Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2016

ΣΧΙΣΜΑ - ΣΧΙΣΜΑΤΙΚΟΣ (π. Ευθυμίου Τρικαμηνά)


        
   Μέ τήν λέξι σχίσμα οἱ Πατέρες ἐννόησαν τήν ἀποκοπή καί ἀπόσχισι ἀτόμων ἤ ὁμάδος ἀτόμων ἀπό τό σῶμα τῆς ἐκκλησίας. Ὡς ἐκκλησία ἐννόησαν τήν διαχρονική χορεία τῶν Ἀποστόλων, τῶν μαρτύρων, τῶν πατέρων, τῶν ἁγίων καί τῶν δικαίων, τῶν τεθνεώτων καί τῶν ζώντων, κεφαλή τῶν ὁποίων εἶναι ὁ Χριστός. Ἡ ἐκκλησία αὐτή εἶναι ὁμοειδής καί ὁμόφωνος ὡς πρός τήν πίστι, τήν παράδοσι καί τήν ζωή. Ἡ ἀπόσχισις ἀπό τήν ἀληθινή αὐτή ἐκκλησία σημαίνει ψυχικό καί πνευματικό θάνατο.
  Ἡ ἀπόσχισις γίνεται ὅταν πιστεύση κάποιος καί ἀποδεχθῆ κάτι ἀντίθετο ἀπό τήν ἀποστολική πίστι, καί ὀρθόδοξο παράδοσι, ἤ ὅταν ἐνσυνείδητα ζῆ ἀντίθετα ἀπό αὐτήν, ἀδιαφορώντας γιά τόν εὐαγγελικό νόμο καί τούς κανόνες τῆς ἐκκλησίας.
    Ὁ ἐπίσκοπος εἶναι τό ὁρατό σημεῖο ἑνότητος τῆς ἐκκλησίας, καί πρέπει, ὡς ἐκ τούτου, νά βιώνη ὅλο τόν εὐαγγελικό νόμο καί τήν ὀρθόδοξο παράδοσι αὐτῆς. Ἡ ἀπόσχισις ἀπό τόν ὀρθά φρονοῦντα ἐπίσκοπο σημαίνει καί ἀπόσχισις ἀπό τήν ἐκκλησία. Ἡ ἀπόσχισις ἀπό τόν ὀρθά φρονοῦντα ἐπίσκοπο, λόγῳ διεστραμμένης πίστεως χαρακτηρίζεται ὡς αἵρεσις, ἐνῶ ἡ ἀπόσχισις δι' ἄλλα θέματα ὅπως διοικητικά, ἐκκλησιαστικά, προσωπικά κλπ., τά ὁποῖα οἱ πατέρες τά ὠνόμασαν ἰάσιμα, χαρακτηρίζεται ὡς σχίσμα.
   Τό σχίσμα ἀπαγορεύεται αὐστηρότατα ἀπό τούς πατέρες, αὐτοί δέ πού τό δημιουργοῦν δέν μποροῦν νά συγχωρηθοῦν οὔτε μέ τό αἷμα τοῦ μαρτυρίου, ἄν δέν τό ἐπανορθώσουν.
   Αὐτές εἶναι οἱ βασικές ἀρχές τῶν πατέρων τῆς ἐκκλησίας ὅσον ἀφορᾶ τό σχίσμα. Θά δοῦμε τώρα τίς θέσεις τοῦ ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου ἐπί τοῦ θέματος τούτου ἀπό τίς ἐπιστολές του καί, ἐν συνεχείᾳ, θά καταγράψωμε τά βασικά σημεῖα τῆς διδασκαλίας του, προκειμένου νά ἔχωμε πλήρη εἰκόνα, πότε δηλαδή κανομε σχίσμα καί ἀπό ποιούς πρέπει νά ἀποσχιζώμεθα προκειμένου νά ἀνήκωμε στήν ἐκκλησία κλπ.
ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΔΙΑ ΤΟ ΣΧΙΣΜΑ
1. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία καί δέν σχίζεται.
2. Ὅσοι ἔχουν διεστραμμένη πίστι καί ζωή ἀποκόπτονται καί ἀπομακρύνονται αὐτομάτως ἀπό τήν Ἐκκλησία, ὅπως ἀπό τόν παράλιο βράχο τά ἀφρίζοντα κύματα.
3. Ἀποκόπτονται ἀπό τήν Ἐκκλησία καί ὅσοι ἀκολουθοῦν τούς ποιμένας καί ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι ἔχουν αἱρετικά φρονήματα.
4. Ἡ ἀποκήρυξις ὅλων τῶν αἱρέσεων καί ἡ πλήρης ἀποδοχή τῶν ὅρων καί κανόνων τῶν ἐγκεκριμένων οἰκουμενικῶν καί τοπικῶν συνόδων, ἀποτελεῖ ἀπόδειξι τοῦ ὅτι κάποιος ἀνήκει στήν Ἐκκλησία.
5. Ἡ ἔνστασις καί ἀποτείχισις ἀπό τούς κακῶς φρονοῦντας ἐπισκόπους δέν εἶναι σχίσμα ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἀλλά ἀποφυγή σχισμάτων καί ἐπικράτησις τῆς ἀληθείας.
6. Οἱ ἔχοντες διεστραμμένη καί αἱρετική πίστι δέν ἀποτελοῦν μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἔστω καί ἄν εἶναι ἐπίσκοποι καί σύνοδοι.
7. Ὅποιος ὑποπέση σέ σχίσμα, ὑπό τήν ἔννοια πού προαναφέρθηκε, καί παρασύρη καί ἄλλους σ' αὐτό, δέν σώζεται ἔστω καί ἄν ἔχει ἐπιτελέσει τό ἔργο τοῦ Προδρόμου Ἰωάννου, ἄν δέν διορθωθῆ.

   Εἶναι πίστις μας, καί πρέπει νά τόν ἀναφέρουμε πρίν κλείσουμε αὐτή τήν ἑνότητα, ὅτι ὁ περιβόητος 15ος κανόνας τῆς μετά τριάντα πέντε χρόνια ἀπό τήν κοίμησι τοῦ ὁσίου, συγκροτηθείσης πρωτοδευτέρας λεγομένης τοπικῆς συνόδου, ἐπί πατριαρχείας τοῦ ἁγίου Φωτίου, ἀποτελεῖ τό καταστάλαγμα τῶν ἀγώνων καί τήν συνοδική κατοχύρωσι τῆς θεολογίας τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, συγχρόνως δέ ἀποτελεῖ ἀπόδοσι τιμῆς καί ἀναγνώρισι τῆς θέσεως, στήν ὁποία ἡ Ἐκκλησία τόν ἐτοποθέτησε ὅσο ζοῦσε καί μετά τήν κοίμησί του. Αὐτός ὁ κανόνας ἔγινε μόνιμος ἐφιάλτης καί πληγή ἀγιάτρευτη σέ ὅλους τούς οἰκουμενιστές ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι θέλουν καί ἀπαιτοῦν τυφλή ὑπακοή σέ ὅσα λέγουν καί πιστεύουν.

1. ΚΕ Νικηφόρῳ Πατριάρχῃ. 989.

Ἑρμηνεία.
Δέν εἴμεθα σχισματικοί, ὦ ἅγιε πάτερ, τῆς ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ. Εἴθε νά μήν τό πάθουμε ποτέ αὐτό τό κακό. Ἀλλά ἄν καί σέ ἄλλες
περιπτώσεις εἴμεθα πολύ ἁμαρτωλοί, ὅμως εἰς τά τῆς πίστεως εἴμεθα Ὀρθόδοξοι καί τῆς Καθολικῆς ἐκκλησίας τέκνα. Καί τοῦτο ἐπειδή ἀποκηρύττουμε ὅλες τίς αἱρέσεις καί ἀποδεχόμεθα ὅλες τίς ἐγκεκριμένες Οἰκουμενικές καί τοπικές συνόδους. Ἀκόμη δέ ἀποδεχόμεθα καί ὅλων αὐτῶν τῶν ἐγκεκριμένων συνόδων τούς ὅρους καί τούς κανόνες.

Κείμενο.
 Οὐκ ἐσμέν ἀποσχισταί, ὦ ἁγία κεφαλή τῆς τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίας· μήποτε τοῦτο πάθοιμεν. Ἀλλ' εἰ καί ἄλλως ἐν πολλοῖς ἁμαρτήμασιν ὑπάρχομεν, πλήν ὀρθόδοξοι καί τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας τρόφιμοι, πᾶσαν αἵρεσιν ἀποβαλλόμενοι, καί πᾶσαν καθολικήν καί τοπικήν σύνοδον ἐγκεκριμένην ἀποδεχόμενοι· οὐ μήν ἀλλά καί τάς παρ' αὐτῶν ἐκφωνηθείσας κανονικάς διατυπώσεις.


2. ΚΕ Νικηφόρῳ Πατριάρχῃ. 992.

Ἑρμηνεία.
Αὐτό λοιπόν σέ παρακαλοῦμε καί σέ ἱκετεύουμε νά λυπηθῆ ἡ ἁγία ψυχή σου, ὥστε νά ἀπομακρύνης ἀπό τό θυσιαστήριο αὐτόν τόν ἄνθρωπο. Καί τοῦτο διά νά μήν ὑπάρχη κατηγορία διά τό πρόσωπόν σου. Οὔτε ἐπίσης νά μολύνεται ἡ ἁγία τράπεζα μέ τήν λειτουργία ἑνός καθηρημένου. Καί ἐπί πλέον νά μήν ὑπάρχουν δικαιολογημένες αἰτίες σχισμάτων. Διότι, ἄς γνωρίζει ἀκριβῶς καί μέ κάθε σαφήνεια ἡ ὁσιότης σου ὅτι, ἐάν αὐτό δέν γίνη μέ τήν συγκατάθεσι τῆς φιλοθέου σου ψυχῆς καί τῶν εὐσεβῶν καί καλλινίκων βασιλέων (διότι καί αὐτοί ἔχουν ζῆλον διά τά θέματα αὐτά), ἀπό πλευρᾶς ἰδικῆς μας, οἱ ὁποῖοι ἐνιστάμεθα χάρις τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ, τό τί θά γίνη τό γνωρίζει ὁ Θεός. Σχίσμα ὅμως μέγα λέγω ὅτι θά γίνη στή δική μας τοπική ἐκκλησία, μέ μάρτυρα τό Θεό καί τούς ἐκλεκτούς αὐτοῦ ἀγγέλους. Ἀλλά διά νά μή γίνη αὐτό τό κακό, σπλαγχνίσου ἐσύ, ὁ ὁποῖος εἶσαι ὁ ποιμήν ὁ καλός καί ὁ ἐπιστήμων ἰατρός καί βοήθησε τήν ποίμνη σου, τά πρόβατά σου, τίς ἐκκλησίες σου μέ σοφούς τρόπους καί μέ συνετούς λόγους καί μέ ἰατρικά φάρμακα. Αὐτά ὅλα συνοψίζονται στό νά ἀπαγορεύσης τήν ἱερουργία στόν ἕνα καί νά κερδίσης ὅλους τούς ἄλλους. Καί νά ἐμποδίσης δι' αὐτοῦ τοῦ τρόπου νά μολυνθῆ ἡ ἐκκλησία ἀπό τήν ἀσθένειά τοῦ ἑνός, τήν ὁποία προκειμένου νά τή σώση ὁ Κύριος καί Θεός μας, προσέφερε τό ἰδικόν του αἵμα.

Κείμενο.
Τοῦτο τοίνυν παρακαλοῦμεν καί δεόμεθα, δυσωπηθῆναί σου τήν ἁγίαν ψυχήν παρασταλῆναι τόν ἄνδρα. Πρός τό μή μωμεῖσθαί σου τήν ἄληπτον ὁσιότητα· μηδέ χραίνεσθαι τό θεῖον θυσιαστήριον καθῃρημένου λειτουργία· μηδέ εἶναι αἰτίας εὐλόγους σχισμάτων. Γινωσκέτω γάρ ἀψευδῶς καί ἀκραιφνῶς ἡ μακαριότης σου, ὅτι, εἰ μή τοῦτο γένηται νεύσει καί τῆς φιλοθέου ψυχῆς καί τῶν εὐσεβεστάτων καί καλλινίκων ἡμῶν βασιλέων (ζηλωταί γάρ εἰσι), τό μέν ἡμέτερον ὅπως ἄν ἕξει ὑπέρ τῆς ἐντολῆς ἐνισταμένων, Θεῷ ἐγνωσμένον· σχίσμα δέ μέγα, ὑπό μάρτυρι Θεῷ καί ἐκλεκτῶν αὐτοῦ ἀγγέλων, γενήσεται ἐν τῇ καθ' ἡμᾶς Ἐκκλησίᾳ. Ἀλλ' ἐλέησον, ὁ ποιμήν ὁ καλός, ἀλλά βοήθησον, ὁ ἰατρός ὁ ἐπιστήμων, τῇ ποίμνῃ σου, τά πρόβατά σου, τάς Ἐκκλησίας σου, τρόποις σοφίας σου, λόγοις συνέσεώς σου, φαρμάκοις ἰατρείας σου· τό ἕν πρόβατον ἀπεῖρξαι μόνης τῆς ἱερουργίας, καί τά ὅλα κερδῆσαι· καί μή τῇ τοῦ ἑνός ψώρᾳ λυμανθῆναι τήν Ἐκκλησίαν, ἥν περιεποιήσατο Κύριος καί Θεός ἡμῶν τῷ οἰκείῳ αἵματι.

3. ΚΗ Βασιλείου Μονάζοντι. 997.

Ἑρμηνεία.
Δέν εἴμεθα σχισματικοί, ὦ θαυμάσιε πάτερ, τῆς ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ. Καί εἴθε νά μήν τό πάθουμε ποτέ αὐτό, μολονότι σέ ἄλλες περιπτώσεις εἴμεθα γεμᾶτοι ἀπό πολλά ἁμαρτήματα. Ὅμως, ὅσον ἀφορᾶ τά δόγματα τῆς πίστεως, εἴμεθα ὁμόφωνοι μέ αὐτήν καί γνήσια τέκνα της. Ἐπίσης καί τούς κανόνας καί ὅρους τῶν συνόδων τούς ἐνστερνιζόμεθα μέ διακαή πόθο.
   Τό νά δημιουργῆ ὅμως σύγχυσι καί νά ἀποσχίζεται ἀπό τήν ἐκκλησία, ἡ ὁποία πράγματι δέν ἔχει κανένα ρύπο καί ἀσχήμια, σύμφωνα μέ τόν εὐαγγελικό λόγο καί τούς ὅρους τῶν κανόνων, ἐξ ἀρχῆς καί μέχρι τώρα εἶναι γνώρισμα ἐκείνων, τῶν ὁποίων ἡ πίστις εἶναι διεστραμμένη καί ἡ ζωή ἀντίθετη ἀπό τούς κανόνες καί τούς θεσμούς της. Ἀπό ὅλους αὐτούς λοιπόν ἕνας εἶναι καί ὁ Ἰωσήφ, ὁ ὁποῖος ἐστεφάνωσε τόν μοιχόν αὐτοκράτορα. Ἐπίσης τέτοιοι εἶναι καί αὐτοί, οἱ ὁποῖοι τόν θεωροῦν ἄμεμπτον καί συλλειτουργοῦν μαζί του καί, ἀκόμη, καί οἱ ὁμολογοῦντες δι' αὐτόν ὅτι εἶναι καθαρός διά νά ἱερουργῆ. Διότι πῶς εἶναι δυνατόν νά μᾶς γράφης σύμφωνα μέ τούς κανόνες καί νά μήν γνωρίζης ὅτι σύμφωνα μέ τούς ἱερούς αὐτούς κανόνες εἶναι καθηρημένος αὐτός ὁ ἄνθρωπος.

Κείμενο.
Οὐκ ἐσμεν ἀποσχισταί, ὦ θαυμάσιε, τῆς τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίας· μήποτε τοῦτο πάθοιμεν· ἀλλ' εἰ καί ἄλλως ἐν πολλοῖς ἁμαρτήμασι τυγχάνομεν. Ὅμως ὁμόσωμοι αὐτῆς καί τρόφιμοι μετά τῶν θείων δογμάτων· καί τούς κανόνας αὐτῆς καί διατυπώσεις γλιχόμεθα φυλάττεσθαι.
   Τό δέ ταράττειν καί ἀποσχίζειν ἀπ' αὐτῆς, τήν μηδεμίαν ἐχούσης ἀληθῶς κηλῖδα ἤ ρυτίδα κατά τε τόν τῆς πίστεως λόγον, καί τόν τῶν κανόνων ὅρον, ἀπ' ἀρχῆς αἰῶνος καί μέχρι τοῦ δεῦρο, ἐκείνων ἐστίν, ὧν ἡ πίστις τό ἐνδιάστροφον ἔχει, καί ὁ βίος τό ἀκανόνιστον καί ἄθεσμον· ὧν εἷς ἐστι καί ὁ Ἰωσήφ ὁ τόν μοιχόν στεφανώσας· οἵ τε τούτῳ ὡς ἀμέμπτῳ ἀνεχόμενοι συλλειτουργεῖν, καί μήν καί οἱ συνιστῶντες αὐτός ὡς ἀθώως ἱερουργοῦντα. Πῶς γάρ κανονικῶς ἡμῖν γράφουσα ἡ εὐλάβειά σου, οὐ τούς θείους κανόνας ἐπίσταται, ὅτι κατ' αὐτούς καθῃρημένος ἐστίν ὁ ἀνήρ;

4. ΚΗ. Βασιλείου μονάζοντι. 1001.

Ἑρμηνεία.
Διά τοῦτο γνώριζε ὅτι δέν ὑπάρχει σχίσμα στήν ἐκκλησία, ἀλλά ἀπεναντίας ἐπικράτησις τῆς ἀληθείας καί ὑπερίσχυσις τῶν ἱερῶν κανόνων. Κατά τόν ἀντίθετον ὅμως τρόπον, ὅπως μάλιστα ἔφθασε νά πῆ ἡ τιμιότης σου, θά γίνη ἀπόσχισις ἀπό τήν ἀλήθεια, καί ἀπομάκρυνσις ἀπό τούς κανόνες. Καί τότε θά ἰσχύση μέ ἀκρίβεια γιά σένα τό ἁγιογραφικό χωρίο, τό ὁποῖο λέγει: «Οἱ ἱερεῖς παρέβαινον τόν νόμον μου καί ἐβεβήλωναν τά ἅγιά μου. Καί τοῦτο τό ἔπραττον, ἐπειδή δέν διεχώριζον τούς βεβήλους ἀπό τούς εὐσεβεῖς, ἀλλά σέ ὅλους συμπεριφέροντο μέ τόν ἴδιο τρόπο».
   Διότι τό νά μήν ἔχη ἡ ἐκκλησία κανένα ρύπο καί ἀσχήμια, θά τό ποῦμε πάλι, ἔτσι πρέπει νά ἐννοηθῆ. Τό νά μή, δηλαδή, ἀνέχεται τά ἀσεβῆ καί αἱρετικά δόγματα καί, ἀκόμη, τά ἀντίθετα πρός τούς κανόνες διαβήματα. Ἐπιπλέον δέ δέν ἀνέχεται καί αὐτούς, οἱ ὁποῖοι συμφωνοῦν μέ αὐτά τά ἀντίθετα στούς κανόνες διαβήματα, ὅπως ἀκριβῶς κάπου λέγει ὁ μέγας Βασίλειος. Πρός αὐτούς, οἱ ὁποῖοι ἐνεργοῦν ἔτσι, ὁ μέγας Παῦλος δέν ἐπιτρέπει οὔτε νά συντρώγουμε. Ἐπειδή λοιπόν ἀπό τήν ἐποχή τῶν Ἀποστόλων καί ἐν συνεχείᾳ μέ πολλούς τρόπους πολλές αἱρέσεις προσέκρουσαν στήν ἐκκλησία, καθώς ἐπίσης καί παράνομοι καί ἀντίθετες, στούς κανόνες, πράξεις ἐπικράτησαν, ὅπως ἀκριβῶς καί τό πρόσφατο τῆς μοιχείας τοῦ αὐτοκράτορος. Ἡ ἐκκλησία ὅμως, σύμφωνα μέ τόν προαναφερθέντα τρόπο διέμεινε ἄσχιστος καί καθαρά καί ἔτσι θά παραμείνη μέχρι τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος, ἐφ' ὅσον ἀπομακρύνονται αὐτομάτως καί ἀποπέμπονται ἀπό αὐτήν ὅλοι οἱ κακῶς φρονοῦντες (αἱρετικοί) καί πράττοντες. Ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει σέ ἕνα σταθερό βράχο στήν παραλία, στόν ὁποῖο κτυποῦν μέ ὁρμή τά κύματα.

Κείμενο.
Διό ἴσθι μή εἶναι σχίσμα τῆς Ἐκκλησίας· ἀλλ' ἀληθείας ἐπικράτησιν, καί τῶν θείων νόμων ἐκδίκησιν· ἕτερον δέ, ὡς ἔφθη εἰποῦσα ἡ τιμιότης σου, τῆς ἀληθείας ῥῆξις, καί τῶν κανόνων παράλυσις· καί ἐκεῖνο ἔχει σοι καλῶς λέγεσθαι· Οἱ ἱερεῖς ἠθέτουν νόμον μου, καί ἐβεβήλουν τά ἅγιά μου· βεβήλοις καί ὁσίοις οὐ διέστελλον, ἀλλ' ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά. Τό γάρ μή ἔχειν σπῖλον ἤ ρυτίδα, ἵνα καί πάλιν εἴπωμεν, οὕτω νοείτω· τό μή προσιεμένην τά τε ἀσεβῆ δόγματα καί τά ἀκανόνιστα ἐγχειρήματα. Οὐ μήν ἀλλά καί τά ἐν τοῖς αὐτουργοῦσι τά ἀπηγορευμένα συμφρονήματα, ὥς πού φησιν ὁ θεῖος Βασίλειος· πρός ἅ Παῦλος ὁ μέγας, οὐδέ συνεστιᾶσθαι τοῖς τοιούτοις παραχωρεῖ. Ἐπεί ἀπό τῶν ἀποστόλων καί κατόπιν, πολλαχῶς πολλαί αἱρέσεις προσεῤῥάγησαν αὐτῇ· καί ῥυπάσαματα ἄθεσμα καί ἀκανόνιστα ἐπεπόλασαν, ὥσπερ καί τό νῦν· ἀλλά μήν αὐτή τῷ προειρημένῳ τρόπῳ ἄσχιστος καί ἀμώμητος διαμεμένηκε, καί διαμενεῖ ἕως τοῦ αἰῶνος, ὑπεξαιρουμένων καί ἀποπεμπομένων ἀπ' αὐτῆς τῶν κακῶς φρονησάντων ἤ πραξάντων· ὥσπερ ἐξ ἀσείστου καί παραλίου πέτρας τά προσρήσσοντα κύματα.
  

5. ΜΓ. Ἰωσήφ ἀδελφῷ καί ἀρχιεπισκόπῳ. 1065.

Ἑρμηνεία.
Εὐπρόσδεκτοι καί σύμφωνοι μέ τήν δική μου γνώμη εἶναι οἱ τρεῖς σου ἀξιότιμες προτάσεις. Αὐτή, ἡ ὁποία λέγει ὅτι διά τήν κατάπτωσι ἑνός ἀνθρώπου νά μή σχίζωμεν τήν Ἐκκλησία. Ἡ δεύτερη, ἡ ὁποία λέγει νά μήν ἔχωμε καμμία συμμετοχή στήν ἀθώωσι αὐτοῦ καί, τέλος, νά μεταλαμβάνωμεν ἀπό κάθε ἕνα ἱερέα, ὁ ὁποῖος δέν εἶναι δημόσια κατηγορημένος. Καί συγχώρεσέ με, ἀδελφέ μου, δέν θά ὁμιλήσω διδακτικῶς, ἀλλά χάριν τῆς κοινῆς ὠφελείας θά δημοσιεύσω τόν λόγο. Κατά τήν πρώτη λοιπόν περίπτωσι, δέν ἀποσχίζουμε τήν Ἐκκλησία ἐξ αἰτίας ἑνός ἀνθρώπου, τῆς ἐκκλησίας δηλαδή, ἡ ὁποία ἐκτείνεται βορείως καί δυτικῶς καί πέραν τῆς θαλάσσης πρός νότον. Καί ὁπωσδήποτε καί τῆς ἰδικῆς μας τοπικῆς Ἐκκλησίας, ἐκτός βέβαια ἀπό αὐτούς, οἱ ὁποῖοι ἐπεκύρωσαν τήν μοιχεία τοῦ αὐτοκράτορος. Διότι αὐτοί δέν εἶναι μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Κυρίου. Ἐάν ὅμως θελήσουμε νά ποῦμε ὅτι αὐτοί ἀνήκουν στήν Ἐκκλησία, τότε ἀποσχιζόμεθα αὐτῆς τῆς Ἐκκλησίας, ἐξ αἰτίας ἑνός ἀνθρώπου ὁ ὁποῖος ὑπάρχει σ' αὐτήν, ἐννοῶ ἀσφαλῶς τόν μοιχοζεύκτην τόν ὁποῖον δέν ἀποδεχόμεθα. Ἐπειδή ὅμως αὐτοί, δέν εἶναι ἡ ἀληθινή Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, ἀποσχίζονται αὐτοί στήν πραγματικότητα ἀπό τήν ἀληθινή Ἐκκλησία, ἐξ αἰτίας τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ, ὁ ὁποῖος εὑρίσκεται σ' αὐτούς. Ἐκεῖνοι ὁμοιάζοντες μέ αὐτούς, οἱ ὁποῖοι εὑρίσκονται στόν χρονογράφο. Ἐμεῖς ἀπεναντίας δέν σχιζόμεθα ἀπό τήν Ἐκκλησία ἐξ αἰτίας αὐτοῦ.

Κείμενο.
Ἀσπασταί δέ μοι καί ὁμογνωμικαί αἱ τρεῖς σου τίμιαι ῥήσεις· ἥ τε τοῦ δι' ἑνός ἀνθρώπου ὑπόπτωσιν μή σχίζειν τάς Ἐκκλησίας. Ἥ τε τοῦ μή συγκοινωνεῖν τῇ λύσει τοῦ τοιούτου· καί ἡ ἐκ παντός ἀδιαβλήτου ἱερέως μεταλαμβάνειν· οὕτως ἐχούσης πάντως τῆς διανοίας. Καί σύγγνωθί μοι, ὦ ἀδελφέ, οὐ διδακτικῶς, ἀλλά πρός τό κοινῇ συμφέρον διατρανοῦντι τόν λόγον. Κατά τήν πρώτην, οὐ δι' ἕνα ἄνθρωπον ἀποσχίζομεν τῆς Ἐκκλησίας τῆς ἀπό Βοῤῥᾶ καί δυσμῶν καί θαλάσσης· καί μέντοι καί τῆς ἐνταῦθα, δηλονότι πλήν τῶν μοιχοκυρωτῶν. Οὐ γάρ οὗτοι Ἐκκλησία Κυρίου. Εἰ δέ Ἐκκλησία, ἀποσχίζομεν τῆς Ἐκκλησίας δι' ἕνα ἄνθρωπον συνημμένον αὐτῇ, λέγω δέ τόν μοιχοζεύκτην μή προσιέμενοι. Ἐπειδή δέ οὐκ Ἐκκλησία Θεοῦ, ἀποσχίζουσιν αὐτοί ὡς ἀληθῶς, δι' ἕνα ἄνθρωπον συνημμένον αὐτοῖς, τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Θεοῦ· ἐκείνοις παρεοικότες τοῖς ἐν τῷ χρονογράφῳ κειμένοις· ἡμῶν μή σχιζομένων αὐτῆς διά τόν τοιοῦτον.

  
6. Θεοκτίστῳ ἐρημίτη. 485.
  
 Ἑρμηνεία.
   Ἡ ἐντολή τοῦ Κυρίου, ἡ ὁποία ἀπαιτεῖ νά ἀγαπῶμεν ὁ ἕνας τόν ἄλλον καί μάλιστα σέ τέτοιο βαθμό, ὥστε καί τήν ζωή μας νά θυσιάζουμε διά τούς ἄλλους, μέ ἀνάγκασε, ἀδελφέ μου πνευματικέ, καί πάλι νά σοῦ γράψω ἐπιστολή, ἐπειδή πονῶ διά τήν σωτηρία σου καί ἐπειδή ἀκούω ὅτι ὑπάρχει μεταξύ σας καί ἄλλων ἀδελφῶν μία διαίρεσις σέ βαθμό σχίσματος. Αὐτό δέν εἶναι κάτι ἐπουσιῶδες, ἀλλά πάρα πολύ φοβερό, ἐπειδή ἐφθάσατε στό σημεῖο νά ἀποκοπῆτε σέ δύο μέρη ἀντιμαχόμενα μαζί μέ τόν ἁπλό λαό, τοῦ καθενός νά πρόσκειται σέ κάποιους καί νά εὑρίσκεσθε μακράν τῆς μεταξύ σας κοινωνίας. Αὐτό βέβαια εἶναι ἔργο τοῦ σατανᾶ, ὁ ὁποῖος ἀπ' ἀρχῆς εἶναι ἀνθρωποκτόνος καί ὁπωσδήποτε ἀποτελεῖ μέγα σκάνδαλο. Καί ἔχει εἰπωθῆ ἀπό τόν Κύριο ἀλοίμονο στόν κόσμο ἀπό τά σκάνδαλα. Καί σέ ἄλλο σημεῖο ὅτι εἶναι συμφερώτερο σέ κάποιον νά δέση στό λαιμό του μία μυλόπετρα καί νά ριφθῆ μ' αὐτήν στή θάλασσα, παρά νά σκανδαλίση τόν πιό ἁπλό καί τελευταῖο ἄνθρωπο. Καί ἀπορῶ πῶς ἡ τιμιότης σου, ὁ ὁποῖος ἀσκεῖται καί πλησιάζει τόν Θεό τόσα ἔτη, δείχνει ἀμεριμνία δι' αὐτόν τόν κίνδυνο. Αὐτό ἐάν δέν διορθωθῆ μέ κάθε δική σου προσπάθεια καί ἐπιμέλεια, ὄχι μόνο θά ἐνεργήση, ὥστε νά εἶναι ἀνώφελη ὅλη ἡ ἀσκητική σου ζωή, ἀλλά καί στήν ἄλλη ζωή θά σέ ἀπομακρύνη ἀπό τόν Θεό, πρᾶγμα τό ὁποῖο εὔχομαι νά μή γίνη ποτέ.
  Δι' αὐτόν τόν λόγο, ἀδελφέ, μέ φιλάδελφα αἰσθήματα κινήθηκα πρίν ἀπό τρία χρόνια, ὅταν ἐπλησίασα σ' αὐτόν τόν τόπο, ἐπανερχόμενος ἀπό τήν ἐξορία στή Σμύρνη καί ἀφοῦ ἔμαθα γι' αὐτό τό σχίσμα, σοῦ ἔγραψα αὐτά τά ὁποῖα ἄκουσα, καθώς ἐπίσης καί ποιό φρόνημα πρέπει νά ἔχης, ὅσον ἀφορᾶ τήν ἀλήθεια καί πῶς θά διαφύγης τόν ἐπικείμενο κίνδυνο τοῦ σκανδάλου καί δέν μοῦ ἀπάντησεως στό γράμμα μου. Πάλιν δέ σοῦ ἐξήγησα καί δέν μοῦ ἀπάντησες. Αὐτό ἀποτελεῖ μία ὁλοφάνερη γιά σένα κατηγορία, τοῦ νά μή θέλης δηλαδή νά ἀναπαύσης τόν Θεό, οὔτε ἀκόμη νά βαδίσης ὀρθά, ὅσον ἀφορᾶ τήν ἀλήθεια. Συγχώρεσέ με ὅμως καί μήν ἀγανακτήσης ἐναντίον μου, ἐπειδή σοῦ λέγω τήν ἀλήθεια. Διότι ἔχει γραφῆ ὅτι μέ αὐστηρότητα θά ἐλέγξης τόν πλησίον σου καί δέν θά ἔχης, ἄν δέν διορθωθῆ, ἁμαρτία. Ἰδού λοιπόν ἐγώ ὁ ταλαίπωρος, ἄν καί δέν σέ εἶδα ποτέ, ἐπειδή ὅμως εἶσαι ἀδελφός κατά Χριστόν, δέν ὑπέφερα νά ἀκούω αὐτά τά πράγματα ἐξ αἰτίας τοῦ φόβου τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἀφ' ἑνός διά τοῦ ἐλέγχου σέ ἔλεγξα καί συγχρόνως διά παρακλήσεως σέ παρεκάλεσα πρός διόρθωσί σου. Μέ αὐτόν τόν τρόπο ἀπεκδύθην τήν κατάκρισι καί ἔδειξα ὅτι ἀγαπῶ τήν σωτηρία σου. Πῶς λοιπόν ἐσύ, ὁ ὁποῖος εἶσαι κατηγορούμενος καί αἴτιος τοῦ σχίσματος, θά ὑποφέρης τήν κατάκρισι; Πῶς πάλι θά ἀπολογηθῆς στόν Χριστό, ἔχοντας τήν εὐθύνη γιά τήν ἀπώλεια τόσου λαοῦ; Καί ἄν εἶχες ἐπιτελέσει τό ἔργο τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, δέν θά ἦτο ἀρκετό διά νά μήν ἐκδιωχθῆς ἀπό τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἐάν δέν εἶχες προλάβει ὅσο ζεῖς νά διορθώσης αὐτό τό σχίσμα.
   Ποιά δέ εἶναι ἡ διόρθωσις; ἐάν μέν εἶναι δυνατόν, ἐσύ ὁ ἴδιος προσωπικῶς, ἐάν δέν τοῦτο εἶναι ἀδύνατον, δι' ἑνός ἀπεσταλμένου σου, νά προσκομίσης γραπτή ἀπολογία, γι' αὐτά τά ὁποῖα κατ' ἀρχάς κατηγορήθηκες, ἀπολογούμενος ἐν συνεχείᾳ καί ἀθωώνοντας τόν ἑαυτόν σου καί ἀποδεικνύοντας ὅτι ἡ πίστις σου εἶναι ὀρθή καί ὅτι σέ ὅλα τά σημεῖα ὀρθοτομεῖς τόν λόγο τῆς ἀληθείας. Καί ἔτσι γύρω ἀπό τήν ὀρθή πίστι θά γίνη ὁμόνοια, ἡ ὁποία ἀναπαύει τόν Θεό. Καί δέν λέγω μέ αὐτόν καί μέ ἐκεῖνον νά ὁμονοήσης, ἀλλά μόνο μέ ἐμένα τόν ταπεινό (τιποτένιο, ἐλάχιστο) ἄν ἔτσι γίνη, ἀμέσως ἐσηκώθηκε τό σκάνδαλο καί ἔφυγε ἀπό τή μέση καί ἑνώθηκαν αὐτοί οἱ ὁποῖοι ἦσαν χωρισμένοι. Καί ὁ Κύριος τότε θά εὑρίσκεται ἀνάμεσά μας καί δέν θά βλασφημεῖται τό ὄνομά του ἐξ αἰτίας μας, δέν λέγω μεταξύ τῶν ἀπίστων, ἀλλά μεταξύ τῶν χριστιανῶν. Καί ἄν πάλι κάποιοι διαφωνοῦν μετά τήν μεταξύ μας συμφωνία, θά διδαχθοῦν ἀπό ἐμᾶς τούς ἴδιους τούς εὐτελεῖς καί θά ἑνωθοῦν μαζί μας, διότι ἐμεῖς θά σέ ὑπερασπίσουμε τότε, ὅπως ἀκριβῶς τόν ἑαυτόν μας. Ὁ Θεός τότε θά γίνη σπλαγχνικός καί ὁ βίος σου ἔνδοξος καί τό τέλος τῆς ζωῆς σου ἀξιέπαινο καί ὅ,τι ἀφήσεις πίσω σου θά θυμίζη τήν ἀρετή.
   Βλέπεις λοιπόν ὅτι δεύτερη ἐπιστολή εἶναι αὐτή ἡ εὐτελής. Καί ἄν μέν πράξης τά ἁρμόδια, δηλώνοντας καί ἀπολογούμενος γιά ὅλα ὅσα ἐγκαλεῖσαι θά ἔχης κερδηθῆ διά τόν Κύριον, ἐσύ ὁ ὁποῖος εἶσαι ἀδελφός μας, καί τό λέγομε αὐτό κυριολεκτώντας καί θά ἔχουμε γιά σένα μεγάλη χαρά ἐμεῖς οἱ ταπεινοί. Ἐάν δέ παραμείνης στήν ἴδια μέχρι τώρα σιωπή καί ἀνυπακοή, πρᾶγμα τό ὁποῖο μακάρι νά μή γίνη, θά σηκώσης ὅλο τό βάρος τῆς κατακρίσεως ἀπό τίς δικές σου πράξεις, ἐμεῖς δέ θά ἐφαρμόσουμε αὐτό τό ὁποῖο λέγει ὁ ἀπόστολος «αἱρετικόν ἄνθρωπον ἀφοῦ τόν νουθετήσεις μία ἤ δύο φορές καί δέν διορθωθῆ ἄφησέ τον, γνωρίζοντας καλά ὅτι ἔχει ἐκτροχιασθῆ αὐτός ἀπό τόν ὀρθό δρόμο καί εὑρίσκεται στήν ἁμαρτία γιά τήν ὁποία εἶναι μόνος ὑπαίτιος».

Κείμενο.
῾Η τοῦ Κυρίου ἐντολή, ἡ ἀπαιτοῦσα ἡμᾶς ἀγαπᾶν ἀλλήλους καί τοσοῦτον, ὅσον τήν ψυχήν τιθέναι ὑπέρ ἀλλήλων, ἠνάγκασέν με, ἀδελφέ πνευματικέ, καί πάλιν ἐπιστεῖλαί σοι, πονοῦντα περί τῆς σωτηρίας σου καί ἀκούοντα διαίρεσιν εἶναι σχισματικήν μεταξύ ὑμῶν καί ἑτέρων ἀδελφῶν οὐ τήν τυχοῦσαν, ἀλλά καί λίαν χαλεπήν, ὥστε καί συναπορραγῆναι εἰς δύο μέρη ἀντικείμενα τόν ἀγελαῖον λαόν, ἑκατέρου ἑκατέροις προσκειμένου καί πόρρῳ ἀφισταμένου τῆς ἀλληλούχου κοινωνίας. Καί τοῦτο ὅλον ἔργον τοῦ σατανᾶ, τοῦ ἀρχαίου ἀνθρωποκτόνου, καί τοῦτο σκάνδαλον μέγα· καί λέλεκται παρά τοῦ Κυρίου· οὐαί τῷ κόσμῳ ἀπό τῶν σκανδάλων. Καί πάλιν· συμφέρει ἵνα μύλος ὀνικός δεθῇ περί τόν τράχηλον αὐτοῦ καί ῥιφῇ εἰς τήν θάλασσαν ἤ ἵνα σκανδαλίσῃ ἕνα τούτων τῶν ἐλαχίστων. Καί θαυμάζω πῶς ἡ τιμιότης σου, ἀσκοῦσα καί προσκειμένη θεῷ ἐν τοσούτοις ἔτεσιν, ἀφροντίστως ἔχει περί τοῦ κινδύνου τούτου· ὅς, εἰ μή διορθωθῇ διά πάσης σπουδῆς σου καί ἐπιμελείας, οὐ μόνον κενήν πᾶσάν σου τήν ἄσκησιν ἐργάσεται, ἀλλά καί πόρρω σε θεοῦ ποιήσει, ὅ μή γένοιτο.
   Διά τοῦτο, ἀδελφέ, φιλαδέλφως κινηθείς πρό τριῶν ἐτῶν, ἡνίκα ἐπλησίασα τοῖς αὐτόθι ἀπό Σμύρνης ἐπανιών καί τό σχίσμα μεμαθηκώς, ἔγραψα σοι ἅπερ ἀκήκοα καί ὡς δεῖ σε φρονεῖν περί τῆς ἀληθείας καί ὡς φυγεῖν τόν ἐπηρτημένον κίνδυνον τοῦ σκανδάλου καί οὐκ ἀντέγραψάς μοι· καί πάλιν δεδήλωκα καί οὐκ ἀπεκρίθης μοι. Καί τοῦτο κατηγορία ἐναργής τοῦ μή θέλειν σε θεόν θεραπεύειν μηδέ ὀρθοποδεῖν περί τήν ἀλήθειαν. Καί, συγχώρησον, μή καταγανακτήσῃς μου λέγοντος τό ἀληθές· γέγραπται· ἐλεγμῷ ἐλέγξεις τόν πλησίον σου καί οὐ λήψῃ δι’ αὐτόν ἁμαρτίαν. ἰδού ἐγώ ὁ τάλας, καίπερ μή ἰδών σε πώποτε, ἀλλ᾿ ὅτι ἀδελφός κατά Χριστόν, οὐκ ἤνεγκα τήν ἀκοήν φόβῳ θεοῦ, ἐλεγμῷ δέ ἤλεγξα, παρακαλῶν παρεκάλεσα, ἀποδυόμενος τό κρίμα καί φιλῶν τήν σωτηρίαν σου. πῶς αὐτός ὁ ἐγκληθείς καί τοῦ σχίσματος πατήρ οἴσεις τό κρίμα; πῶς δέ ἀπολογήσῃ τῷ Χριστῷ, ὑπέρ τοσούτου λαοῦ εὐθυνόμενος; ᾿Ιωάννου τοῦ Προδρόμου εἰ τό ἔργον ἔχοις, κενόν σε τῆς βασιλείας ἀποπέμψει τοῦ θεοῦ, εἰ μή προκαταλάβοις διορθώσασθαι.
  Τίς δέ ἡ διόρθωσις; εἰ μέν οἷόν τε σοῦ αὐτοῦ παρόντος, εἰ δέ μή, δι᾿ ἀποστόλου σου ἀπολογία γραμματική περί ὧν πρότερον ἐνεκλήθης, ἀθωῶν ἑαυτόν διά τῆς ἀπολογίας καί ὑποδεικνύων ὀρθήν τήν πίστιν καί τήν ἐφ᾿ ἅπασιν ὀρθοτομίαν τοῦ λόγου τῆς ἀληθείας. Καί οὕτως γινομένης ὁμονοίας ἐν Κυρίῳ, οὐ λέγω μετά τοῦδε καί τοῦδε, ἀλλά μετ᾿ ἐμοῦ μόνου τοῦ ταπεινοῦ, ἤρθη τό σκάνδαλον ἐκ μέσου καί συνήφθη τά διεστῶτα· καί ὁ Κύριος ἐν μέσῳ ἡμῶν καί οὐ βλασφημούμενον τό ὄνομα αὐτοῦ δι᾿ ἡμᾶς, οὐ λέγω ἐν τοῖς ἔθνεσιν, ἀλλ᾿ ἐν τοῖς χριστιανοῖς. Κἄν τινες διαφέρωνται, μετά τήν εἰς ἀλλήλους συμφωνίαν διδαχθήσονται καί συναφθήσονται δι᾿ ἡμῶν αὐτῶν τῶν ταπεινῶν, ὑπερασπιζομένων σου ὡς ἐμαυτῶν. Καί ἵλεως ἔσται θεός καί ὁ βίος σου οὕτω μακάριος καί τό τέλος σου αἰνετόν καί τά ἐγκαταλείμματά σου ἐν δικαιοσύνῃ.
   Ἰδού δευτέρα ἡ ἐπιστολή μου αὕτη ἡ εὐτελής. Καί εἰ μέν δράσεις τά δέοντα, δηλῶν καί ἀπολογούμενος περί πάντων ὧν ἐγκαλῇ, ἐκερδήθης ὁ ἀδελφός ἡμῶν, κυριολέκτως εἰπεῖν, καί χαίρομεν ἐπί σοί μέγα οἱ ταπεινοί· εἰ δέ, ὅπερ ἀπείη, ἐμμείνῃς ἐν τῇ αὐτῇ σιωπῇ καί ἀπειθείᾳ, βαστάσοις τό κρίμα αἰώνιον, ἄπρακτα ἀσκῶν, μᾶλλον δέ ὀλεθρίως σχίζων τόν λαόν τοῦ θεοῦ διά τῆς οἰκείας ἰδιοπραγίας. ἡμεῖς δέ προσέξομεν τῷ ἀποστόλῳ λέγοντι, αἱρετικόν ἄνθρωπον μετά μίαν καί δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδώς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καί ἁμαρτάνει ὤν αὐτοκατάκριτος.

7. Θεοκτίστῳ ἐρημίτῃ. 490.

Ἑρμηνεία.
Ἀφοῦ ἐδέχθηκα τήν ἐπιστολή τῆς ὁσιότητός σου καί τήν ἀνέγνωσα εἰς ἐπήκοον τοῦ θεοφιλεστάτου ἀρχιεπισκόπου καί ἀδελφοῦ μου, συγχρόνως δέ καί ὅλων τῶν ἀδελφῶν, εὐχαρίστησα ἐγώ ὁ ἐλάχιστος τόν Κύριο, ὁ ὁποῖος ὑπέδειξε μέσα σου, ὥστε νά ὁμολογήσης ὀρθῶς ὀρθόδοξο πίστιν. Διότι τό νά ὁμολογῆ κάποιος ὅτι ἀποδέχεται τήν παλαιά καί νέα διαθήκη καί συγχρόνως ὅλα τά ὑπό τῶν ἁγίων πατέρων παραδεδομένα στήν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, σ' αὐτήν τήν ὁμολογία, ἐν περιλήψει, εὑρίσκεται ἡ ὀρθότης τῆς πίστεως. Ἐπειδή ὅμως πολλές φορές συμβαίνει καί οἱ αἱρετικοί νά τά λέγουν αὐτά, πλήν ὅμως δέν συμβαδίζουν σύμφωνα μέ αὐτά τά λόγια τους, ὥστε νά ὀρθοτομοῦν τόν λόγο τῆς ἀληθείας, δι' αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο, διά μέσου τῶν ἀδελφῶν τούς ὁποίους ἀπεστείλαμε καί μάλιστα τοῦ ἀββᾶ Σωσιπάτρου, ἐρευνήσαμε διά τήν ἀκρίβεια, ὅπως ἀκριβῶς μᾶς τό ἐξήγησες στήν ἐπιστολή σου, ἐπειδή δέν ἐπαρκεῖ ὁ χῶρος νά καταγραφοῦν ὅλα στήν ἐπιστολή καί διεπιστώσαμε μέ τήν χάρι τοῦ Θεου, ὅτι αὐτά τά ὁποῖα τούς ἐξέθεσες ὅσον ἀφορᾶ τήν πίστι ἦσαν ὀρθόδοξα....

Κείμενο.
Δεξάμενος τό γραμματεῖον τῆς τιμιότητός σου καί ἀναγνούς εἰς ὑπήκοον τοῦ θεοφιλεστάτου ἀρχιεπισκόπου καί ἀδελφοῦ μου ἅμα τοῖς συνοῦσιν ἀδελφοῖς εὐχαρίστησα ὁ ταπεινός τῷ Κυρίῳ, ὅς ἔκλινεν τήν καρδίαν σου γράψαι ὀρθῶς τό τῆς πίστεως σύμβολον· τό γάρ ὁμολογεῖν δέχεσθαι τήν παλαιάν καί νέαν διαθήκην καί πάντα τά ὑπό τῶν ἁγίων πατέρων παραδεδομένα τῂ ἐκκλησίᾳ τοῦ θεοῦ κεφαλαιωδῶς ἡ ὀρθότης ἐστί τῆς πίστεως. ἐπειδή δέ καί αἱρετικοῖς ἔστι ταῦτα λέγειν, οὐ μήν εὑρίσκεσθαι κατά τούς λόγους αὐτῶν ὀρθοτομοῦντας τόν λόγον τῆς ἀληθείας, διά τοῦτο καί παρά τῶν πεμφθέντων ἀδελφῶν, καί μάλιστα παρά τοῦ ἀββᾶ Σωσιπάτρου, ἐπεζητήσαμεν τό ἀκριβές, καθά καί ἐζήτησας ἐν τοῖς γράμμασι, διά τό μή πάντα ἐγχωρεῖν ἀπαγγέλειν τήν ἐπιστολήν, καί εὕρομεν χάριτι Χριστοῦ ἀπαγγέλοντας αὐτούς ὀρθοφρόνως τά παρά σοῦ αὐτοῖς παρατεθέντα....
ΒΑΣΙΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΕΣ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΔΙΑ ΤΟ ΣΧΙΣΜΑ.
  
   Ὁ ὅσιος ἄν καί εἶχε ἀποσχισθῆ (ἀποτειχισθῆ) κατά διαστήματα ἀπό δύο Πατριάρχες ἐπ' οὐδενί ἐδέχθη ποτέ ὅτι ἔκανε σχίσμα στήν Ἐκκλησία, οὔτε διενοήθη ποτέ νά πάθη αὐτό τό κακό. Ὡς ἀπόδειξι διακηρύττει τήν προσήλωσι καί ἀποδοχή τῶν ἐγκεκριμένων οἰκουμενικῶν καί τοπικῶν συνόδων καί τήν πίστι καί ἀποδοχή τῶν ὅρων καί κανόνων τῶν συνόδων αὐτῶν. Ἡ προσήλωσις λοιπόν καί ἡ τήρησις τῶν ὅρων καί κανόνων τῶν ἐγκεκριμένων οἰκουμενικῶν καί τοπικῶν συνόδων εἶναι ἀσφάλεια διά τήν ἀποφυγή σχίσματος στήν Ἐκκλησία.
   Στήν ἐπιστολή του στόν Πατριάρχη Νικηφόρο τόν παρακαλεῖ μέ ταπείνωσι νά ἀπομακρύνη ἀπό τό θυσιαστήριο τόν ἱερέα Ἰωσήφ, ὅπως ἀκριβῶς εἶχε κάνει ὁ προκάτοχός του Πατριάρχης ἅγιος Ταράσιος, ὁ ὁποῖος τόν εἶχε καθαιρέσει λόγῳ τῆς τελέσεως τοῦ παρανόμου γάμου τοῦ Αὐτοκράτορος Κων/νου. Ὡς γνωστόν ὁ αὐτοκράτωρ Νικηφόρος, ὁ ὁποῖος διεδέχθη τόν Κων/νο καί τήν Εἰρήνη τήν Ἀθηναία, ἐπίεσε τόν Πατριάρχη Νικηφόρο νά ἐπαναφέρη στήν ἱερωσύνη του τόν καθηρημένο ἱερέα Ἰωσήφ, ὁ δέ Πατριάρχης φοβούμενος μήπως ὁ αὐτοκράτωρ ἐπαναφέρει τήν εἰκονομαχία, ὑπέκυψε στίς πιέσεις καί ἀπεκατέστησε τόν Ἰωσήφ στήν προηγούμενη θέσι του. Αὐτό ἐθεωρήθη ὑπό τοῦ ὁσίου Θεοδώρου ὡς ἐπαναφορά στήν προτέρα κατάστασι, δηλαδή τήν εὐλογία τῆς μοιχείας καί μοιχοζευξίας, τό ἄνοιγμα τῆς πλατείας καί εὐρυχώρου ὁδοῦ διά τούς χριστιανούς, νά χωρίζουν δηλαδή γιά ὁποιονδήποτε λόγο καί νά ξαναστεφανώνωνται καθώς καί τήν ἀκύρωσι τοῦ εὐαγγελίου καί ὅλης τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως.
   Προειδοποιεῖ λοιπόν τόν Πατριάρχη ὅτι ἄν δέν ἐπανέλθη ὁ Ἰωσήφ στή θέσι τήν ὁποία τόν ἐτοποθέτησε ὁ ἅγιος Ταράσιος, ὥστε νά φανῆ ἡ καταδίκη τῆς μοιχοζευξίας καί ἡ ἀποκατάστασις στήν Ἐκκλησία τοῦ εὐαγγελικοῦ νόμου, θά γίνη μέγα σχίσμα στήν Ἐκκλησία.
   Ἐδῶ πρέπει νά προσέξωμε τό πνεῦμα τοῦ ὁσίου. Δέν ἀποσχίζεται ἀπό τήν Ἐκκλησία αὐτός, ὁ ὁποῖος παραμένει πιστός καί τηρεῖ τόν εὐαγγελικό νόμο καί ὅλη τήν ὀρθόδοξο παράδοσι, ἀλλά αὐτός ὁ ὁποῖος τόν παραβαίνει, ἔστω καί ἄν εἶναι ἐπίσκοπος, Πατριάρχης ἤ καί ὁλόκληρη σύνοδος. Δι' αὐτόν τόν λόγο, ὅταν λέγει προειδοποιητικά ὅτι θά γίνη μέγα σχίσμα στήν Ἐκκλησία, οὐδόλως ἐννοεῖ ὅτι θά ἀποσχισθῆ αὐτός ἀπό τήν διαχρονική ἀληθινή Ἐκκλησία, ἀλλά ἐξ αἰτίας τῆς παρανομίας τοῦ Πατριάρχου θά γίνη ἕνας ἐσωτερικός διχασμός καί πόλεμος.
   Τό σχίσμα λοιπόν τό δημιουργεῖ αὐτός ὁ ὁποῖος παρανομεῖ καί ἀθετεῖ δημοσίως μία ἤ περισσότερες εὐαγγελικές ἐντολές καί ἐφ' ὅσον εἶναι ποιμένες, ἀνοίγει τόν δρόμο, αὐτός, τῆς παρανομίας καί στόν ὑπόλοιπο λαό. Δέν τό δημιουργεῖ ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἀποκόπτεται καί ἀποτειχίζεται ἐκκλησιαστικά ἀπό αὐτόν ὁ ὁποῖος παρανομεῖ. Αὐτή εἶναι ἡ βάσις τῆς θεολογικῆς διδασκαλίας περί σχίσματος τοῦ ὁσίου. Μέ αὐτή λοιπόν τήν θέσι του ἦτο πάντοτε ἑνωμένος μέ τήν Ἐκκλησία, δηλαδή ταυτισμένος μέ τόν εὐαγγελικό νόμο, μέ τήν ὀρθόδοξο παράδοσι, μέ τίς ἐγκεκριμένες συνόδους καί μέ ὅλη τήν διδασκαλία τῶν πατέρων.
   Στόν μοναχό Βασίλειο, πάλι, ὁ ὅσιος ἐπαναλαμβάνει τήν ἴδια διδασκαλία περί ἀποδοχῆς συνόδων καί κανόνων καί, ἐπί πλέον, σαφηνίζει τό ποιοί κάνουν σχίσματα στήν Ἐκκλησία. Τά σχίσματα, λέγει, τά κάνουν ὅσοι ἔχουν διεστραμμένη πίστι καί ἀνάλογη μέ αὐτήν ζωή. Δηλαδή αὐτοί, οἱ ὁποῖοι δέν ἔχουν ὀρθόδοξη πίστι καί ζωή ἀποσχίζονται ἀπό τήν Ἐκκλησία καί ὅλη τήν ὀρθόδοξη παράδοσι. Διά τόν ὅσιο λοιπόν, δέν ὑπῆρχε θέμα ἀποκοπῆς ἀπό τόν ἐπίσκοπο διά νά ὑπάρχη σχίσμα, ἐφ' ὅσον αὐτός δέν ὀρθοτομοῦσε τόν λόγο τῆς ἀληθείας, ἀλλά τό σχίσμα τό ἐννοοῦσε ὡς ἀποκοπή ἀπό τήν ὀρθόδοξο πίστι καί ζωή, δηλαδή ἀπό ὅλη τῆς ὀρθόδοξο παράδοσι. Ὑπό τήν ἔννοια αὐτή λοιπόν τοῦ σχίσματος, μπορεῖ π.χ. κάποιοι νά εἶναι ἑνωμένοι μέ τόν ἐπίσκοπο καί νά εἶναι σχισματικοί λόγῳ τῆς πίστεώς των, ὅπως μπορεῖ καί ὁ ἴδιος ὁ ἐπίσκοπος νά εἶναι σχισματικός, ἐνῶ εἶναι ἑνωμένος μέ τή σύνοδο καί τόν Πατριάρχη· καί μπορεῖ, ἐκ τοῦ ἀντιθέτου, κάποιοι οἱ ὁποῖοι εἶναι ἀποτειχισμένοι ἀπό τόν ἐπίσκοπο, νά μήν ἔχουν κάνει σχίσμα, ἐπειδή εἶναι ἐνσωματωμένοι στήν ὅλη ὀρθόδοξο παράδοσι. Δέν πρέπει νά διαφύγη τῆς προσοχῆς μας ἀπό αὐτήν τήν ἐπιστολή τοῦ ὁσίου, ὅτι σχισματικούς θεωρεῖ ὁ ὅσιος ὄχι μόνο αὐτόν, ὁ ὁποῖος δημιουργεῖ τό σχίσμα, ἀλλά καί ὅσους συλλειτουργοῦν μέ αὐτόν καί ὅσοι τόν ἀναγνωρίζουν ὡς ἄμεμπτο καί καθαρό.
   Στό δεύτερο τμῆμα τῆς ἰδίας ἐπιστολῆς, ὁ ὅσιος ξεκαθαρίζει τελείως, θά λέγαμε, τά πράγματα καί ἀναφέρει ὅτι, στήν περίπτωσι τοῦ χωρισμοῦ ἀπό τόν Πατριάρχη καί τή Σύνοδο, δέν ὑπάρχει σχίσμα, ἀλλά ἐπικράτησις τῆς ἀληθείας καί ὑπεράσπισις τῶν ἱερῶν κανόνων.
  Ἑρμηνεύει κατά ἕνα θαυμάσιο τρόπο τό χωρίον τοῦ Ἰεζεκιήλ (22/26 ἤ 44/23) καί λέγει ὅτι βεβήλωσις τῶν ἁγίων εἶναι ἡ ἐπικράτησις τῆς πλάνης μέσα στήν Ἐκκλησία καί τό νά συμπεριφερώμεθα, πρός τούς ἔχοντας διεστραμμένη πίστι, τό ἴδιο, ὅπως στούς ὀρθοδόξους.
   Ἑρμηνεύει θαυμάσια τό χωρίον τοῦ Παύλου πρός τούς Ἐφεσίους καί ἐξηγεῖ πῶς ἡ Ἐκκλησία μένει καθαρά καί ἄμωμος. Αὐτό συμβαίνει ἐπειδή δέν ἀποδέχεται τά αἱρετικά δόγματα καί τά ἀντίθετα πρός τούς ἱερούς κανόνες ἐγχειρήματα. Ἐπειδή ὅμως, ἀπό τήν ἐποχή τῶν Ἀποστόλων, πολλοί ἐπεχείρησαν διά τῶν αἱρέσεων νά προσβάλλουν τήν καθαρότητα αὐτήν τῆς Ἐκκλησίας, ἡ Ἐκκλησία ἀπεναντίας διετηρήθη καθαρή καί ἄμωμος, ἐπειδή αὐτομάτως ἀποπέμπονται ἀπό αὐτήν οἱ κακῶς φρονοῦντες καί πράττοντες. Διά νά δείξη ἀκόμη τόν αὐτόματον αὐτόν ἀποχωρισμό ἀπό τήν Ἐκκλησία ὅλων τῶν κακῶς φρονούντων, φέρει σάν παράδειγμα τήν θαυμασία εἰκόνα τοῦ βράχου στήν παραλία μέ τά κύματα. Τά κύματα δηλαδή (οἱ αἱρετικοί) ἐνῶ κτυποῦν τόν βράχο (τήν Ἐκκλησία) ἀποπέμπονται ἀπό αὐτόν χωρίς νά μποροῦν νά τόν κινήσουν ἤ νά τόν βλάψουν.
   Στό ἀπόσπασμα, τό ὁποῖο παραθέσαμε, τῆς ἐπιστολῆς του πρός τόν κατά σάρκα ἀδελφό του Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Ἰωσήφ, ἀναφέρει ὁ ὅσιος ὅτι ὅσοι ἐπεκύρωσαν τήν μοιχεία τοῦ αὐτοκράτορος, αὐτοί δέν εἶναι μέλη τῆς  Ἐκκλησίας τοῦ Κυρίου λόγῳ ἀκριβῶς τῆς διαστροφῆς τῆς πίστεως καί δι' αὐτό ἀποσχιζόμεθα ἀπό αὐτούς, προκειμένου νά ἀνήκουμε στήν ἀληθινή ὀρθόδοξο Ἐκκλησία. Ἄν αὐτοί θέλουν νά ὀνομάζωνται Ἐκκλησία, τότε ἀποσχιζόμεθα ἀπό αὐτή, τήν παράνομη ἐκκλησία. Ὅμως στήν πραγματικότητα αὐτοί δέν ἀνήκουν στήν Ἐκκλησία, διότι ἀποσχίσθηκαν αὐτομάτως ἀπό αὐτήν λόγῳ ἀκριβῶς τῆς κακῆς των φρονήσεως.
   Στό τέλος ἀναφέρουμε ὁλόκληρη μία ἐπιστολή τοῦ ὁσίου πρός τόν ἐρημίτη Θεόκτιστο, στήν ὁποία ἀποκαλύπτεται ὅλη ἡ διάθεσίς του, ὅσον ἀφορᾶ τά σχίσματα. Σήμερα διαδίδεται στούς ἐκκλησιαστικούς κύκλους ὅτι ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ἦταν αἴτιος σχισμάτων μέσα στήν Ἐκκλησία. Τήν προσωπικότητά του τήν ἀμαυρώνουν, εἰδικά οἱ ἐπίσκοποι, ἐξ αἰτίας τῆς ἀκριβείας τήν ὁποία ἐτήρησε στήν πίστι σέ ὅλη του τή ζωή. Στήν ἐπιστολή του λοιπόν αὐτή φαίνεται ὅλος ὁ ἀγῶνας του διά τήν καταπολέμησι τῶν σχισμάτων, καθώς ἐπίσης καί ἡ θέσις στήν ὁποία τόν εἶχε ἡ συνείδησις τῆς Ἐκκλησίας, τό κῦρος τό ὁποῖο εἶχε κλπ.
    Ἀφοῦ λοιπόν κάνει μία εἰσαγωγή διά νά δείξη στόν ἐρημίτη τά κίνητρά του καί τό πόσο σοβαρό θέμα εἶναι τό σχίσμα, στό ὁποῖο εἶχε ὑποπέσει, τοῦ λέγει ὅτι πρίν τρία χρόνια, ἐπιστρέφοντας ἀπό τήν ἐξορία τῆς Σμύρνης, ἔμαθε δι' αὐτό τό σχίσμα καί ἔγραψε τήν πρώτη ἐπιστολή, ὑποδεικνύοντας τά δέοντα πρός ἄρσιν τοῦ σκανδάλου. Ἔκανε καί δεύτερη ὑπόδειξι χωρίς νά λάβη ἀπάντησι. Τώρα στήν ἐπιστολή του αὐτή γίνεται αὐστηρότερος, λέγοντας ἐν κατακλεῖδι χαρακτηριστικά, ὅτι καί τό ἔργο τοῦ Προδρόμου Ἰωάννου νά ἐπιτελέση, ἄν δέν θεραπεύση καί διορθώση τό σχίσμα δέν βρίσκει ἔλεος καί σωτηρία ἀπό τόν Θεό. Τοῦ ὑποδεικνύει τόν τρόπο τῆς διορθώσεως, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ ἔγγραφη δημόσια ὁμολογία στά συγκεκριμένα θέματα, τά ὁποῖα ἔσφαλλε. Τοῦ λέγει ἐπίσης καί αὐτό τό ἐλεγκτικό, ὅτι δηλαδή καί μόνον ὁ ὅσιος νά πεισθῆ διά τά φρονήματά του θά μποροῦσε αὐτός νά πείση ὅλους τούς ἄλλους στήν Ἐκκλησία, ἀποδεικνύοντας τήν ἀθωότητα τοῦ ἐρημίτη.
   Στό τελευταῖο ἀπόσπασμα τῆς ἀπαντήσεως τοῦ ὁσίου στόν Θεόκτιστο, βλέπουμε τόν ὅσιο ἀναπαυμένο, ὄχι μόνο ἀπό τήν ἀπάντησι τοῦ ἐρημίτη, ἀλλά καί ἀπό αὐτά τά ὁποῖα τοῦ μετέφεραν αὐτοί τούς ὁποίους ἔστειλε καί συζήτησαν προσωπικά μαζί του. Ἐδῶ ὁ ἅγιος τονίζει ὅτι χρειάζεται λεπτομερής ἐξέτασις τῶν φρονημάτων κάποιου, τόν ὁποῖο ὑποπτευόμεθα διά παρεκκλίσεις στήν πίστι, ἐπειδή καί οἱ αἱρετικοί πολλές φορές δηλώνουν γενικά ὅτι ἀποδέχονται τήν Παλαιά καί Καινή Διαθήκη καί τά ὑπό τῶν ἁγίων πατέρων παραδεδομένα.
   Ὁ ὅσιος Θεόδωρος λοιπόν ἦτο ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἐνδιαφέρετο, ὅσον ἴσως οὐδείς ἄλλος, διά τήν ἀποφυγή καί καταπολέμησι τῶν σχισμάτων. Μέ τήν διαφορά ὅτι ἐτοποθετοῦσε σέ ἄλλη βάσι τήν ἔννοια τοῦ σχίσματος. Δι' αὐτόν δέν ἦτο σχίσμα ἡ ἀποκοπή ἀπό τόν ἐπίσκοπο, ἐφ' ὅσον αὐτός δέν ἐφρόνει ὀρθῶς, ἀλλά ἡ ἀποκοπή ἀπό τήν ἀλήθεια, τούς ἁγίους καί ὅλη τήν ὀρθόδοξο παράδοσι. Δέν ἦτο σχίσμα ἡ ἀποκοπή ἀπό τά πρόσωπα, ἀλλά ἀπό τούς θεσμούς.
Αὐτή ἡ θεολογία, τῆς ἑνότητος δηλαδή γύρω ἀπό τόν ἐπίσκοπο, ἀνεξάρτητα τοῦ τί αὐτός πιστεύει καί φρονεῖ, δηλαδή ἡ τυφλή καί ἀνεξέλεγκτη ἑνότης, ἡ ἄσχετη ἀπό τήν ἀλήθεια, εἶναι δόγμα καθαρά παπικό καί θά λέγαμε ὅτι ἀποτελεῖ τήν καρδιά τοῦ παπισμοῦ. Αὐτή λοιπόν ἡ θεολογία τῆς ἑνότητος κατά τά παπικά πρότυπα, διδάσκεται σήμερα ἀπό τούς ἐπισκόπους, τήν ὁποία ψευδῶς παρουσιάζουν ὡς διδασκαλία τῶν πατέρων. Αὐτός δέ εἶναι καί ὁ λόγος διά τόν ὁποῖο οἱ ἐπίσκοποι σήμερα ἀπεχθάνονται τόν ὅσιο Θεόδωρο τόν Στουδίτη. Ἐπειδή ἀκριβῶς ὁ ὅσιος καταρρίπτει ὅλη αὐτή τήν ψευδή διδασκαλία καί μέ τίς ἐπιστολές του ἀλλά κυρίως μέ τήν ἴδια τή ζωή του.