Κυριακή 24 Απριλίου 2016

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου

Πρακτικα διδαγματα

«Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ» (Ἰω. 12,13)

Σήμερα, ἀγαπητοί μου, εἶνε μεγάλη ἑορτή, δεσποτικὴ ἑορτή, ἡ Βαϊοφόρος. Ὅλος ὁ λαὸς τῶν Ἰεροσολύμων βγῆκαν ἔξω, γιὰ νὰ ὑποδεχθοῦν τὸ Χριστό. Κρατοῦσαν στὰ χέρια τους βάϊα καὶ κλαδιὰ ἐλιᾶς. Ἔστρωναν στὸ δρόμο τὰ ροῦχα τους, νὰ πατήσῃ ὁ Χριστός. Καὶ τὰ μικρὰ παιδιὰ φώναζαν «Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος…» (Ἰω. 12,13). Ἔτσι τὴν ἡμέρα ἐκείνη ἡ πρωτεύουσα τοῦ Ἰουδαϊκοῦ ἔ­θνους ὑποδέχθηκε τὸ Χριστό.
Ἡ ἱστορία ἀναφέρει πολλὲς ὑποδοχὲς βασιλέων καὶ αὐτοκρατόρων. Ἡ Ἀθήνα, ἡ Ῥώμη, ἡ Κωνσταντινούπολι πολλὲς φορὲς ὑποδέχθηκαν νικητὰς καὶ θριαμβευτὰς ὕστερα ἀπὸ νικηφόρους πολέμους. Ἀλλ᾿ ὅλες αὐτὲς οἱ ὑποδοχὲς εἶνε πολὺ μικρὲς μπροστὰ σ᾿ αὐτὴ τὴ θριαμβευτικὴ εἴσοδο τοῦ παμβασιλέως Χριστοῦ στὰ Ἰεροσόλυμα.
Οἱ λεπτομέρειες διδάσκουν. Καὶ ἀπὸ τὶς λεπτομέρειες τῆς σημερινῆς θριαμβευτικῆς εἰσόδου θὰ ἤθελα, ἀγαπητοί μου, νὰ προσέξετε μερικές.

* * *

⃝ Καὶ πρῶτα ἂς ρωτήσουμε· Πῶς εἰσῆλθε ὁ Χριστὸς στὰ Ἰεροσόλυμα; Οἱ νικηταί, ποὺ ἀ­ναφέραμε, κάθονταν πάνω σὲ ἄλογα ὑπερήφανα καὶ χρυσοστολισμένα ἢ σὲ ἅμαξες πολυτελέστατες. Κάποιος μάλιστα, γιὰ νὰ φανῇ πιὸ ἰσχυρὸς ἀπὸ τοὺς ἄλλους, διέταξε, τὸ ἁ­μάξι του νὰ τὸ σέρνουν λιον­τάρια· φανταστῆ­τε τί τρόμος! Καὶ ἄλλοι κάθησαν ἐπάνω σὲ ἐ­λέφαντες ἢ ἄλλα ἄγρια θηρία.
Κοιτάξτε τώρα τὴ διαφορά. Ὁ Χριστός μας εἶνε ὁ ποιητὴς καὶ βασιλιᾶς τοῦ παντός. Εἶνε, ὅπως ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας, «ὁ τοῖς Χερου­βὶμ ἐποχούμενος καὶ ὑμνούμενος ὑπὸ τῶν Σε­ραφίμ» (δοξ. ἑσπ. Ὑπαπαντῆς). Καὶ ὅμως συγκαταβαίνει, ταπεινώνεται τόσο, ὥστε ἀπ᾿ ὅλα τὰ ζῷα διαλέγει ἕνα «πῶλον ὄνου», ἕνα γαϊδουράκι (ἔ.ἀ. 12,15). Ἐπάνω στὴ ῥάχη ἑνὸς τέτοιου ζῴου κάθεται ὁ Χριστός. Καὶ μᾶς διδάσκει μὲ τὸ παράδειγμά του, ὅτι πρέπει νὰ εἴμαστε ταπεινοὶ στὸν κόσμο αὐτόν.
Διδάσκει ὅμως καὶ κάτι ἄλλο. Τὸ γαϊδουρά­κι, ὅπως λένε οἱ πατέρες, σημαίνει τὸ ἄλογον μέρος τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου. Σημαίνει τὴν ἀγριότητα καὶ τὸ πεῖσμα, τὸ πεισματά­ρικο «γαϊδουράκι» ποὺ κάθε ἄνθρωπος ἔ­χει μέ­σα του καὶ δὲν θέλει νὰ ὑποταχθῇ στὸ Θεό.
Σημαίνει ἀκόμη, κατὰ τοὺς πατέρας, τὰ εἰ­δωλολατρικὰ ἔθνη, ποὺ ἦταν βυθισμένα στὸ πηχτὸ σκοτάδι τῆς πλάνης καὶ ποὺ τὰ πάθη τους τοὺς εἶχαν καταντήσει κατώτερους κι ἀ­πὸ τὰ τετράποδα. Γι᾿ αὐτοὺς εἶπε καὶ ὁ Δαυ­ΐδ· «Ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκε, παρασυν­εβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς», δηλαδή· ὁ ἄνθρωπος δὲν συνει­δητοποίησε τὴν τιμητική του θέσι, συν­αριθμήθηκε μὲ τὰ ἀνόητα ζῷα καὶ ἔγινε ὅμοιος μ᾽ αὐτά (Ψαλμ. 48,13).
Τὸ γαϊδουράκι, μόλις κατάλαβε ὅτι τὸ ζητάει ὁ Χριστός, μὲ προθυμία δέχθηκε ἐπάνω του τὸν Κύριο· γιατὶ καὶ τὰ ζῷα κάτι αἰσθάνον­ται.
Ἕνας φίλος μου ἱεροκήρυκας μοῦ ἔλεγε τὸ ἑξῆς. Κάποτε περιοδεύοντας ἔφτασε κουρασμένος σ᾿ ἕνα χωριό. Πῆγε στὴν πλατεῖα νὰ μιλήσῃ, ἀλλὰ οἱ ἄνθρωποι δὲν ἔδειξαν μεγάλη προθυμία ν᾿ ἀκούσουν τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Ξαφνικὰ ἔρχεται καὶ σταματᾷ ἀπὸ κάτω ἕνα πουλαράκι καὶ τέντωσε τ᾿ αὐτιά του. Ὅ­ση ὥρα μιλοῦσε ὁ ἱεροκήρυκας, αὐτὸ δὲν κου­νήθηκε ἀπὸ τὴ θέσι του. Αὐτὸ ἔκανε μεγάλη ἐντύπωσι. Καὶ ὁ ἱεροκήρυκας εἶπε· Ἦρ­θα στὸ χωριό σας, κ᾽ ἐσεῖς ποὺ ἔχετε αὐτιά, ἐσεῖς ποὺ ἔχετε λογικό, ἐσεῖς ποὺ ἀκούσατε τὴν καμπάνα νὰ χτυπᾷ, δὲν ἤρθατε· τὸ γαϊδουράκι αὐτὸ ἄφησε τὴ μάνα του, ἄφησε τὸ χορτάρι του, καὶ ἦρθε καὶ στάθηκε ἐδῶ…
Νά λοιπὸν τί μᾶς διδάσκει τὸ γαϊδουράκι. Σὰν νὰ ἔχῃ φωνὴ μᾶς φωνάζει· Ταπεινωθῆτε, ὅπως ταπεινώθηκε ὁ Χριστός· κι ὅπως ἐγὼ πρόθυμα ἔφερα στὴ ῥάχη μου τὸ Χριστό, κ᾿ ἐσεῖς νὰ ὑποταχθῆτε στὸ χρηστὸ ζυγό του ποὺ ἐλευθερώνει ἀπὸ τὰ ζῳώδη πάθη.
⃝ Ἀλλὰ τὸ Εὐαγγέλιο ἀναφέρει καὶ κάτι ἄλλο. Κρατοῦσαν, λέει, «βαΐα» (ἔ.ἀ. 12,13).
Τὰ βάϊα τὰ κρατοῦσαν ὅταν ἤθελαν νὰ ὑ­ποδεχθοῦν ἕνα νικητή. Τὰ βάϊα ἦταν, ὅπως ψάλλει ἡ Ἐκκλησία, «τὰ τῆς νίκης σύμβολα».
Ἀλλὰ γιατί νὰ ὑποδεχθοῦν μὲ βάϊα τὸ Χριστό; Ἀπὸ ποιόν πόλεμο ἦρθε; Ποιόν νίκησε; Δὲν ἔχετε αὐτιά; Σὰν χθὲς ὁ Χριστὸς πολέμησε καὶ νίκησε ἐκεῖνον ποὺ τρέμει ὁ κόσμος ὅλος. Νίκησε τὸ χάρο. Χθὲς Σάββατο πῆγε στὰ μνήματα καὶ εἶπε· «Λάζαρε, δεῦρο ἔξω» (ἔ.ἀ. 11,43). Καὶ ὁ Λάζαρος βγῆκε ὁλοζώντανος ἀπὸ τὸν τάφο. Αὐτὸ εἶνε τὸ μεγαλύτερο θαῦμα. Γι᾿ αὐτὸ κρατοῦν τὰ βάϊα καὶ λένε· Χαῖρε, ὁ νικητὴς τοῦ θανάτου! Καὶ νὰ εἶστε βέβαιοι ὅτι, ὅπως στὸ Λάζαρο, ἔτσι πάλι θὰ σταθῇ ὁ Χριστός μας στὰ μνήματα ὅλων τῶν ἀνθρώπων καὶ θ᾿ ἀκουστῇ ἡ φωνή· Νεκροί, ἀναστηθῆτε! Καὶ οἱ νεκροὶ θ’ ἀναστηθοῦν.
Αὐτὴ τὴ σημασία ἔχουν τὰ βάϊα.
⃝ Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ βάϊα μερικοὶ ἔκοψαν κλαδιὰ ἐλιᾶς. Γιατί κρατοῦσαν κλαδιὰ ἐλιᾶς;
Ἂν διαβάζετε ἁγία Γραφή, θὰ δῆτε ὅτι, ὅ­ταν ὁ Νῶε ἄνοιξε τὸ παράθυρο τῆς κιβωτοῦ καὶ ἔστειλε τὸ περιστέρι, αὐτὸ πέταξε, ἀλλὰ παντοῦ συνάντησε πτώματα, καὶ γύρισε πίσω. Ὅταν ὅμως τὸ ἔστειλε γιὰ δεύτερη φορά, τὰ νερὰ εἶχαν χαμηλώσει καὶ εἶχαν φανῆ τὰ δέν­­τρα. Τότε τὸ περιστέρι ἔκοψε ἕνα κλαδάκι ἀ­πὸ ἐλιά, καὶ τὸ ἔφερε μὲ τὸ ῥάμφος του (βλ. Γέν. 8,11). Καὶ ὁ Νῶε δόξασε τὸ Θεό. Εἶνε δηλαδὴ ἡ ἐλιὰ σύμβολο χαρᾶς καὶ εἰρήνης.
Καὶ ὁ ὄχλος, λοιπόν, κρατοῦσε ἐλιὰ στὰ χέρια του, γιὰ νὰ πῇ· Χριστέ, σὺ μόνο εἶσαι ὁ Θεὸς τῆς ἀγάπης καὶ τῆς εἰρήνης. Πέρασαν ἀ­πὸ τότε τόσα χρόνια, καὶ ὁ κόσμος σήμερα τίποτε ἄλλο δὲν διψάει τόσο ὅσο τὴν εἰρήνη. Τὴν εἰρήνη δός μας, Χριστέ· τὴν παγκόσμια εἰρήνη. «Ὑπὲρ τῆς εἰρήνης τοῦ σύμπαντος κό­σμου», εὔχεται ἡ Ἐκκλησία μας.
⃝ Κάτι ἀκόμη. Εἴδαμε, ὅτι ὁ ἁπλοϊκὸς λαὸς ἔ­βγαζε τὰ ροῦχα του καὶ τὰ ἅπλωνε κάτω, σὰν τάπητα, γιὰ νὰ πατήσῃ ἐπάνω ὁ Χριστός μας. Ἀλλὰ τί σημαίνουν τὰ ροῦχα, τὰ «ἱμάτια», ποὺ ἀναφέρουν τὰ εὐαγγέλια γιὰ τὴ σημερινὴ ἑ­ορτή; (Ματθ. 21,8. Μᾶρκ. 11,8. Λουκ. 19,36).
Δὲν τὸ λέω ἐγώ, ὁ ἀπόστολος τὸ λέει. Διαβάστε πρὸς Κολασσαεῖς (3,9)· «Ἀπεκδυσάμενοι τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον…», γδυθῆτε τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο, καὶ ἐνδυθῆτε τὸ νέο. Ἔχεις κ᾿ ἐσὺ νὰ βγάλῃς ἕνα ροῦχο. Ὅλοι μας ἔχουμε νὰ βγάλουμε ἕνα ροῦχο. Τὰ λερωμένα σου τὰ βγάζεις καὶ τὰ βάζεις νὰ πλυθοῦν. Ἀλλὰ ἔχεις κ᾿ ἕνα ροῦχο ποὺ μένει ἐπὶ μέρες καὶ χρόνια βρωμερὸ καὶ ἀκάθαρτο. Ἔλα, σὲ καλεῖ ἡ Ἐκ­κλησία, ἔλα νὰ τὸ βγάλῃς καὶ νὰ τὸ πλύνῃς στὸ πλυντήριο. Γιατὶ ἂν δὲν βγάλῃς τὸ πουκάμισο αὐτὸ τῆς κολάσεως (τῆς μοιχείας, τῆς πορνείας, τῆς ψευτιᾶς, τῆς ἀτιμίας κ.τ.λ.), Χριστιανὸς δὲν εἶσαι. Καὶ θ᾿ ἀκούσουμε τὴ νύ­χτα τῆς Ἀναστάσεως στὴ θεία λειτουργία· «Ὅ­σοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύ­σασθε. Ἀλληλούϊα». Ὅσοι, λέει, πιστέψατε στὸ Χριστό, βγάλατε τὸ πουκάμισο τῆς ἁμαρτίας καὶ φορέσατε τὴ λαμπρὴ στολή, τὸ ἔνδυμα τῶν πριγκίπων, ποὺ δίνει ὁ Χριστὸς σὲ κάθε ψυχὴ ποὺ τὸν πιστεύει καὶ τὸν ἀκολουθεῖ.

* * *

⃝ Ἀδελφοί μου, τελείωσα. Ἀφήνω τὰ ροῦχα ποὺ ἔστρωναν, ἀφήνω τὰ βάϊα, ἀφήνω τὰ κλαδιὰ τῆς ἐλιᾶς, ἀφήνω τὸ πουλαράκι, κι ἀκούω –ὤ τί ἀκούω– μουσική! Τί μουσικὴ εἶνε αὐτή; Εἶνε τὰ «Ὡσαννά…» (Ἰω. 12,13). Ποιοί ψάλλουν; Τὰ ἀθῷα παιδάκια. Αὐτὰ ἦταν πιὸ κοντὰ στὸ Χριστό. Σὰν ἀηδόνια τοῦ οὐρανοῦ τραγουδοῦσαν «Ὡσαννά…». Τ᾿ ἄκουσαν οἱ ἄγγελοι τοῦ οὐρανοῦ καὶ χάρηκαν. Τ᾿ ἄκουσε καὶ ὁ διάβολος καὶ πικράθηκε· κ᾿ ἔβαλε τὰ ὄργανά του, τοὺς γραμματεῖς καὶ φαρισαίους, νὰ ἐμποδίσουν τὰ παιδιὰ ποὺ φώναζαν «Ὡσαννά…». Σὰν τοὺς ἀπίστους πατεράδες σήμερα, ποὺ κυνηγοῦν τὰ παιδιὰ γιὰ νὰ μὴν πηγαί­νουν στὰ κατηχητικὰ σχολεῖα, ἔτσι κι αὐτοὶ τὴν ἡμέρα ἐκείνη ἤθελαν νὰ σταματήσουν τὰ παιδιά. Ἀλλ᾿ ὁ Χριστὸς τί τοὺς εἶπε· Κι ἂν ἀκόμη τὰ παιδιὰ σιωπήσουν, κι ἂν ἀκόμη ὅλοι οἱ ἄνθρωποι σιωπήσουν, κι ἂν βουβαθῇ ὁ κόσμος, οἱ πέτρες ποὺ πατᾶμε κι αὐτὲς ἀκόμα θὰ φωνάξουν (βλ. Λουκ. 19,40).
Δὲν ἔχει ἀνάγκη, ἀδελφοί μου, ἀπὸ μᾶς τὰ σκουλήκια ὁ Χριστός. Κι ἂν ἐμεῖς φύγουμε κι ἀ­δειάσουν οἱ ἐκκλησίες, κι ἂν ἐμεῖς τὸν ἀρνηθοῦμε, οἱ οὐράνιες σφαῖρες καὶ τὰ ἀμέτρητα ἄστρα, τὰ λουλούδια καὶ οἱ θάλασσες καὶ οἱ ἄ­βυσσοι καὶ οἱ τάφοι θὰ φωνάξουν· «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύρι­ος, Ἰησοῦς Χριστός» (Φιλ. 2,11 καὶ θ. Λειτ.). Αὐτὸν ὑμνεῖ­τε, αὐτὸν ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰ­ῶνας· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Θωμᾶ Ἄνω Κυψέλης – Ἀθηνῶν 2-4-1961.