γυναικεῖα ροῦχα, ἀποκτᾶ μία γυναικεία ψυχολογία. [Ἔχετε ἀντίρρηση σέ αὐτό; Γι’ αὐτό οἱ ὁμοφυλόφιλοι βάζουν γυναικεῖα ροῦχα, νά αἰσθάνονται γυναῖκες!].  Ἡ δέ γυναῖκα, ὅταν βάζει ἀντρικά ροῦχα, αἰσθάνεται ἀντρική ψυχολογία. Στήν ψυχολογία αὐτό λέγεται «ψυχολογικός ἑρμαφροδιτισμός», ἀρσενικο-θήλυκη, γιατί στό σῶμα δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία, γεννήθηκες ἄντρας ἤ γυναῖκα. Σοῦ δίνω λοιπόν καί τήν ἐξήγηση, ἄν καί δέν θά ἔπρεπε νά σοῦ δώσω τήν ἐξήγηση. Τό Εὐαγγέλιο εἶναι εἰς ὑπακοήν πίστεως!».
            (Πρός Ρωμαίους, ὁμιλία 3η)
«Ὅταν ἔχουμε σύγχυση γενεῶν, ἔχομε ἐκφυλισμό τῆς φύσεως. Αὐτό πού λέγει γιά τό ἀνακάτεμα τῶν γενεῶν, θά μπορούσαμε γιά μιά στιγμή νά ποῦμε ὅτι εἶναι καί οἱ διάφορες διασταυρώσεις, πού ἔχουμε ἤ στά ζῶα ἤ στά φυτά, γιά νά ἔχομε μία βελτίωση. Τό ξέρετε ὅμως ὅτι αὐτές οἱ βελτιώσεις στήν πραγματικότητα εἶναι ἐκφυλισμός; Τί νομίζετε ὅτι εἶναι τό μέρλιν πορτοκάλι; Νά πάρω ἕνα ἀπό τό φυτικό βασίλειο. Αὐτά τά πολύ ὡραῖα πορτοκάλια, τά σαρκώδη, τά μεγάλα, πού αὐτά ἐπικρατοῦν στήν ἀγορά, δέν ὑπάρχουν, ἄλλα τά γνωστά κρητικά πορτοκάλια καί  ἄλλα τῆς Ἄρτας. Ὅλα αὐτά δέν ὑπάρχουν στήν ἀγορά, παρά μόνο ὅταν ἔχουν τελειώσει τά μέρλιν. Αὐτά στήν πραγματικότητα εἶναι ἀπό διασταύρωση. Ξέρετε δέ, πότε ἔγινε αὐτή ἡ διασταύρωση; Ἔγινε στήν Κέρκυρα, τό ἐνθυμοῦμαι, λίγο μετά τήν κατοχή. Αὐτός πού ἔκανε τήν διασταύρωση ἐλέγετο Μέρλιν. Ὑπάρχει καί ἡ ὁδός Μέρλιν στήν Ἀθήνα. Τά πρῶτα δέ πορτοκάλια, ἐνθυμοῦμαι, εἶχαν προσφερθεῖ στό παλάτι. Καί μετά βεβαίως πολλαπλασιάστηκαν. Προσέξτε, τό μέρλιν πορτοκάλι εἶναι ἐκφυλισμένο πορτοκάλι. Ἀπό ποῦ φαίνεται αὐτό; Δέν ἔχει σπόρους. Τό μουλάρι δέν γεννᾶ. Εἶναι ἕνα ζῶο ἐκφυλισμένο, ἀφοῦ δέ γεννᾶ. Φθάνουμε πολλές φορές νά τρέφουμε μέ ὁρμόνες, μέ πράγματα, μέ θάματα, καί τά ἐκφυλίζουμε. Βεβαίως, γιατί θέλομε ἴσως νά ἔχομε κρέας πολύ, κατανάλωση, κατανάλωση, κατανάλωση … Τό ξέρετε ὅμως ὅτι αὐτός ὁ ἐκφυλισμός τοῦ ζωικοῦ καί τοῦ φυτικοῦ βασιλείου ὅτι τελικά ἔχει ἐπιπτώσεις σέ αὐτή τή δική μας τή ζωή; Τό ξέρετε αὐτό; Αὐτό λοιπόν ἔρχεται νά πεῖ ἐδῶ αὐτό τό χωρίον: «Μή μπερδεύετε τά γένη». Αὐτό θέλει νά πεῖ ὁ Θεός: Μήν ἐκφυλίζετε τή φύση. Ἔτσι πού φτάνουμε πολλές φορές νά λέμε τί μποροῦμε νά φᾶμε πού νά εἶναι ἁγνό. Θά δεῖτε νά σᾶς λέγουν, ἄν εἶναι δυνατόν, στόν κῆπο σας βάλτε δέκα ρίζες ντομάτες, νά φᾶτε ντομάτες χωρίς λιπάσματα. Ὄχι πελώριες ντομάτες. Τά ἀγγουράκια; Τρῶμε ἀγγουράκια αὐτή τήν ἐποχή [8-3-1981], τί ἐνέσεις τούς βάζουνε … Τί ὁρμόνες τούς βάζουνε, ὁ Θεός ξέρει, καί τί ἐπιπτώσεις ἔχουν στήν ὑγεία μας κτλ. Ἔτσι, ἀγαπητοί μου, ἐκφυλίζουμε τή φύση. Τά Σόδομα καί τά Γόμορρα εἶναι μία εἰκόνα ἐκφυλισμένης κοινωνίας.  Δέν εἶναι τίποτε ἄλλο πιά κατάλληλη παρά μόνο γιά τή φωτιά. Κι ἐκείνη ἡ φωτιά, πού τότε ἔπεσε ἀπό τόν οὐρανό, λέγεται ἀπό τόν οὐρανό, βεβαίως δέν ἦταν ἀπό τόν οὐρανό, ἀπό τή γῆ ἔφυγε ἡ φωτιά, πῆγε ἐπάνω καί ἔπεσε κάτω. Αὐτό θά πεῖ φωτιά ἀπό τόν οὐρανό. Σημαίνει ὅτι αὐτή εἶναι μία εἰκόνα ἑνός ἄλλου πυρός, πού εἶναι πραγματικά ἄκτιστο πῦρ καί εἶναι τό πῦρ τῆς κολάσεως. Τά Σόδομα καί τά Γόμορρα εἶναι εἰκόνα τῆς κολάσεως, πού δείχνει ὅτι ἐκεῖνοι πού μπερδεύουν τά γένη εἶναι ἄξιοι μόνο τῆς κολάσεως. Καί δέν τά λέγω ἐγώ αὐτά, ἁπλῶς βγάζουμε τά συμπεράσματά μας ἀπό τή μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί ἀπό τά ἀποτελέσματα. Ἄν θέλετε, ἀγαπητοί μου, νά διατηρήσουμε μία κοινωνία ὑγειῆ, πρέπει νά διατηροῦμε τά γένη. Ὁ ἄνδρας νά εἶναι ἄνδρας καί ἡ γυναῖκα νά εἶναι γυναῖκα. Μοῦ ἔλεγαν πρό πολλῶν ἐτῶν, λίγο μετά τήν κατοχή, στήν Πελοπόννησο, σέ ἕνα χωριό, ἐπειδή ὅταν εἶχαν ἔρθει ἐδῶ καί οἱ Ἄγγλοι καί οἱ Γερμανοί καί οἱ Ἰταλοί, ὅλοι αὐτοί πέρασαν ἀπό ἐδῶ, ὅλες οἱ φυλές τοῦ Ἰσραήλ πέρασαν ἀπό ἐδῶ, φοροῦσαν κοντά παντελόνια. Κάποιον καιρό φορούσαμε καί ἐμεῖς στήν ἀεροπορία, στό στρατό, στό ναυτικό δέ κατά κανόνα φοροῦσαν κοντά παντελόνια. Σέ ἕνα χωριό λοιπόν τῆς Πελοποννήσου, αὐτό μοῦ τό ἔλεγε ἕνας ἄνθρωπος ἀπό τό χωριό ἐκεῖνο, κάποιος, γιατί οἱ χωρικοί νά βάλουνε κοντό παντελόνι τό θεωρούσαν πάρα πολύ ὑποτιμητικό, αὐτός θέλοντας νά μοντερνίσει ἔβαλε κοντό παντελόνι. Καμία γυναίκα ἀπό τό χωριό του δέν τόν παντρευόταν! Ἀκοῦστε, καμία γυναῖκα, τό θεωροῦσαν ὅτι κάτι τοῦ ἔλειπε, κάτι, ἀνδρισμός τοῦ ἔλειπε, κάπως ἔτσι. Σκεφτεῖτε, μέσα σέ ἐλάχιστα χρόνια, ὅταν φθάσαμε σήμερα νά κινούμεθα, ὅπως, ἀγαπητοί μου, κινούμεθα!». 
            (Δευτερονόμιο, ὁμιλία 35η)
«Ἐγώ προσωπικά τό ἔχω μουρμουρίσει καθ’ ἑαυτόν, ἀλλά καί μέ ὅσους μποροῦσα νά εἶμαι, μέ ἄλλους ἀνθρώπους στό δρόμο, ὄχι τώρα πού εἶμαι κληρικός, ἀλλά καί τόν καιρό πού ἤμουν νέος ἄνθρωπος, τό ἑξῆς: Νά ἐμφανίζεται μία γυναῖκα φοβερά ντυμένη, ἀκριβῶς γιά νά δείξει τήν τελευταία μόδα, καί νά λέμε: «Δέν βρέθηκε κανένας χριστιανός, νά πεῖ σέ αὐτή τή γυναῖκα ὅτι εἶναι ἕνας καραγκιόζης;». Ποιοί φταῖνε; Οἱ οἶκοι μόδας καί οἱ ἔμποροι ὑφασμάτων! Σᾶς τό ἔχω ξαναπεῖ, δέν πειράζει, εἶχα ἕνα θεῖο, ἕναν μπάρμπα, ἐμποροϋπάλληλο, ὁ ὁποῖος μᾶς τό ἔλεγε ὁ ἴδιος. Δούλευε στό πιό μεγάλο κατάστημα, ἐμπορικό τῶν Ἀθηνῶν, μακαρίτης τώρα αὐτός, στήν ὁδό Ἑρμοῦ, καί πήγαινε ἐκεῖ ἡ ἀριστοκρατία τῶν γυναικῶν, νά πάρουν ὑφάσματα οἱ κυρίες, νά κάνουν τίς τουαλέτες τους. Καί τίς κολάκευε, μᾶς τό ἔλεγε ὁ ἴδιος. «Κυρία μου, αὐτό τό χρῶμα σᾶς πηγαίνει πάρα πολύ, σᾶς κάνει μεγαλοπρεπῆ, σᾶς κάνει κυρία … »  καί ἄλλα πολλά. Ἡ κολακεία τοῦ ὑπαλλήλου τοῦ ἐμπορίου. Καί οἱ γυναῖκες, αὐτές οἱ ταλαίπωρες, βγαίνουν ἔξω, γιατί καί οἱ μοδίστρες κολακεύουν, καί εἶναι σάν καραγκιόζηδες. Ἔ, μπορεῖς νά πεῖς ὅτι εἶναι κάτι καλό, ἀλλά σέ τέτοιον ὑπερθετικό βαθμό, πού ἡ ἄλλη γυναῖκα νά ντυθεῖ σάν καραγκιόζης, γιατί ἐσύ τῆς εἶπες ὅτι τῆς πηγαίνει πάρα πολύ ὡραῖα; Μή νομιστεῖ ὅτι δίπλα μας δέν μπορεῖ νά σταθεῖ ἕνας κόλακας.
 Ἡ γυναῖκα πρέπει νά ἔχει αὐτοσυνειδησία, νά ἔχει σεμνότητα στό ὅλο της ντύσιμο, νά εἶναι ἐκεῖνο πού δέν τήν κάνει «ἐξαντρίκ». Τί θά πεῖ «ἐξαντρίκ»; Ἔξω ἀπό τό κεντρικόν. Ἑλληνική λέξη καί ἔχει ἐξευρωπαϊσθεῖ, εἶναι ἐκκεντρική, δέν εἶναι στό κέντρον, ἐκεῖ πού πρέπει νά εἶναι. Προσέξατέ το, ἀγαπητοί μου, αὐτό, εἶναι πολύ σπουδαῖο θέμα».
 (Σειράχ, ὁμιλία 182η)
«Ἡ κοσμική πρόοδος ἔχει ἕνα χαρακτηριστικό, εἶναι κυκλική. Προσέξτε με σέ αὐτό τό σημεῖο, εἶναι κυκλική. Ὅταν λέω κυκλική, ἐννοῶ τό ἑξῆς: Τώρα πού ἀνέβαινα ἐπάνω, εἶδα μιά κοπέλα μέ παντελόνια, τί ἄλλο θά φοροῦσε …  Εἶχε καί μία τσάντα δερμάτινη, περασμένη στόν ὦμο της, μία καφέ, καστόρινη. Καί ἦταν ἀπό τό ἴδιο τό δέρμα κομμένες λωρίδες, μήκους ἀρκετοῦ, πού κρέμονταν ἀπό τήν τσάντα. Μία τέτοια τσάντα εἶχα βρεῖ στό μπαοῦλο τῆς μάνας μου, ἐδῶ καί σαράντα χρόνια, καί εἶπα μόνος μου: «Γιά κοίταξε, ἡ μόδα κάνει κύκλο!». Αὐτή ἡ κοπέλα ἔχει τήν ἐντύπωση ὅτι φοράει κάτι καινούριο, ἀλλά αὐτό τό εἶχε ἡ προγιαγιά της ἤ ἡ γιαγιά της. Θά εἶστε σύμφωνοι μαζί μου ὅτι ἡ μόδα ἔχει αὐτή τήν κυκλική πορεία. Ξαναγυρίζει ἡ μόδα, ἐπανέρχεται, δέν ἔχει νά ἐξελιχθεῖ. Σᾶς ρωτῶ, ἄν γυρίζεις σέ ἕνα κύκλο, κάνεις βῆμα μπροστά; Ὄχι. Ἐνῶ ἡ κατά Χριστόν πρόοδος εἶναι μία εὐθεία, γιατί βαδίζεις στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Καί κάθε μέρα πού βαδίζεις, τήν προσεγγίζεις. Αὐτή εἶναι ἡ πρόοδος».
 (Θεία Λειτουργία, ὁμιλία 11η)
«Θά ἤθελα νά μείνω λίγο στά μαλλιά. Ὅπως ξέρετε, οἱ ἄνθρωποι ἀσχολοῦνται πολύ μέ τά μαλλιά τους. Εἶχε ἔρθει ἕνα κοριτσάκι δεκατριῶν ἐτῶν, βεβαίως ἔδειχνε ὁλόκληρη κοπέλα, καί τά μαλλιά της τά εἶχε ἔτσι χτενισμένα, πού δέν ἦταν πολύ φυσιολογικά, δέν ἦταν δηλαδή παιδικό χτένισμα. Λέω: «Παιδί μου, γιατί τά μαλλιά σου τά ἔχεις ἔτσι;». Μοῦ λέει: «Γιατί ἤθελα νά πάω στήν κομμώτρια καί ἀκόμη δέν πῆγα». Τῆς λέω: «Πᾶς στήν κομμώτρια;». «Γιατί, πάτερ, σᾶς φαίνεται παράξενο πού πάω στήν κομμώτρια;». Λέω: «Λίγο μοῦ φαίνεται παράξενο». Στήν ἐποχή τή δική μας, δεκατριῶν χρόνων κοριτσάκι νά πάει στήν κομμώτρια; Μεγάλες γυναῖκες, καί αὐτές πήγαιναν κάπου - κάπου. Ξέρετε πότε μποροῦσε νά πάει μεγάλη γυναῖκα σέ κομμωτήρια; Ὅταν εἶχε νά πάει σέ γάμο, σέ ἕνα ἔκτακτο γεγονός. Ἔτσι τό θυμᾶμαι ἐγώ. Καί λέω: «Παιδάκι μου, δεκατριῶν χρόνων καί πᾶς στήν κομμώτρια;». Καί λέει: «Μέ συγχωρεῖτε, πάτερ, ἀλλά ἐσεῖς ἀνήκετε σέ μία ἄλλη ἐποχή»! Αὐτή ἦταν ἡ ἀπάντηση τῆς κοπέλας! Βλέπετε ὅτι σήμερα οἱ ἄνθρωποι ἀσχολοῦνται ἰδιαιτέρως μέ τά μαλλιά τους. Ἀποτελεῖ καί αὐτό ἕνα μέρος τῆς ὅλης παρουσίας, τῆς μόδας καί προβολῆς. Ἄν ξέραμε ἐκεῖνα τά ὁποῖα ἔχομε, εἴτε σάν ὀμορφιά εἴτε σάν σωματικά προσόντα γενικά, ὅτι ἀποτελοῦν τήν πεπονόφλουδα, γιά νά γλιστρήσομε καί νά πᾶμε κατευθείαν στήν κόλαση, εἶναι ἀνάγκη καί μόνο νά σᾶς τό πῶ. Προσοχή πάρα πολλή! Ἰδίως ἡ γυναῖκα, ὄχι ὀλιγότερο καί ὁ ἄντρας σήμερα. Ὅταν μπεῖ στόν πειρασμό νά θέλει νά ἀρέσει, καί μάλιστα ὅλοι οἱ ἄνθρωποι θέλουν νά ἀρέσουν, τό ξέρουν αὐτό πολύ καλά, τό ἐκμεταλλεύονται αὐτό καί κολακεύουν. Καί ὅταν κολακεύσει κάποιος καί σοῦ πεῖ «τί ὡραῖα εἶναι τά μάτια σου, ἡ φωνή σου» κτλ., ὅταν σοῦ ποῦν αὐτά τά πράγματα, τήν πάτησες τήν πεπονόφλουδα, καί ὅταν τήν πατήσεις, βρέθηκες στήν κόλαση! Γιατί; Συνήθως ἡ πτώση σου εἶναι στήν περιοχή τῆς ἀνηθικότητας, τῆς πορνείας! Θά παρακαλέσω πάρα πολύ νά προσέξομε!».
(Βασιλειῶν Β’, ὁμιλία 14η)
«Θυμᾶμαι, βράδυ ἦταν, ὅταν ἄκουσα τίς εἰδήσεις, εἶναι μερικά χρόνια [1994], ὅτι καταργεῖται ἡ μαθητική περιβολή, ἡ ποδιά, καί σκεφτόμουν τί πανηγύρια πρέπει νά ἔκανε ὁ μαθητόκοσμος! Ἐγώ κουνοῦσα τό κεφάλι μου, γιατί ὅταν καταργεῖται ἡ μαθητική περιβολή, τότε ἀφήνεται ἐλεύθερη ἡ πιό ἔξαλλη ἀμφίεση καί ἡ πιό ἔξαλλη κόμμωση. Μοῦ ἔχουν πολλάκις πεῖ, πηγαίνουν μαθήτριες στό σχολεῖο ἀλλάζοντας ροῦχα κάθε μέρα! Ἔτσι, ἡ πλούσια κοπέλα θά κάνει τήν ἐπίδειξή της, καί ἡ φτωχιά; Ἀπό ἐδῶ μποροῦν νά κερδίσουν, ἀπό κάπου ἀλλοῦ χάνουν!».
            (Ἠσαΐας, ὁμιλία 19η)
«Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά γίνει φοβερός στούς ἐχθρούς του, ὅταν εἶναι πάρα πολύ πνευματικός ἄνθρωπος. Ἡ μέθοδος τοῦ νά γίνω φοβερός στόν ἄλλον ἤ νά ἀμυνθῶ στή ζωή μου δέν εἶναι νά μάθω τήν ἰαπωνική πάλη, πῶς λέγεται … Κάνα-δυό φορές εἶδα σέ ταξί τό παιδάκι τοῦ ταξιτζῆ νά μαθαίνει καράτε. Καί λέω: «Τό παιδάκι αὐτό εἶναι δικό σας;». «Ναί». «Μαθαίνει καράτε;». «Ναί». «Γιατί;». «Γιά νά μπορεῖ νά ἀμυνθεῖ στή ζωή του». Ἀγαπητοί μου, δέν εἶναι τό καράτε πού θά μᾶς κάνει νά ἀμυνθοῦμε στή ζωή μας, ἀλλά ἡ ἀπόκτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ποιός γονιός φροντίζει τό παιδί του νά ἔχει τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ; Ἄν τό φροντίζει, τότε ἔχει ἀκαταμάχητο σύμμαχο καί καθίσταται φοβερός στούς πάντας».
            (Κατηχήσεις Ἁγ.  Κυρίλλου, ὁμιλία 148η)
«Θυμᾶμαι, μοῦ ἔλεγε ἡ μητέρα μου, ὅταν ἤμουν πολύ μικρός, νά ἀγαπῶ τά ζῶα καί νά μήν τά κακοποιῶ. Μέ τήν εὐκαιρία θά σᾶς ἔλεγα ἐδῶ ὅτι τά ζῶα νά μήν τά κακοποιεῖτε ποτέ, ποτέ, ποτέ. Ἄστε ὅτι σήμερα τά πιό πολλά παιδιά τῶν ἐπαρχιακῶν μας πόλεων, μέ τόν τρόπο πού ζοῦν στίς πολυκατοικίες, οὔτε τή γάτα δέν ἔχουν δεῖ! Ὄχι δέν ἔχουν πιάσει, δέν ἔχουν δεῖ! Τό ἔχω παρατηρήσει αὐτό. Ἔρχονται πάνω στή μονή μας μικρά παιδιά, πού δέν ἔχουν δεῖ ποτέ γάτα, καί ἅμα δοῦν γάτα ἐπάνω στό μοναστήρι, βάζουν τά κλάματα, τίς φωνές! Τί θηρίο τάχα νά εἶναι αὐτό! Μέ τήν εὐκαιρία θά σᾶς ἔλεγα νά ἔχετε μία ἐπαφή μέ τά ζῶα, δηλαδή μία γνωριμία, νά μή σᾶς φοβοῦνται, νά μήν τά φοβᾶστε [ἀπευθύνεται ὁ Γέροντας σέ κορίτσια, κατηχητόπουλα στίς 6-11-1983], νά τά ἀγαπᾶτε. Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά μήν κακοποιεῖ ποτέ τά ζῶα, ποτέ, ποτέ. Ἔλεγε ἕνας Λατίνος συγγραφέας: «Ἐκεῖνος πού κακοποιεῖ τό σκυλί του, θά κακοποιήσει καί τόν πατέρα του!». Καί πράγματι, αὐτοί πού εἶναι βάναυσοι στά ζῶα, εἶναι βάναυσοι καί στούς ἀνθρώπους. Λοιπόν, ἐδῶ παιδιά θά λέγαμε τό ἑξῆς: Ὅτι ὁ Ἀδάμ θά ἦταν φίλος τῶν ζώων, θά τά ἀγαποῦσε πολύ τά ζῶα καί θά ἦταν ὁ κύριος τῶν ζώων καί ὁ θεός τῶν ζώων. Μοῦ ἔλεγε ἡ μητέρα μου: «Νά ἀγαπᾶς τά ζῶα, γιατί ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὁ θεός τῶν ζώων!». Μάλιστα τά κατοικίδια ζῶα, τά ὁποῖα ἔχουν ἀνάγκη ἀπό μᾶς νά τά ταΐσουμε, ἄν εἶναι κότες, νά τίς δώσουμε τό καλαμπόκι, τό κριθάρι, ἄν εἶναι γάτες, σκυλιά, νά τούς δώσουμε τό φαγητό, καί μοῦ ἔλεγε: «Πήγαινε νά ταΐσεις τίς κότες, πήγαινε νά ταΐσεις τό σκύλο, διότι ὁ θεός τῶν ζώων εἶναι ὁ ἄνθρωπος». Αὐτό δέν εἶναι ἔκφραση, εἶναι πραγματικότητα! Ὁ Θεός ἔκανε τόν ἄνθρωπο ἕνα μικρό θεό, νά ἐπιμελεῖται τή γῆ». 
            (Χριστιανική Ἀνθρωπολογία, ὁμιλία 30ή)
«Μία φορά, θυμᾶμαι, ἔφαγα ξύλο ἀπό τόν πατέρα μου, καί εἶπα: «Ἔννοια σου, θά σοῦ δείξω ἐγώ!». Τώρα, τί θά ἔκανα … Τό θέμα εἶναι ὅτι ὅταν μεγάλωσα, ὅλα τά ἄφησα, καί εἶπα: «Πόσο δίκαιο εἶχαν οἱ γονεῖς μου!». Ἄνθρωποι ἦταν, ἔκαναν λάθη. Στήν ἀγωγή γίνονται λάθη. Ὁ καλύτερος παιδαγωγός εἶναι ἐκεῖνος πού κάνει τά λιγότερα λάθη. Ἔτσι καί ὁ καλός γονιός. Θά κάνουν λάθη, θά εἶχαν κάποιες ἁμαρτίες. Δέν πρέπει νά τούς κατηγοροῦμε, ἀλλά νά τούς ἀγαποῦμε καί νά δείχνομε τήν ἀνοχή μας, ἄν δοῦμε κάτι ἄσχημο».
            (Ἀνώτερο Κατηχητικό Σχολεῖο, ὁμιλία 33η)
«Ἐμεῖς ἀχρηστεύομε τό νοῦ, πολλάκις ἀνοήτως. Σᾶς εἶπα ὅτι ἡ τηλεόραση καί πολλά ἄλλα πράγματα κάνουν πλύση ἐγκεφάλου. Δέν μοῦ λέτε, ἐγώ δέν θά τό ἤθελα, εἶμαι τόσο ἐγωϊστής, πού δέν θά τό ἤθελα, εἶμαι τόσο ὑπερήφανος, πού δέν θά τό δεχόμουν νά μοῦ κάνουν πλύση ἐγκεφάλου. Θά ἀποδεχτῶ κάτι, ὅταν τό κρίνω ὅτι πρέπει νά τό ἀποδεχτῶ, μέ ἁπλότητα. Ναί, τήν ἐν Χριστῷ πίστη μέ ἁπλότητα τή δέχομαι. Μή μοῦ κάνεις ὅμως πλύση ἐγκεφάλου, πού εἶναι ἀπό τίς σύγχρονες μεθόδους καταστροφῆς καί ἐξουδετέρωσης τῆς ἀνθρώπινης σκέψης, ἔ, ὄχι, πάει πολύ … Ἀποδέχεστε νά σᾶς κάνουν πλύση ἐγκεφάλου; Μήν κάθεστε μέ τίς ὧρες μπροστά στήν τηλεόραση. Εἶναι ἕνα στοιχεῖο πού κάνει πλύση ἐγκεφάλου. Ἐκεῖνο τό πές, πές, πές, κάτι θά πιάσει. Καί ὅταν σοῦ λέει τά ἴδια καί τά ἴδια, κάποτε πιάνει. Αὐτό λέγεται πλύση ἐγκεφάλου, σοῦ βάζει στό μυαλό ἐκεῖνο πού θέλει ἐκεῖνος πού βάζει τίς ἰδέες στήν τηλεόραση, καί στό τέλος, φτωχέ μου ἄνθρωπε, τίς ἀποδέχεσαι. Τί κρίμα! Λοιπόν, μήν ἀχρηστεύομε τό νοῦ μας. Νά εἶναι ἀκμαῖος καί νά σκέφτεται. Τό καλό νά τό ἀποδέχεται ἀμέσως, τό κακό νά  τό ἀπορρίπτει ἀμέσως. Ὅπως, ἀκόμη, ὁ Θεός δέν ἔκανε τό κεφάλι μας, νά κτυπᾶμε τή μπάλα στό ποδόσφαιρο. Κύριε, ἐλέησον, κατεβαίνει ἡ μπάλα μέ ὁρμή καί δίνομε ἐκεῖνες τίς κουτουλιές, τό ἔχετε δεῖ. Μία φορά συνέβη αὐτό στήν Κηφισιά μέ ἕνα παιδί, καί ἦταν τοῦ Κατηχητικοῦ σχολείου - καλό παιδί, ψηλό παιδί, ἔπαιζε ποδόσφαιρο-, σέ μία κουτουλιά ἔσπασε τό κρανίο του, βεβαίως, καί διάσειση ἐγκεφάλου ἀπό μέσα! Φοβερό πρᾶγμα! Ἔ, γι’ αὐτό μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός τό κεφάλι, γιά νά βαρᾶμε κουτουλιές στή μπάλα; Δέν εἶναι ἀνόητο πρᾶγμα αὐτό;  Καί τό ἴδιο πρᾶγμα, μᾶς ἔδωσε τό νοῦ, νά μήν τόν σπαταλοῦμε σέ ἀνόητα καί ἀβαθῆ πράγματα. Ἔτσι, ἔχομε, ὅταν δέν προσέχομε, τόν ἀθεολόγητο ἄνθρωπο καί τόν ἀφιλόσοφο ἄνθρωπο. Θά πῶ πολλές φορές, τί κρίμα!».
 (Σειράχ, ὁμιλία 159η) 
«Εἶναι πραγματικά ἀδύνατον, μά ἀδύνατον, νά ἔχουμε καθαρότητα καρδιᾶς, ἐάν ἔχουμε πλάι μας ἕνα κουτί τηλεόρασης». 
(Χριστιανική Ἀνθωπολογία, ὁμιλία 50ή)
«Ἄλλο πρᾶγμα μαθαίνω γράμμα καί ἄλλο πρᾶγμα μορφώνομαι».
 (Σειράχ, ὁμιλία 122η)
«Ἄν ἔχετε προσέξει, μεταφέρω κείμενα στό μάθημά μας, ὄχι μόνο γιατί πρέπει νά ὑπάρχει μία κατοχύρωση, διότι ὅταν λέμε κάτι καί ἐπικαλούμεθα τίς πατερικές ἑρμηνεῖες καί τήν Ἁγία Γραφή, ἀναμφισβήτητα κατοχυρώνουμε ἐκεῖνα τά ὁποῖα λέμε. Ὄχι μόνο γι’ αὐτό, ἀλλά καί γιά ἕνα ἀκόμη λόγο. Ἐπειδή εἶστε παιδιά πού μορφώνεστε, ἀλλά πού τά κείμενα τά ἀρχαῖα ἔχουν ἀποσυρθεῖ ἀπό τά σχολεῖα σας [12-02-1984], δέ θά πρέπει νά μήν ἔρχεστε, παρ΄ ὅτι δέ διδάσκεστε στίς πρῶτες τάξεις ἀρχαῖα, δέ θά πρέπει νά μήν ἔρχεστε σέ ἐπαφή μέ τά ἀρχαῖα κείμενα, γιατί δέ θά μπορεῖτε νά καταλαβαίνετε οὔτε τό Εὐαγγέλιο! Θέλω νά ἀκοῦνε τά αὐτιά σας τό ἀρχαῖο κείμενο, νά συνηθίζουν τά αὐτιά σας». 
(Χριστιανική Ἀνθρωπολογία, ὁμιλία 42η)
«Εἰλικρινά σᾶς λέγω, γιατί πολλοί ἀπό σᾶς μέ ρωτᾶτε: «Νά διαβάσω λογοτεχνία;». Πολλές φορές σᾶς ἐπιβάλλεται καί ἀπό τό σχολεῖο στό μάθημα τῶν Νεοελληνικῶν. «Νά διαβάσω λογοτεχνία;». Καί σᾶς ἀπαντῶ ὅτι στό μεγαλύτερο μέρος της ἡ λογοτεχνία εἶναι ἐπικίνδυνη, γιατί ὁ λογοτεχνημένος, καλύτερα ὁ τεχνικός λόγος, αὐτό θά πεῖ «λογοτεχνία», ὁ λόγος πού εἶναι ὄμορφα φτιαγμένος στήν πραγματικότητα δέν εἶναι παρά ἕνας φορέας ἰδεῶν. Ἄν λοιπόν μέ τόν ὡραῖον αὐτό φορέα, τό ὡραῖο δοχεῖο, παίρνεις ἕνα περιεχόμενο σάπιο, παίρνεις προσανατολισμό, ὁ ὁποῖος θά σέ ἀποκλίνει ἀπό τόν ἀληθινό σου προορισμό, τότε τί γίνεται; Τότε δέν εἶναι ἡ λογοτεχνία πραγματικά ἕνας μεγάλος ἀπατεών; Προσέξτε τή λογοτεχνία, παιδιά! Προσέξτε την! Ἡ λογοτεχνία πολλούς πραγματικά ἐξαπατᾶ. Μήπως καί ἡ φιλοσοφία; Δέν ἐξαπατᾶ πολλούς ἀνθρώπους;».
(Χριστιανική Ἀνθρωπολογία, ὁμιλία 61η)
«Στήν ἐποχή μου δέν ὑπῆρχαν πατερικές ἐκδόσεις, γι’ αὐτό τό λόγο εἶστε ἀπό τήν ἄποψη αὐτή, παιδιά, εὐτυχέστεροι ἀπό τή δική μας τήν ἐποχή. Βέβαια, γιά λόγους ἐνημέρωσης παίρνω τούς τόμους τῶν Πατέρων, σειρά τῆς Θεσσαλονίκης, καί ὅ,τι ἄλλο. Βέβαια, τά βλέπω καί λέω, ἀλίμονο, δέν θά προλάβω τίποτα νά διαβάσω ἀπ’ ὅλα αὐτά.  Καμιά φορά ἀνατρέχω σέ κάτι πού χρειάζομαι. Ἡ ζωή ἡ δική μας ἔχει περάσει ὡς πρός τόν ὄγκο τῆς προσφορᾶς [1993]. Ξεκινῆστε ἐσεῖς, νά μάθετε καί νά μελετήσετε ὅ,τι περισσότερο. Εἶναι κάτι γιά τό ὁποῖο ποτέ, μά ποτέ δέν θά μετανοιώσετε. Θά γίνετε καί κατά κόσμον καί κατά Θεόν σοφοί καί αὐτό εἶναι πολύ σπουδαῖο. Σήμερα οἱ ἄνθρωποι δέν θέλουν νά εἶναι σοφοί. Θέλουν νά εἶναι ὄμορφοι, νά ἔχουν χρήματα … ».
            (Ἀνώτερο Κατηχητικό Σχολεῖο, ὁμιλία 613η)  
«Δέν ξέρω ἄν ἔχετε διαβάσει ἕνα θαυμάσιο βιβλίο, τό συνιστῶ στίς κοπέλες καί στίς κυρίες, ἑνός Γερμανοῦ γιατροῦ: «Πίσω μας στέκει ὁ Θεός», εἶναι ἕνα θαυμάσιο βιβλίο! Νομίζω θά τό βρεῖτε στό βιβλιοπωλεῖο τῆς «Ζωῆς», ἴσως καί τοῦ «Σωτῆρος»».
(Τωβίτ, ὁμιλία 5η)
«Κουβέντιαζα μέ ἕναν μαθητή Λυκείου, ἐγώ προσωπικά, καί εἶπα κάτι κουβέντες καί λέει: «Μπά, εἶμαι ἐλεύθερος νά κάνω ὅ,τι θέλω»! Καί σκύβω καί τοῦ λέω: «Κοίταξε, ἀσφαλῶς εἶσαι ἐλεύθερος, ἀλλά νομίζεις ὅτι κάθε τί πού μπορεῖς νά κάνεις, σέ συμφέρει κιόλας;». Λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Πάντα μοι ἔξεστι, ἀλλ’ οὐ πάντα συμφέρει», «ὅλα μοῦ ἐπιτρέπονται», ἡ ἔννοια τῆς ἐλευθερίας, «ἀλλ’ οὐ πάντα συμφέρει», «ἀλλά ὅλα δέν συμφέρουν»!
            (Πρός Φιλιππησίους, ὁμιλία 1η)
«Θυμᾶμαι, στή Λάρισα, εἶχα πεῖ στά παιδιά τοῦ Κατηχητικοῦ Σχολείου, ἕνα παιδί τό ἐφήρμοσε, ἦταν στό Λύκειο. Σέ μιά ἀργία τί ἔκανε; Σχολεῖο βέβαια εἶχαν, γιατί καί οἱ ἀργίες ἔχουν δυστυχῶς καταργηθεῖ. Στήν ἐποχή μου εἴχαμε πολλές ἀργίες: Ἁγίου Δημητρίου, Ἁγίου Ἀντωνίου, νά εἶναι τό σχολεῖο ἀνοιχτό; Ὄχι, εἴχαμε ἀργίες! Τό παιδί ὅμως -τοῦ εἶχα πεῖ, μόνο αὐτό τό ἐφήρμοσε- ἔπαιρνε τή σάκα του, ἔτρωγε πρωινό, ἐρχόταν στήν ἐκκλησία, ὅταν εἴχαμε ἀργία, καί δέν ἦταν κλειστά ὅλα, ἐρχόταν μέ τή σάκα τό πρωί, ἐκκλησιαζόταν καί ἀμέσως μετά ἔφευγε καί πήγαινε στό σχολεῖο. Ἔχανε μόνο μία ὥρα τό πρωί. Ἐλᾶτε νά μοῦ πεῖτε τώρα, πού καταργήσαμε τίς ἀργίες, γιατί, ξέρετε τί λένε οἱ ἐχθροί του Θεοῦ; Εἶναι στό Ψαλτήρι γραμμένο: «Δεῦτε καταργήσωμεν τάς ἑορτάς τοῦ Θεοῦ ἐπί τῆς γῆς»! Πόσες ὧρες τά παιδιά σήμερα εἶναι ἐκτός σχολείου; Πάρα πολλές ὧρες χάνουν. Γιατί; Γιατί θυσιάζουν αὐτές τίς ὧρες πού πρέπει νά πᾶνε στήν ἐκκλησία, καί ἔτσι, ἀπό ἄλλο μέρος πληρώνομε τά σπασμένα! Καταργεῖς κάτι πού θεσμοθετεῖ ὁ Θεός; Ἀλίμονό σου!».
            (Σειρά Β΄, ὁμιλία 452η,  β΄)
«Πρέπει ὁ καθηγητής καί ὁ δάσκαλος νά καταρτίζονται συνεχῶς, γιά νά προσφέρουν σέ σᾶς καλό μάθημα. Νά κάνω μία παρένθεση. Ἄν ὑπάρχει τό φαινόμενο τῆς λεγόμενης καζούρας, δέν εἶναι παρά ἡ ἀντίδραση τῆς τάξης γιά ἕναν καθηγητή ἤ δάσκαλο, προπαντός καθηγητή, πού εἴτε πηγαίνει ἀδιάβαστος εἴτε ἡ ὅλη του στάση δέν εἶναι ἐκείνη πού ἔπρεπε νά εἶναι. Ἡ καζούρα εἶναι μιά ἀντίδραση ἀποδοκιμασίας. Ὁ καθηγητής ἤ ὁ δάσκαλος ὁ σοφός, ὁ καταρτισμένος … κρέμονται ἀπό τά χείλη του οἱ μαθητές. Νά κάνουν καζούρα; Ἀδιανόητο! Θυμᾶμαι δύο καθηγητές -τρεῖς ἦσαν- τέτοιους. Ἐγώ εὐτύχησα τούς δύο νά ἔχω. Θυμᾶμαι, ὁ ἕνας, μακαρία ἡ μνήμη καί τῶν τριῶν, τά παιδιά δέν ἔβγαιναν στό διάλειμμα ἔξω. Τούς συνέπαιρνε τό μάθημα τῶν καθηγητῶν! Καί οἱ τρεῖς, φιλόλογοι, δέν ἔβγαιναν διάλειμμα, ἦταν ἐκπληκτικό! Ἄν ἔτσι στέκεσαι, ὑπάρχει τό φαινόμενο τῆς καζούρας; Ποτέ. Ἀλλά καί ὁ μαθητής πρέπει νά ἀνταποκριθεῖ. Ἔχει ἐργοδότη του, ὄχι πιά τόν καθηγητή πού θά τόν ἐξετάσει. Ἔχει ἐργοδότη τόν Χριστό! Γιατί ὁ Χριστός θέλει νά εἶσαι καταρτισμένος ἄνθρωπος, ὄχι ἐλλιπής, γιατί πρέπει νά μάθεις κάποια γράμματα. Γιατί ἄν δέν τά μάθεις, πῶς θά ἀποδώσεις; Ἤ νά μάθεις τήν τέχνη σου, νά εἶναι σωστή, νά μήν εἶσαι ἄτεχνος. Θά πρέπει νά ἔχομε φιλοτίμως ἐργαζόμενα παιδιά. Γι’ αὐτό λέγει ὁ 2ος Ψαλμός: «Δράξασθε παιδείας, μήποτε ὀργισθῇ Κύριος καί ἀπωλεῖσθε ἐξ ὁδοῦ δικαίας»: «Ἁρπάξατε τήν παιδεία, μή καμιά φορά ὀργισθεῖ ὁ Κύριος καί χαθεῖτε»! Θά τήν ἁρπάξομε τήν παιδεία, γιατί τήν ἔχομε ἀνάγκη, γιατί ἀφεντικό μας εἶναι αὐτός ὁ Χριστός!».
            (Πνευματική Διαθήκη Τωβίτ, ὁμιλία 29η)
«Ἔχασαν πιά οἱ σχολικές ἐκδρομές τόν χαρακτήρα τόν παιδαγωγικό τους, κατά κανόνα θά πᾶνε σέ μία καφετέρια, ἰδίως ὅταν πᾶνε σέ ἄλλη πόλη. Κρίμα, κρίμα, κρίμα! Λοιπόν, προσοχή, τολμῶ, καί ἄς ἔρθει κάποιος νά μοῦ ζητήσει καί τά ρέστα, ὅταν σᾶς εἰπωθεῖ ὅτι θά πᾶνε σέ ἄλλη πόλη, μήν ἀφήσετε τό παιδί σας νά πάει ἐκδρομή. Καί ἄς ἔρθει ἐδῶ ὅποιος θέλει νά μοῦ ζητήσει λόγο. Καί ἐγώ θά τοῦ ἀπαντήσω. Σᾶς εἶπα, οἱ μέρες εἶναι πονηρές, εἰδικά στίς τωρινές, ἔσχατες μέρες».
 (Ἠσαΐας, ὁμιλία 67η)
«Σοκολάτα λέγαμε στήν ἐποχή μας, καί ἔπεφταν τά σάλια μας καί κοιτούσαμε τά χέρια τῶν ἐπισκεπτῶν καί συγγενῶν, ὅταν ἔρχονταν, μπάς καί μᾶς ἔφερναν καμιά σοκολάτα! Καί ἀγοράζουν τώρα τά παιδιά σοκολάτες καί παίρνουν ἀπό μέσα ἐκεῖνες τίς φωτογραφίες τῶν ἠθοποιῶν, τῶν ποδοσφαιριστῶν, τῶν ἀθλητῶν, καί πετᾶνε τή σοκολάτα στό καλάθι τῶν ἀχρήστων, ὅταν εἶναι στό σχολεῖο τους!».
(Δεκάλογος, ὁμιλία 8η)
«Σήμερα [3-4-1989] τό ἔλεγα σέ κάποιο παιδί, ὁ ὁποῖος μοῦ εἶπε ὅτι τοῦ ἀρέσει πολύ ὁ καφές. Τοῦ λέω: «Ὁ καφές;». Δέν θά πίνει καφέ, διότι … διότι … κτλ., καί μάλιστα, παιδί νά πίνει καφέ; Εἶναι πάρα πολύ ἐπικίνδυνο! Ἄν τό κρίνετε σωστό, δέν πρωτοτυπῶ, εἶναι γραμμένο, ὁ καφές δέν εἶναι ἐδώδιμο προϊόν, δηλαδή φαγώσιμο, ὁ καφές εἶναι φαρμακολογικό προϊόν καί θά ἔπρεπε νά πουλιέται στά φαρμακεῖα καί ὄχι στά μπακάλικα. Φταίει ὁ Θεός, ἄν ἐμεῖς κάνομε κακή χρήση τῶν πραγμάτων; Βέβαια ὄχι ὁ Θεός!».
            (Κατηχήσεις Ἁγ. Κυρίλλου, ὁμιλία 153η)
«Πολλές φορές μέ ρωτοῦν τί νά ἀκολουθήσουν ὡς ἐπάγγελμα. «Παιδάκι μου, νά ἀκολουθήσεις ἐκεῖνο πού ἀγαπᾶς καί ἐκεῖνο στό ὁποῖο ἔχεις μιά δεξιότητα, αἰσθάνεσαι ὅτι μπορεῖς νά τά βγάλεις πέρα και σέ αὐτό θά πετύχεις καί ὄχι σέ κάτι πού σοῦ λένε οἱ ἄλλοι, γιά νά βγάλεις περισσότερα χρήματα, καί ἀπό ἐκεῖ δέν ἔχεις οὔτε τήν ἱκανότητα οὔτε καί τήν κλίση».
            (Σειράχ, ὁμιλία 176η)
«Τό βιοποριστικό μας ἐπάγγελμα, ὅσο καί ἄν σᾶς φανεῖ περίεργο, κάποτε καί ἐμένα, ὅταν ἤμουν ἔφηβος, μοῦ εἶχε κάνει πολλή ἐντύπωση, ὅταν εἶπε ὁ ὁμιλητής ὅτι τό βιοποριστικό μας ἐπάγγελμα εἶναι δευτερεῦον, οὐσιαστικά πάρεργον. Τό κύριο ἔργο τοῦ ἀνθρώπου πού γνώρισε τό Θεό εἶναι νά λατρεύει τό Θεό, ὅλα τά ἄλλα εἶναι γιά νά ζήσει, γιατί εἶναι ἀκόμη ἐδῶ στήν γῆ. Ἀπόδειξις ὅτι στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ δέν θά ὑπάρχει ἔργο ἐπαγγελματικό, θά ὑπάρχει μόνο τό ἔργο τῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι τό πρῶτο. Γι’ αὐτό καί ἡ προσευχή ἡ διηνεκής, γι’ αὐτό διηνεκῶς: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με».
(Ἠσαΐας, ὁμιλία 28η)
«Δέν ξέρω ἄν καταφέρω μέ αὐτά πού σᾶς λέγω, νά σᾶς μεταφέρω τήν ἀπόγνωσή μου καί τήν ἀπελπισία μου. Νά λές στό παιδί σου: «Δέν τό βλέπεις αὐτό;», καί νά μήν καταλαβαίνει τίποτα! Σοῦ ἔρχεται τό αἷμα στό κεφάλι, νά μιλήσω ἔτσι ἁπλοελληνικά. Γι’ αὐτό, θά πρέπει νά κάνομε αὐτοκριτική. Τό κακό εἶναι πάρα πολύ!».
(Περί παθῶν, ὁμιλία 14η)
«Ὅσοι πηγαίνουν στό Πανεπιστήμιο τούς λέγω ὅτι: «Θά ἀντιμετωπίσετε τό ἔτος σάν νά ἦταν Γυμνάσιο. Παίρνομε τά βιβλία μας, τή σάκα μας, διαβάζομε κάθε μέρα τό μάθημά μας. Κάντε το ἔτσι σάν φοιτητές, καί θά δεῖτε, στό τέταρτο ἔτος θά ἐνθυλακώσετε τό πτυχίο σας καί ὅλα τά καλοκαίρια θά τά ἔχετε ἐλεύθερα, θά κινεῖστε ὄμορφα, χωρίς ἀγωνίες, χωρίς νά χρωστᾶτε καί νά κάνετε μεταφορές μαθημάτων». Ὅσοι τό ἐφήρμοσαν πῆγαν θαυμάσια, ἀλλά ἐπειδή θέλω πάντα καί ἐγώ νά ἔχω τήν ἀμοιβή μου, τούς λέγω: «Ἄν ἔτσι τό κάνετε, στό τέλος πού θά πάρετε τό πτυχίο θά μοῦ φέρετε μία τούρτα!». Ναί, βέβαια, διαβητικός εἶμαι, δυστυχῶς, καί δέν μπορῶ νά φάω γλυκά … Ἄν ψάξω ἐδῶ, θά βρῶ κάποιους πού μοῦ ἔχουν φέρει τούρτα, καί ἀπό τά ἀγόρια καί ἀπό τά κορίτσια, γιατί πῆραν τό πτυχίο τους μέ τή συμβουλή αὐτή!».
            (Ἀνώτερο Κατηχητικό Σχολεῖο, ὁμιλία 613η)
«Συνάντησα τήν περασμένη ἑβδομάδα κάποιο νέο, φοιτητή, στό δρόμο, καί ὅταν τοῦ εἶπα νά ἔχει μιά πνευματικότερη ζωή, μοῦ λέγει ὅτι: «Μά, ἐγώ θέλω νά εἶμαι κοινωνικός ἄνθρωπος»! «Ὄχι», τοῦ λέγω, «εἶσαι κοσμικός ἄνθρωπος, δέν εἶσαι κοινωνικός. Πῆγες ποτέ σέ κανένα νοσοκομεῖο, νά δεῖς τούς ἀσθενεῖς; Πῆγες σέ κανένα φτωχό σπίτι, νά δεῖς τί κάνουν ἐκεῖνοι οἱ ἄνθρωποι; Τότε θά σέ ἔλεγα κοινωνικό ἄνθρωπο!». Εἶναι αὐτό πού λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Τό χαίρειν μετά χαιρόντων καί κλαίειν μετά κλαιόντων», νά χαίρεις μέ αὐτούς πού χαίρονται καί νά κλαῖς μέ αὐτούς πού κλαῖνε. Αὐτός εἶναι ὁ ὁρισμός τοῦ κοινωνικοῦ ἀνθρώπου, ὄχι ποῦ γίνεται χορός νά τρέξεις. Αὐτό δέ λέγεται κοινωνικότητα, αὐτό λέγεται κοσμικότητα. Κοινωνικός ἄνθρωπος εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος συναντιλαμβάνεται τά καρδιοχτύπια, τίς χαρές καί τά κλάματα τῆς κοινωνίας!».
(Τωβίτ, ὁμιλία 16η)
«Πάρα πολλά παιδιά, νέοι, μπορεῖ νά μέ ἀκοῦν κάποιοι ἀπό αὐτούς, πού εἶναι φοιτητές καί νοικιάζουν δωμάτιο, Ἀθήνα, Θεσσαλονίκη, ὅπου …, μάλιστα ἐγώ τούς δίνω μερικές φορές κανένα μοσχολίβανο, λίγο κεράκι, κανένα καρβουνάκι, καί τούς λέω: «Ἐκεῖ, ὅταν θά κάνεις τήν προσευχή σου, φρόντισε νά ἀνάβεις καί ἕνα κεράκι, νά ἀνάβεις καί τό καντήλι σου». Ἀγαπητοί μου, μία τέτοια προσευχή μέ θυσία εἶναι μεγάλο πρᾶγμα. Θέλετε κάτι; Ἕνας νέος ἤ μία νέα πού θά κάνει τό πρωί τήν προσευχή ἀνάβοντας κανδήλι καί κεράκι καί θυμίαμα, σᾶς ρωτῶ, μέσα στήν ἡμέρα θά κινηθεῖ πορνικά; Σίγουρα ὄχι. Μπορεῖ νά ἔχει πειρασμούς, ἀλλά δέν θά πέσει σέ τέτοιον πειρασμό. Γίνεται εὐπρόσδεκτη ἡ θυσία αὐτή καί ὁ Κύριος δίδει τή Χάρη!».
            (Σειράχ, ὁμιλία 261η)
«Σᾶς βεβαιώνω, παιδιά πού σπουδάζουν Ἰατρική, παιδιά δικά μας, ἐξομολογοῦνται ἤ ὅ,τι ἄλλο, στά παιδιά αὐτά λέγω: «Προσέξτε!». «Πῆρες τό πτυχίο, θά βλέπεις ἀσθενεῖς; Ξέρεις ποιά εἶναι ἡ εὐθύνη σου; Τεράστια. Τό πρωί, ἐκτός ἀπό τή συνήθη σου προσευχή, θά ἔχεις ξεχωριστό αἴτημα νά σέ φωτίσει καί νά σέ βοηθήσει ὁ Θεός, νά κάνεις καλή διάγνωση, γιά νά μπορεῖς νά κάνεις καί τήν καλή θεραπεία. Καί θά ἐπικαλεῖσαι πάντοτε τό ὄνομα τοῦ μεγάλου Ἰατροῦ, πού εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, πού εἶναι Ἰατρός ψυχῶν καί σωμάτων, γιά νά ἔχεις ἐπιτυχία. Ὅ,τι δηλαδή ἔκανε ὁ Ἅγιος Παντελεήμων, ὅ,τι ἔκαναν οἱ Ἅγιοι Ἀνάργυροι κτλ., νά ἔχομε βοηθό τό Θεό».
(Ἰεζεκιήλ, ὁμιλία 15η)
«Τί εἶναι οἱ στρατιῶτες; Εἶναι τά παιδιά τοῦ λαοῦ, τά παιδιά μας, εἶναι αὐτοί πού ἀποτελοῦν τό στρατό. Οἱ ἀντιρρησίες συνείδησης, ξέρετε τί θά πεῖ, τί εἶναι αὐτοί οἱ ἀντιρρησίες συνείδησης; «Δέν πάω, γιατί δέν πιάνω ὅπλο». Τό ἔκαναν οἱ χιλιαστές, τώρα τό κάνουν καί οἱ μή χιλιαστές! «Εἶμαι ἀντιρρησίας συνείδησης» … Θά μοῦ τό ἐπιτρέψετε; Καημένη, βρεγμένη σανίδα, ποῦ εἶσαι;  Ἄ,… θά μοῦ πεῖτε: «Βία … καταπίεση … ».  Ζητῶ συγγνώμη!».
(Ἠσαΐας, ὁμιλία 16η)
«Παρ΄ ὅτι ἀφορᾶ τόν ἑαυτό μου, θά μέ συγχωρέσετε,  θά τό πῶ, γιατί μοῦ ἔκανε πάρα πολλή ἐντύπωση. Ὅταν πηγαίνουν παιδιά μας στρατιῶτες, ἐδῶ ἴσως νά ὑπάρχει κανένας πού ξέρει τή συμβουλή αὐτή. Τή λέγω σέ ὅλους. Λέω τοῦτο: «Κοίταξε, πᾶς στρατιώτης, ἀλλά θά νηστεύεις». Ἐσεῖς ἀκούσατε πουθενά νά λέει ὁ πνευματικός στό στρατιώτη νά νηστεύει; Πού τό καζάνι καί ἡ καραβάνα δέν εἶναι τῆς δικαιοδοσίας, καί πού, ὑποτίθεται, δέν μπορεῖ νά βγαίνει ἔξω καί νά τρώει; Πῶς εἶναι δυνατόν νά νηστέψει; Καί ὅμως, ἀγαπητοί μου, τονίζω καί λέω: «Θά νηστέψεις, ὄχι Τετάρτη καί Παρασκευή μόνο, ἀλλά καί τίς Σαρακοστές ὁλόκληρες». Σᾶς τό λέω ἀλήθεια! Καί τό τηροῦν τά παιδιά αὐτό λίγο–πολύ, ἄλλοι ἀπολύτως, ἄλλοι λιγότερο, τό τηροῦν. Καί λέω τό ἑξῆς στήν ἀπορία σας, πῶς μπορεῖ νά συμβεῖ αὐτό. Ὁ στρατός μαγειρεύει ὅλη τήν ἑβδομάδα, καί λέω τό ἑξῆς: Στό στρατό, ὅταν κάνουν μακαρόνια μέ κρέας ἤ κοτόπουλο, δέν ψήνουν τά μακαρόνια μαζί μέ τό κρέας, ὅπως τά κάνομε στό σπίτι μας. Βράζουν τά μακαρόνια χωριστά καί τό κρέας χωριστά. Λέω λοιπόν: «Ἔστω, ἄν ψήθηκε τό κρέας μέ τά μακαρόνια, θά βγάλεις τό κρέας, ἔστω καί ἄν ψήθηκε, θά βγάλεις τό κρέας ἀπό πάνω, θά τό δώσεις στό διπλανό σου. Ἄν σέ ρωτήσει γιατί, πές του: «Μή ρωτᾶς». Ἄν ἐπιμείνει, πές ὅτι: «Νηστεύω». Δέν εἶναι ὑπερηφάνεια αὐτό, εἶναι ὁμολογία πίστεως. Σήμερα, ἄν θρησκεύεις, θεωρεῖσαι κομπλεξικός καί κατώτερος ἄνθρωπος, με περιορισμένη ἀντίληψη καί ὀπισθοδρομικότητα! Ἄν τό πεῖς, δέν εἶναι ἐπίδειξη, εἶναι ὁμολογία. Θά βγάλεις λοιπόν τό κρέας, θά τό δώσεις στό διπλανό σου καί θά φᾶς τά μακαρόνια, ἔστω καί ἄν εἶναι μέ ζουμί τοῦ κρέατος. Ὁ Θεός πού σέ βλέπει ὅτι στερεῖσαι τό κρέας γιά Ἐκεῖνον, εἶναι νηστεία ἀνώτερη ἀπό ἐκείνη πού θά κάνω ἐγώ στό σπίτι μου, ἀλάδωτο.
            Πῶς ἔγινε, καί στήν ἀρχή τούτης τῆς Σαρακοστῆς εἶχα πάρει σέ ἕνα γυναικεῖο Μοναστήρι στήν Ἀθήνα τηλέφωνο γιά μία ὑπόθεση, καί τό Μοναστήρι αὐτό συνδεόταν μέ τόν μακαρίτη π. Ἰουστῖνο Πόποβιτς. Καί δέν φαντάζεστε, αὐτό τό εἶχα πεῖ στούς στρατιῶτες, γιατί ἔτσι τό ἔκρινα, ὅταν κρίνομε κατά πνεῦμα κάτι. Δέν φαντάζεστε τήν ἔκπληξή μου, ὅταν μοῦ εἶπε, πρίν ἐγώ ἀναφέρω τίποτε γιά παιδιά τοῦ Οἰκοτροφείου, Σέρβοι πού ἔρχονταν στήν Ἑλλάδα. Τούς εἶχε πεῖ ὁ π. Ἰουστῖνος Πόποβιτς ἀκριβῶς τό ἴδιο πρᾶγμα, πού δέν ἦταν γραμμένο αὐτό πουθενά! Καί λέει κανείς: Τί γίνεται; Νά, ἁπλούστατα, αὐτό θά πεῖ: «Tό αὐτό φρονεῖν» μέσα στήν Ἐκκλησία! Νά ἔχω τό ἴδιο φρόνημα μέ τόν ὀρθόδοξο Γιαπωνέζο, Ἀφρικανό κτλ., γιατί πίσω ἀπό τόν Ἕλληνα, Ἀφρικανό, Γιαπωνέζο, εἶναι τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, ἀρκεῖ ταπείνωση, νά τηροῦμε τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, καί τότε ὑπάρχει μία εὐθυγράμμιση. Αὐτό πού λέει ἐδῶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Τῷ αὐτῷ κανόνι στοιχιεῖ»: νά εἴμαστε ὅλοι ζυγισμένοι σέ μία γραμμή καί αὐτό σημαίνει «τό αὐτό φρονεῖν»!».
            (Πρός Φιλιππησίους, ὁμιλία 14η)
«Πόσες φορές ἔχω πεῖ σέ παιδιά μας πού ὑπηρετοῦν στρατιῶτες, εἴτε προέρχονται ἀπό στρατιωτικές σχολές εἴτε εἶναι ἁπλοί στρατιῶτες:  «Παιδί μου πρόσεξε, θέλεις νά σέ φυλάξει ὁ Θεός σέ περίπτωση πολέμου; Βέβαια, νά προσέχεις σέ ὅλη σου τή ζωή, δύο πραγματάκια νά προσέξεις. Πρόσεξε τή βλασφημία τῶν Θείων καί τά σαρκικά ἁμαρτήματα, τήν πορνεία. Ἄν φυλαχθεῖς ἀπό αὐτά τά δύο, θά σέ φυλάξει ὁ Θεός!».
            (Ἠσαΐας, ὁμιλία 67η)
«Ἕνας θεῖος μου ἦταν στρατιώτης στή Μ. Ἀσία. Ἡ ἐνοματία του, ἦταν καμιά δεκαριά ἄντρες, πῆγαν σέ ἕνα τουρκικό πορνεῖο. Ὁ θεῖος μου δέν ἔκανε τίποτε, δηλαδή εἶχε τό φόβο τοῦ Θεοῦ, ὅ ἴδιος μοῦ τό ἔλεγε, δέν ἔκανε τίποτε, κάθησε ἥσυχα καί δέν ἐπόρνευσε. Μάλιστα ἔζησε κάπου 90 τόσα χρόνια, πῶς συνέπεσε, ὁ τελευταῖος πνευματικός -γιατί πάντα ἐξομολογεῖτο- ἐξομολογήθηκε σέ μένα ὁ θεῖος ὁ Χρῆστος! [συγκίνηση]. Λοιπόν, ἀκοῦστε. Τήν ἄλλη μέρα ἔδωσαν μάχη μέ τούς Τούρκους. Ἐφονεύθησαν ὅλοι, πλήν τοῦ θείου μου. Εἶχε τό σημεῖο!
 Θέλετε πιό πολλά; Σᾶς παραπέμπω σέ ἐκείνη τήν πανωφέλιμη ἱστορία, διήγηση τοῦ Ἁγίου Νικολάου τοῦ ἀπό στρατιωτῶν, πού γιορτάζει στίς 24 Δεκεμβρίου. Ἀνοῖξτε τό συναξαριστή σας καί θά δεῖτε γι’ αὐτό τό στρατιώτη. Στρατιώτης ἦταν, τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους, ἐναντίον τῶν Βουλγάρων. Καί ὅμως, ἐπειδή ἀρνήθηκε νά κάνει τήν ἁμαρτία, ἦταν ὁ μόνος πού σώθηκε. Ὁ δέ ἑλληνικός στρατός, ὁ βυζαντινός στρατός, εἶχε ὑποστεῖ ἀπό τούς Βουλγάρους πανωλεθρία. Γιατί σέ ἕνα πανδοχεῖο πού εἶχε πάει, ποιός ξέρει …, οἱ ἄλλοι στρατιῶτες, σοῦ λένε: «Δέν βαριέσαι, ὅ,τι βρῶ μπροστά μου … ». Ὁ Θεός νά φυλάξει! Τό λέω πολλές φορές στά νέα παιδιά μας: «Θέλεις νά σέ φυλάξει ὁ Θεός; Πρόσεξε δύο ἁμαρτήματα, τή βλασφημία τῶν Θείων καί τήν πορνεία, εἰδικά σέ πολεμική περίοδο». Προσέξτε πολύ, εἶναι δύo ἁμαρτήματα πού δέν ἀνέχεται ὁ Θεός.
Καί ἐκεῖ ἐκστρατεύουν, σταμάτησαν σέ ἕνα χάνι, ἐκεῖ ὁ Νικόλαος ἔφαγε μέ τόν πανδοχέα καί ἦρθε ἡ κόρη τοῦ πανδοχέα νά σερβίρει, ἡ ὁποία κοίταξε τό νεαρό στρατιώτη, τῆς ἄρεσε, καί μετά, ὅταν πῆγε νά κοιμηθεῖ, πῆγε στό δωμάτιό του, τοῦ κτύπησε τήν πόρτα, γιά νά κάνει ἁμαρτία. Τότε τῆς λέει: «Κοπέλα μου, δέ λυπᾶσαι πρῶτα-πρῶτα τή δική σου παρθενία, ὕστερα δέ λυπᾶσαι ἐμένα, πού πηγαίνω στόν πόλεμο καί ὁ Θεός δέ θά μέ φυλάξει, ἄν πορνεύσω;».  Πράγματι, τό κατενόησε καί ἔφυγε. Εἶχαν μείνει καί τό δεύτερο βράδυ. Καί ξαναπῆγε, γιατί νικήθηκε ἀπό τόν πονηρό. Τή δεύτερη φορά ὁ ὅσιος Νικόλαος τήν ἔδιωξε: «Φύγε ἀπό ‘δῶ!», κατά τό «Ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ!». Τήν προηγούμενη τῆς μάχης εἶδε ἕνα περίεργο, ζωντανό ὄνειρο. Εἶδε κάποιον νά εἶναι σέ ἕνα θρόνο καί τοῦ λέει: «Νικόλαε, -ἦταν ὁ Χριστός ἐπί τοῦ θρόνου–, τοῦ λέει, Νικόλαε, τί βλέπεις;». Εἶχε τό ἕνα πόδι πάνω στό ἄλλο. Τοῦ εἶπε: «Βλέπεις αὐτό;». Μετά ἄλλαξε τά πόδια. Τοῦ λέει: «Τί βλέπεις;». «Βλέπω αὐτό». «Λοιπόν, θά νικᾶ ὁ βυζαντινός στρατός στήν ἀρχή, μετά ὅμως θά ὑπερφαλαγγιστεῖ ἀπό τούς Βουλγάρους. Γύρισε πίσω σου νά δεῖς. Μία πεδιάδα γεμάτη ἀπό μνήματα. Τί ἄλλο βλέπεις;». «Βλέπω ἕναν τόπο ὅσο γιά ἕνα μνῆμα, ἀλλά δέν εἶναι μνῆμα». «Θά ἦταν τό μνῆμα σου, ἄν εἶχες πέσει στόν πειρασμό ἐκεῖνο στό πανδοχεῖο. Θά σωθεῖς ἐσύ, πολλοί θά φονευθοῦν». Ἔγινε ἡ μάχη, ὅπως τά εἶπε ὁ Κύριος. Τόσο συνεκλονίσθη ἀπό αὐτό, ὥστε ὁ νεαρός Νικόλαος, ὁ στρατιώτης, ἔγινε μοναχός,  ἔγινε ἡγούμενος καί λέγεται ὁ ὅσιος Νικόλαος ὁ ἀπό στρατιωτῶν.
Βλέπετε πῶς σώζει ὁ Θεός ἐκείνους πού θά φύγουν μακριά ἀπό τήν πορνεία;».
(Ἰεζεκιήλ, ὁμιλία 20ή)
«Τό φαινόμενο τῶν ναρκωτικῶν εἶναι ἕνα φαινόμενο πού πρέπει νά ἐρευνηθεῖ περισσότερο ψυχολογικά. Ἀπό ὅ,τι ἔχω διαπιστώσει ἐξ αὐτοψίας, δηλαδή ἐρωτώντας παιδιά, τά ὁποῖα χρησιμοποιοῦν ναρκωτικά, ἔχουν φτάσει, βεβαίως, καί σέ μένα ναρκομανεῖς καί τούς βλέπω μέ οἶκτο. Τί νά πῶ, δέν ξέρω τί συναίσθημα ἐπικρατεῖ μέσα μου, ἅμα βλέπω ναρκομανεῖς … Ἕνα διαπίστωσα, ξέρετε ποιό εἶναι; Ἡ δειλία, ἕνα φαινόμενο, εἶναι καί ἄλλα φαινόμενα, ἡ δειλία, νά ἀντιμετωπίσει τό σύγχρονο παιδί, ὁ σύγχρονος νέος, τήν πραγματικότητα τῆς ζωῆς. Τό ναρκωτικό στήν πραγματικότητα εἶναι φυγή ἀπό τήν πραγματικότητα. Ἄν τό θέλετε, καί τό τσιγάρο τό ἴδιο πρᾶγμα εἶναι. Θά μποροῦσε κάποιος νά πεῖ -συνηθισμένο φαινόμενο- ὅτι ἔμαθα νά καπνίζω ἀπό τή στενοχώρια μου, ἤ τό εἶχα κόψει καί ἐπανῆλθα νά καπνίζω ἀπό τή στενοχώρια μου. Μόλις ἄρχισα νά στενοχωριέμαι μέ ἕνα θέμα, ἕνα πρόβλημα πού μέ ἀπασχόλησε, ἀμέσως ἔπιασα τό τσιγάρο. Γιατί;  Γιατί τό θεωρεῖ μιά φυγή, ἐπειδή δημιουργεῖ μία νάρκωση στό μυαλό, μία εὐφορία, καί συνεπῶς εἶναι μία φυγή ἀπό τήν πραγματικότητα. Αὐτό σέ μεγέθυνση, θά λέγαμε, συμβαίνει στά ναρκωτικά. Οἱ σύγχρονοι νέοι μας δέν μποροῦν νά ἀντιμετωπίσουν οὔτε τόν πόνο οὔτε τήν πραγματικότητα τῆς ζωῆς οὔτε τίς δυσκολίες, καί καταφεύγουν στά ναρκωτικά. Αὐτό εἶναι μία πρώτη ἑρμηνεία. Ἔχομε ὅμως κι ἄλλες ἑρμηνεῖες, ὄχι ὅτι ἡ μία καταργεῖ τήν ἄλλη, ἀλλά ἁπλῶς ἡ μία συμπληρώνει τήν ἄλλη». 
(Δευτερονόμιο, ὁμιλία 14η)
«Τά ναρκωτικά νομίζω ὅτι εἶναι ἕνα πάρα πολύ καλό ὅπλο στά χέρια τοῦ διαβόλου. Τό τί θραύση κάνουν … Νά δεῖτε νέους καί νέες πῶς κινοῦνται, ἔχω, δυστυχῶς, τό κακό προνόμιο νά δέχομαι τοξικομανεῖς, ἔχω δυστυχῶς αὐτό τό προνόμιο, γιατί τά παιδιά αὐτά, ἄν κάπου, λίγο συνέλθουν,  ζητοῦν βοήθεια. Ποῦ θά πᾶνε; Στόν γιατρό θά πᾶνε, στόν πνευματικό θά πᾶνε. Μέ ἀκούσατε; Δέχομαι τέτοια παιδιά καί δέν ξέρω πῶς νά τά βοηθήσω! Ἡ βούληση εἶναι σμπαραλιασμένη, γιατί …, τί νά τοῦ πεῖς … «Μήν ξαναπάρεις»; Σοῦ λέει: «Δέν θέλω». Καί μόλις βγεῖ ἔξω, ξαναπαίρνει. Καί γυρίζει καί σοῦ λέει: «Μοῦ εἴπατε ὄχι, ἀλλά ἐγώ ξαναπῆρα, δέν μποροῦσα νά κάνω διαφορετικά». Φοβερό πρᾶγμα!».
(Κατηχήσεις Ἁγ. Κυρίλλου, ὁμιλία 206η)
«Ἔχω φοβερή ἐμπειρία πάνω στό θέμα αὐτό [τῆς ρόκ μουσικῆς]. Ξέρετε τί θά πεῖ, ἀγαπητοί μου, νά βλέπεις νέο, πού ὅταν ἀκούει μουσική, νά τά σπάζει ὅλα μέσα στό σπίτι του; Σᾶς τό μαρτυρῶ καί σᾶς τό ἐξηγῶ. Σᾶς λέω ἀλήθεια! Νά προσέξομε, γιατί οἱ ἄνθρωποί μας, τά παιδιά μας, οἱ νέοι μας ἰδιαιτέρως, δαιμονίζονται!»
            (Σειρά Β΄, ὁμιλία 101η,  β΄)
«Πρέπει νά ἀντιδροῦμε, εἶναι ἀνάγκη νά ἀντιδροῦμε, ἔστω καί ἰδιωτικά. Νά ποῦμε στόν ἄλλον ἄνθρωπο: «Κοίταξε, παιδί μου, μήν πᾶς νά ἀκούσεις αὐτή τήν μουσική, τήν ἀμερικάνικη. Περίεργη μουσική, οὔτε γιά κανιβάλους δέν εἶναι αὐτή ἡ δαιμονική μουσική. Πρόσεξε, εἶναι σημάδι παρακμῆς». Νά σᾶς πῶ κάτι: Ὑπάρχουν παιδιά, πού τούς τό ἔχω πεῖ, καλῶν οἰκογενειῶν, χριστιανικῶν οἰκογενειῶν, καί δέν τό ἐδέχοντο. Ἐγώ θά ἔλεγα, καί τό λέω ἀπό μέσα μου: «Ἐγώ, παιδί μου, σοῦ τό εἶπα, τί θά κάνεις ἐσύ εἶναι δικός σου λογαριασμός -τοῦ τό εἶπα μέ τόν δραματικότερο τρόπο- δέν τό καταλαβαίνεις ὅτι εἶναι παρακμή;».
            (Ἰεζεκιήλ, ὁμιλία 2η)
«Δέν μποροῦμε νά ἀντιληφθοῦμε ὅτι ἡ ρόκ μουσική εἶναι μία μουσική παρακμῆς. Εἶχα πεῖ σέ ἕναν πού φοιτᾶ στό Μουσικό Τμῆμα τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, καί τοῦ εἶπα γι΄ αὐτή τή μουσική, καί μοῦ εἶπε: «Δέν ἔχετε καθόλου δίκιο», καί ἄρχισε νά μοῦ ἀραδιάζει σάν φρεσκοφοιτητής, μέ μιά ἀλαζονεία του …, καί με –προσέξτε- μέ «βούλωσε», μέ κόλλησε στόν τοῖχο, μέ ἐκεῖνα τά ὁποῖα ἔλεγε, ναί, ναί … Καί ἐγώ τόν ἄφησα νά πιστεύει αὐτά, δηλαδή νά μένει στήν πλάνη του, γιατί αὐτό τοῦ πρέπει καί αὐτό τοῦ ἀξίζει. Ἄν εἴχαμε καλλιεργηθεῖ μουσικῶς, ὅπως εἶναι καθ’ ἡμᾶς ἡ βυζαντινή μουσική καί ἀκόμη καί ἡ κλασική μουσική, δηλαδή μία μουσική πού μποροῦσε, ὅταν τήν ἔπαιζε ὁ Ὀρφέας, νά μαζεύει τά ζῶα γύρω του καί ὄχι νά τρέπονται σέ φυγή, σᾶς ἐρωτῶ: Θά φτάναμε νά λέμε ὅτι, ἔστω καί ἄν δέν εἶχε σατανικούς στίχους ἡ ρόκ μουσική, ἄν μπορούσαμε νά τήν ἀκοῦμε; Αὐτό δείχνει πόσο χαμηλά εἶναι τά καλλιτεχνικά μας αἰσθήματα! Καί αὐτό εἶναι σέ ὅλους τούς τομεῖς, στή ζωγραφική, ποίηση, λογοτεχνία, εἶναι ὅλα πολύ-πολύ χαμηλά. Ἐγώ θά σᾶς ἔλεγα: Καλλιεργηθεῖτε μουσικῶς καί τότε θά καταλάβετε!».
(Ἀνώτερο Κατηχητικό Σχολεῖο, ὁμιλία 555η)
«Κάθε Κυριακή ἡ τοπική μας ἐφημερίδα, ἡ «Ἐλευθερία», θά ἔχετε δεῖ δημοσιευμένες φωτογραφίες σέ κάποια σελίδα τό πῶς οἱ νέοι διασκεδάζουν στά κέντρα διασκέδασης. Ἄν καμιά φορά κανείς μᾶς φέρει καμιά ἐφημερίδα, καί βλέπω αὐτή τή σελίδα, ἔγχρωμες φωτογραφίες εἶναι …, μία κατάσταση ἀποκαρδιωτική! Δέν εἶναι ψυχαγωγία αὐτό, εἶναι τόπος ἁμαρτίας. Ὁ σύγχρονος πιστός δέν θέλει νά ἀποδεχτεῖ τήν ἀναμάρτητη ψυχαγωγία. Θέλει νά ἁμαρτήσει στήν ψυχαγωγία καί μάλιστα γενετήσια νά ἁμαρτήσει. Ἔτσι, ἀπό τήν καφετέρια μέχρι τήν τηλεόραση, παντοῦ βλέπει κανένας διάχυτη τήν ἁμαρτία. Γι’ αὐτό ὁ Χριστιανός τῶν ἡμερῶν μας δέν ἔχει καί δέν μπορεῖ νά ἔχει πνευματική προκοπή. Παιδιά πού ἐξομολογοῦνται συχνά, σᾶς τό λέω μέ παράπονο αὐτό, ἀκοῦν τή μοντέρνα μουσική καί συχνάζουν σέ τόπους πού ἀκοῦνε μοντέρνα μουσική. Πῶς νά σᾶς τό πῶ, ἄν τά παιδιά μας, πού ἐξομολογοῦνται καί κοινωνοῦν, ἔτσι κινοῦνται, τά παρακάτω παιδιά πῶς; Δέν ὑπάρχει κανένας φραγμός! Ἡ χριστιανική ἄσκηση εἶναι ἀδιανόητη! Ὅσο τό πρόβλημα τῆς ψυχαγωγίας μένει ἀνοικτό, ἡ ποιμαντική ἐργασία τῆς Ἐκκλησίας, ἐκκλησιασμός, Θεία Κοινωνία, Ἐξομολόγηση, κατηχητικά, ὅλα, ἡ ποιμαντική ἐργασία πέφτει στό κενό, δέν κάνομε τίποτα, σᾶς τό βεβαιώνω!».
(Σειράχ, ὁμιλία 248η)
«Δέν ξέρω, ἀγαπητοί μου, σήμερα τί χαιρετισμό λέμε, ἅμα συναντηθοῦμε μέ τούς ὑπαλλήλους μας, τούς φίλους μας, τούς συγγενεῖς μας κτλ. Τί λέμε; Λέμε: «Καλημέρα», λέμε: «Καλησπέρα», λέμε: «Γειά σας» … Μάλιστα τό «γειά σας» εἶναι πολύ της μόδας [ἡ ὁμιλία ἔγινε 3-11-1980], ἰδίως στούς μαθητές, οἱ ὁποῖοι τώρα καί στόν ἱερέα, στόν καθηγητή καί στόν Πρύτανη τοῦ Πανεπιστημίου λένε: «Γειά σας»! Κάτι πού θά ἦταν ἀδιανόητο μόλις λίγα χρόνια πιό μπροστά. Νά λές στόν πνευματικό σου: «Γειά σου»! Ἐμένα ἔτσι μοῦ λένε τώρα τά παιδιά:  «Γειά σου»! Καί ὅταν μοῦ τό εἶπε μία πάρα πολύ καλή κοπέλα τῶν Κ.Α.Τ.Ε.Ε., καί πνευματική, πού ἐξομολογεῖται: «Γειά σας», «Γειά σου», σᾶς βεβαιώνω ὅτι μέ ἐξέπληξε αὐτό καί τήν παρεξήγησα. Ὅταν μοῦ τό ξαναεῖπε, μέ πείραξε ἀκόμη. Καί ὅταν εἶδα νά μοῦ τό λέγουν κι ἄλλοι μαθητές καί μαθήτριες, τότε εἶπα: «Εἶναι καθιερωμένο πιά, ἄς βγῶ ἐγώ ἀπό τήν παλιά μου τήν ἐποχή, ἄς τό ἀποδεχτῶ, καί νά τελειώνει ἡ ἱστορία!». Πάντως, κι αὐτό τό «γειά σου» καί «γειά σας» ἔχει ἕνα κάποιο περιεχόμενο. Εὔχομαι στόν ἄλλον νά ἔχει ὑγεία. Αὐτό θά πεῖ «γειά σου», νά ἔχεις ὑγεία. Προσέξτε, εἶναι πολύ φτωχός χαιρετισμός. Συναντᾶμε ἐδῶ, ἀγαπητοί μου, στό βιβλίο αὐτό τῆς «Ρούθ», τόν πλούσιο χαιρετισμό: «Κύριος μεθ’ ὑμῶν», ὁ Κύριος μαζί σας! Ὡραῖος χαιρετισμός! Καί ποιά εἶναι ἡ ἀπάντηση τῶν ἐργατῶν; «Εὐλογῆσαί σε Κύριος!», εἴθε νά σέ εὐλογήσει ὁ Κύριος! Ἄν ἔπρεπε σήμερα νά ἀλλάζαμε τούς χαιρετισμούς πού ἔχουμε καί βάζαμε αὐτούς τούς χαιρετισμούς, πόσο ὡραιότερη θά ἦταν ἡ ζωή μας, κι ἄν θέλετε, τέτοιοι χαιρετισμοί μᾶς φέρνουν πιό κοντά μεταξύ μας!». 
(Ρούθ, ὁμιλία 3η)
«Ποτέ μήν ἐκστομίζετε βρώμικο λόγο. Ἐπιτρέψατέ μου νά σᾶς πῶ, οὔτε τό «ρέ». Θά μοῦ πεῖτε: «Τί, ποῦ, πῶς;». Ἐγώ, ἄν ἀκούσω ἀπό κάποιον Χριστιανό νά λέει «ρέ», σᾶς βεβαιώνω, ἀληθινά, θά χάσω κάθε ἰδέα! Νά τό λέει δέ αὐτό γυναίκα τό «ρέ», ὤ …, ἀκόμα χειρότερα … Βέβαια, τό λένε σήμερα οἱ σύγχρονες μαθήτριες [ἡ ὁμιλία ἔγινε 27-5-1986], δέν λένε αὐτό, αὐτό εἶναι χάδι … Πηγαίνετε, παρακαλῶ, ἔξω ἀπό τήν πόρτα τῶν Λυκείων μας, νά δεῖτε, ὅταν σχολνᾶνε τά παιδιά. Καθίστε, ἔτσι, ἀφελῶς, ἐκεῖ κοντά στήν πόρτα, στό πεζοδρόμιο, νά ἀκούσετε τί λένε. Θά βγεῖτε ἀπό τά ροῦχα σας, ἀγαπητοί μου, σήμερα, τί λένε τά παιδιά μας, προπαντός τά κορίτσια! Ναί. Ἀλλά ὅμως, ἐδῶ μιλᾶμε γιά ἀνθρώπους πού ζητοῦν νά καλλιεργηθοῦν καί θά ἤθελαν νά ἀποδώσουν πνευματικά, γι’ αὐτό προσέξτε τό «ρέ», εἶναι βρώμικη λέξη. Βέβαια, εἶναι συγκοπή τοῦ «βρέ», τοῦ «μωρέ», τά γνωστά, ξέρετε. Ὅταν λέμε μέ ὅλη τή σημασία τῆς λέξεως ὅτι: «Εἶσαι βλάκας», τότε εἶναι μεγάλη ἁμαρτία, εἶναι πολύ μεγάλη ἁμαρτία, τό σημειώνει ὁ Κύριος, δέν τό λέω ἐγώ, στήν ἐπί τοῦ Ὅρους Ὁμιλία. Αὐτό ὅμως, συγκεκριμένα πιά, τό «ρέ» πού τό λέμε, εἶναι ἀπρεπέστατο. Σᾶς ἱκετεύω, σᾶς παρακαλῶ, ἀγαπητοί μου, νά καλλιεργούμεθα, μή λέμε τίποτε ἀπό τέτοιες λέξεις, τίποτα, τίποτα! Ἡ γλῶσσα μας νά εἶναι πολύ καθαρή. Ὅταν ἔτσι συνηθίσομε, νά ἔχομε γλῶσσα καθαρή, ἀγαπητοί μου, καί μία ἀγανάκτηση νά ἔρθει καί ὁ,τιδήποτε, δέν μπορεῖ νά μᾶς φύγει λόγος, γιατί δέν ὑπάρχει ὁ ἐθισμός, ἡ συνήθεια».
            (Σειράχ, ὁμιλία 29η)
«Ἔλεγα κάποτε σέ ἕνα κατηχητόπουλο: «Ἄν θέλεις νά μοῦ προσφέρεις κάτι σέ μένα, φτιάξε κάτι μέ τά χέρια σου καί δῶσε μοῦ το». Χαίρομαι πάρα πολύ κάτι πού εἶναι φτιαγμένο μέ τά χέρια, καί ἐκεῖνον πού τό προσφέρει! Ὅπως ἀκριβῶς, ἅμα πεῖτε αὔριο στήν πεθερά σας οἱ κοπέλες ὅτι: «Τό γλυκό αὐτό, μητέρα, τό ἔφτιαξα μέ τά χέρια μου», ἔχει ἄλλη τοποθέτηση ἀπό τό νά πεῖτε: «Τό ἀγόρασα ὀπό τό ζαχαροπλαστεῖο». Ἔχει ἄλλη ἀξία! Ὑπάρχουν μύριοι τρόποι νά ξοδέψει κανείς λίγα χρήματα, ἀλλά νά εἶναι κάτι πιό προσωπικό, εἶναι ἀνθρώπινο, καί ὄχι νά εἰσχωρήσει ἡ κενοδοξία μέ κάτι ἀκριβό. Τά δωράκια πού προσφέρονται κάπως συχνά, μικρά, ἀνανεώνουν τήν ἀγάπη καί τή φιλία. Εἶναι προτιμότερο νά προσφέρεις πέντε δωράκια τό χρόνο, παρά ἕνα καί μεγάλο τό χρόνο. Ἐκφράζομε, αἰσθητοποιοῦμε τό «εὐχαριστῶ» μας, ἄν κάνομε μικρά δωράκια στούς κατηχητές, κατηχήτριές μας. Βέβαια, μή νομίσετε ὅτι ἐγώ θέλω δῶρα, τώρα πού σᾶς ἀπαντῶ σέ αὐτή τήν ἀπορία πού μοῦ ρίξατε τώρα, πρό ὀλίγου. Ἀντιθέτως, ἐγώ τήν ἐρχόμενη φορά θά προσφέρω σέ ἐσᾶς κάτι μικρό, ἀλλά εἶναι μία μνήμη ὅτι περάσαμε ὄμορφα μία κατηχητική χρονιά!».
            (Ἀνώτερο Κατηχητικό Σχολεῖο, ὁμιλία 818η)
«Ποτέ μή στρατολογηθεῖτε νά βρεθεῖτε στό στρατόπεδο τῆς βίας, εἶναι ἀπάνθρωπο πρᾶγμα ἡ βία, ἔχει ἀφαιρεθεῖ ὁλότελα ἡ λογική ἀπό τή βία, εἶναι κάτι πού δέν ταιριάζει ποτέ στόν πολιτισμένο ἄνθρωπο καί εἰδικότερα στόν Ὀρθόδοξο Χριστιανό, πού μπορεῖ νά ὁμιλεῖ γιά τήν ἀλήθεια. Ἡ ἀλήθεια νικᾶ, ἡ βία ποτέ, καί ποτέ μήν γίνομε ὑπηρέτες τῆς βίας. Ἡ βία εἶναι τυφλή καί τυφλώνει ἐκείνους οἱ ὁποῖοι μετέρχονται τή βία!».
            (Πράξεις, ὁμιλία 55η)
«Ἀγαπῶ πάρα πολύ τή νεότητα, γιά νά μήν πάθει κακό καί βλάβη, ἄλλη μία εὐκαιρία, φυλάξτε τά παιδιά σας ἀπό τήν ἁμαρτία, ἀπό τά σαρκικά ἁμαρτήματα, καί τά ἀγόρια καί τά κορίτσια, μιλῆστε τους ὄμορφα, μέ ἀγάπη: «Παιδί μου, τό σῶμα σου εἶναι ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».
            (Κατηχήσεις Ἁγ. Κυρίλλου, ὁμιλία 164η)
«Πάρα πολύ φοβᾶμαι ὅτι ἡ ἐποχή μας εἶναι ἴδια μέ τήν ἐποχή τῶν σοδομιτῶν, γιατί μετερχόμεθα τά ἴδια ἁμαρτήματα πού μετέρχονταν καί οἱ σοδομῖται. Τά ἴδια ἁμαρτήματα! Ναί, ναί, γιατί εἶναι τά ἴδια ἁμαρτήματα, πού δέν εἶχαν ντροπή καί ἦσαν ξεχυλισμένα στούς δρόμους ἐκείνης τῆς ἁμαρτωλῆς πόλης. Καί στήν ἐποχή μας, καί στήν Εὐρώπη καί στήν Ἀμερική καί στήν Ἑλλάδα, δυστυχῶς, ξεχυλίζουν τά ἁμαρτήματα ἐκείνης τῆς πόλης. Γιατί; Γιατί ὑπάρχει πλησμονή ἀγαθῶν, γιατί δέν στρέφουμε τό πρόσωπό μας, τά μάτια μας πρός τόν Θεό, καί νά Τοῦ ποῦμε: «Τά ἀγαθά, Κύριε, Σύ μᾶς τά ἔδωσες», ἀλλά ἀλλάζουμε προσανατολισμό, δέν χρειαζόμαστε πιά τό Θεό, τά ἀγαθά Του, μόνο θέλομε …, καί ἔχοντας τά ἀγαθά Του, στό τέλος φτάνουμε νά γίνουμε ὑλισταί, νά γίνομε σαρκικοί ἄνθρωποι, καί ἔτσι νά χάσομε ἀπό τόν ὀπτικό μας ὁρίζοντα τό Θεό, μέ ἀποτέλεσμα ὅ,τι συνέβη καί στήν ἐποχή τοῦ Νῶε καί στήν ἐποχή Σοδόμων καί Γομόρρας. Σᾶς εἶπα ὅτι φοβοῦμαι, πολύ φοβοῦμαι, πάρα πολύ, μήπως καί στόν τόπο μας ἔρθει κάποια καταστροφή, νά μέ θυμᾶστε, ἐκτός ἄν μετανοήσομε. Ἀλλά πολύ τό φοβᾶμαι, ὅλος αὐτός  ὁ πλεονασμός τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, πού τά πετᾶμε καί στά σκουπίδια τά ὑλικά μας ἀγαθά, πολύ μέ φοβίζει. Χωρίς νά σᾶς πῶ ὅτι μᾶς ἐμποδίζει καί ἡ ἐντολή τοῦ Χριστοῦ, πού εἶπε: «Ἵνα μή τί ἀπόληται»: τίποτα νά μή χάνεται, ἀλλά νά ὑπάρχει πνεῦμα οἰκονομίας. Ἀλλά, ποιός κάνει οἰκονομία; Κανένας δέν κάνει οἰκονομία, μόνο οἱ σώφρονες ἄνθρωποι. Φοβοῦμαι ὅμως πώς οἱ σώφρονες ἄνθρωποι εἶναι λίγοι!». 
(Χριστιανική Ἀνθρωπολογία, ὁμιλία 51η)
«Μοῦ ἔγραφε μία Ἑλληνίδα Καθηγήτρια Πανεπιστημίου στήν Ἀμερική: «Πιστεύετε ὅτι διδάσκουν σεξολογία στά παιδάκια τοῦ Νηπιαγωγείου;»! Ὕστερα ἀπό κάποιον καιρό ἔπεσε στά χέρια μου ἕνα ἑλληνικό βιβλίο, βοήθημα -σᾶς τό ἔχω ξαναπεῖ τό παράδειγμα- πού θά διδασκόταν αὐτό σέ Νηπιαγωγεῖο, μάθημα σεξολογίας! Καί ἐπειδή τά μικρά παιδιά τοῦ Νηπιαγωγείου δέν ξέρουν γράμματα, εἶχε εἰκόνες, γιά παράδειγμα, νά λέει ἡ Ἑλενίτσα στό Γιωργάκη: «Εἶδες τί ἔκανε ἡ μαμά καί ὁ μπαμπᾶς;». Ἀκοῦτε; Δηλαδή, ἕνας πανσεξουαλισμός, φοβερό πρᾶγμα! Εἶναι γνωστό ὅμως ὅτι ὅταν ὑπάρχει πανσεξουαλισμός, μιά τέτοια κοινωνία βυθίζεται στήν παρακμή, στή διαφθορά. Γιατί χάθηκαν τά Σόδομα, γιατί χάθηκε ἡ ἀρχαία Βαβυλώνα, ἡ ἀρχαία Νινευή; Γιατί εἶχαν φτάσει στό ἀποκορύφωμα τῆς διαφθορᾶς. Αὐτή ἡ διαφθορά φέρει τόν πόλεμο. Καί ἐπιτρέψατέ μου, ἐπειδή σήμερα ὁ πανσεξουαλισμός εἶναι παγκόσμιο φαινόμενο, νά μοῦ τό θυμᾶστε αὐτό, ὁ πανσεξουαλισμός θά φέρει τόν τρίτο παγκόσμιο πόλεμο! Θά εἶναι προϊόν της ἀποστασίας».
            (Πρός Ρωμαίους, ὁμιλία 13η)
«Χαίρομαι πού τό λέτε «μάθημα» τό Κατηχητικό μας. Αὐτό σημαίνει ὅτι συνειδητοποιοῦμε ὅτι εἶναι μάθημα. Καί μή νομίσετε ὅτι ἐγώ εἶμαι ὁ δάσκαλος καί σεῖς οἱ μαθητές. Καί ἐγώ εἶμαι μαθητής, καί μάλιστα, ἀλίμονό μου, ἄν ἀρχίσω νά σκέπτομαι ὅτι δέν εἶμαι μαθητής, καί μάλιστα μαθητεύω στίς ὁμιλίες σας, στίς ἀπορίες σας, προπαντός στίς ὁμιλίες, πρῶτος ἐγώ. Δηλαδή, πρῶτος ἐγώ θά μάθω, θά μαθητεύσω καί θά ἔρθω νά σᾶς τά πῶ. Δέν φαντάζομαι νά πιστεύετε ὅτι αὐτά τά βλέπω στόν ὕπνο μου καί ὅτι ἔρχομαι καί σᾶς τά λέγω. Ὄχι, μέ πολύν κόπο, ὅσο κόπο κάνει πάντα ἕνας μαθητής νά μάθει τό μάθημά του. Εἶναι μάθημα και ὁ Χριστιανισμός, εἶναι μάθημα, γι’ αὐτό καί ἐκεῖνοι πού ἀκολουθοῦν τό Χριστό λέγονται μαθητές.  Εὔχομαι νά σᾶς εὐλογεῖ πλούσια ὁ Θεός».
(Ἀπαντήσεις ἀποριῶν, ὁμιλία 296η)




Ἐπιμέλεια: Παντελῆς Γκίνης