Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2016

«Αιρετικόν άνθρωπον μετά μίαν καί δευτέραν νουθεσίαν παραιτού»


 Ὅταν οἱ Πατριάρχες καὶ οἱ Ἐπίσκοποι ἀκολουθοῦσαν πραγματικὰ τοὺς ἁγίους Πατέρες.

 Τοῦ Ἀδαμαντίου Τσακίρογλου



Ὅταν ὁ Ἱερεμίας ὁ Β΄ (1572–1579, 1580–1584, 1587–1595) ἦταν πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ἤδη εἶχε ἀρχίσει νὰ διαμορφώνεται στὴ Δύση μία νέα κακοδοξία, ὁ Προτεσταντισμὸς καὶ εἰδικότερα ὁ Λουθηρανισμός, ποὺ γνώρισε μεγάλη διάδοση, ἰδίως στὴν Γερμανία καὶ τὶς Κάτω Χῶρες. Αὐτὴ ἡ ἀποσχιστικὴ ἀπὸ τοὺς κόλπους τοῦ Παπισμοῦ ἀλλὰ ἀποτυχημένη ὡς πρὸς τὴν σωτηρία προσπάθεια, ἀφοῦ καθιερώθηκε ἕως ἕνα βαθμὸ χάνοντας ὅμως παράλληλα τὴν εὐκαιρία, ποὺ τῆς προσφέρθηκε, νὰ γυρίσει στὴν Μία Ἐκκλησία, θέλησε νὰ τραβήξει μὲ τὸ μέρος της τοὺς ὀρθοδόξους. 
Ἦταν ἀκριβῶς τὴν ἐποχὴ τῆς πατριαρχίας τοῦ Ἱερεμία, ὅταν μία ὁμάδα θεολόγων καθηγητῶν τῆς Τυβίγγης (Τubingen) μὲ πρωτεργάτη τὸν διάσημο τότε φιλόλογο καὶ θεολόγο Μαρτῖνο Κρούσιο (Crucious) ἔστειλαν τρεῖς ἐπιστολὲς πρὸς τὸν Πατριάρχη. Μάλιστα ἡ τελευταία ἀπὸ αὐτὲς ἔφερε καὶ μία ἑλληνικὴ μετάφραση τῆς Ὁμολογίας τοῦ Λούθηρου. Στὶς ἐπιστολὲς αὐτές, τόνιζαν τὴν μοναδικὴ σημασία τὴς Ἁγίας Γραφῆς γιὰ τὸν καθορισμὸ τῆς πίστεως, δὲν δέχονταν ὅμως τὴν Ἱερὰ Παράδοση, τὸ αὐτεξούσιο, τὴν τιμὴ τῶν ἁγίων εἰκόνων, τοὺς Ἁγίους, τὰ Ἱερὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας στὸ σύνολό τους καὶ ἄλλα πολλά. Ὁ Πατριάρχης Ἱερεμίας μὲ τὴν βοήθεια λογίων πιστῶν τῆς Πόλης, καθὼς καὶ ἐπισκόπων, συνέταξε συνολικὰ τρεῖς ἀποκρίσεις, ἰδιαίτερα φροντισμένες, οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦν μέχρι καὶ σήμερα παράδειγμα τῆς Εκκλησίας, πῶς πρέπει νὰ προσπαθοῦμε νὰ νουθετοῦμε τοὺς αἱρετικοὺς καὶ πότε πρέπει νὰ σταματοῦμε αὐτὴν τὴν προσπάθεια.
Εἶναι σημαντικό, ὅτι στὶς ἀποκρίσεις τοῦ Ἱερεμία
χρησιμοποιοῦνται οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ὁ μάρτυρας Ἰουστῖνος, ὁ Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ὁ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ὁ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης, ὁ Ἰωσὴφ Βρυέννιος κ.α.
Στὴν πρώτη ἀπόκριση πρὸς τοὺς Λουθηρανοὺς μὲ 21 κεφάλαια (1576) ἀναλύει ὁ Ἱερεμίας, μὲ βάση τὴν Ἁγία Γραφή, τὶς ἀποφάσεις τῶν 7 πρώτων Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ τὰ κείμενα τῶν Πατέρων, τὸ ὀρθόδοξο δόγμα καὶ συνοψίζει στὰ ἑξῆς τὶς διαφορὲς Ὀρθοδόξων-Προτεσταντῶν:
α) Στὴν Ἱερὰ Παράδοση β) τὸ Filioque γ) τὸ αὐτεξούσιο δ) τὸν Θεῖο Προορισμό ε) τὴν δικαίωση στ) τὸν ἀριθμὸ τῶν μυστηρίων ζ) τὴν διὰ ραντισμοῦ ἢ ἐπιχύσεως τέλεση τοῦ βαπτίσματος η) τὴν ἔννοια τῆς μεταβολῆς στὴν Θεία Εὐχαριστία καὶ τὴν τέλεσή της δι’ ἀζύμων θ) τὸ ἀλάθητο τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ι) τὴν τιμή, τὶς ἑορτές, τὶς ἐπικλήσεις τῶν Ἁγίων, τῶν εἰκόνων καὶ τῶν λειψάνων αὐτῶν, τῶν νηστειῶν καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως, ια) τὴν ἀξία τῆς πίστεως γιὰ τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν. Στὸ θέμα μάλιστα τῆς Θείας Εὐχαριστίας ὁ Πατριάρχης ἦταν αὐστηρότατος λέγοντας «πολλὰ γὰρ ἀκούεται τούτου ἕνεκα παρ’ ὑμῖν, ἡμῖν ἀπαρέσκοντα».
Ἡ δεύτερη ἀπάντηση τοῦ Πατριάρχη χαρακτηρίζεται καὶ αὐτὴ ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν πατερικῶν χωρίων, ἰδίως τοῦ Ἰωσὴφ Βρυεννίου, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν θερμὴ παράκλησή του, νὰ μὴν καινοτομήσουν οἱ Προτεστάντες σὲ βάρος τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς διδασκαλίας της. Ἐδῶ φαίνεται καὶ ἡ ποιμαντικὴ ἀγωνία τοῦ Πατριάρχη νὰ σώσει αὐτὲς τὶς ψυχὲς καὶ νὰ τὶς ἐπαναφέρει στὴν Ἐκκλησία.
Ἡ τρίτη ἀπάντηση ὅμως ἦταν σύντομη καὶ ξεκάθαρη. Ἀφοῦ χρησιμοποίησε πληθώρα πατερικῶν κειμένων κάνει τώρα ὁ Πατριάρχης πιὰ σαφές, ὅτι ὁ διάλογος εἶναι ἄγονος καὶ δὲν ἔχει πιὰ νόημα, μιᾶς καὶ οἱ Προτεστάντες δὲν φαίνονται ἕτοιμοι νὰ ἀποκηρύξουν τὶς κακοδοξίες τους. Ἔτσι ἂν καὶ οἱ Προτεστάντες ἔστειλαν καὶ ἄλλες ἐπιστολές, ὁ Πατριάρχης δὲν ἀπάντησε. Στὸ τέλος ὁ διάλογος πέφτει στὸ κενὸ καὶ ὁ Ἱερεμίας προτιμᾶ μία ἀξιοπρεπὴ σιωπή.
Ὁ Ἱερεμίας διαλέχθηκε, ἀλλὰ δὲν συμπροσευχήθηκε, προσπάθησε νὰ πείσει καὶ νὰ διορθώσει τοὺς αἱρετικούς, ἀλλὰ δὲν ἄφησε τὸν δρόμο τῶν Πατέρων, ἐφάρμοσε μὲν ἀληθινὴ οἰκονομία, ἀλλὰ δὲν κατήργησε τὶς ἱερὲς Παρακαταθῆκες. Αὐτὸ τοῦ στοίχισε μία ἐκθρόνιση καὶ στὸ τέλος τὴν ἐξορία (1895). Ἡ ἱστορία ὅμως τὸν ὀνόμασε «Τρανό».
Δὲν περιμένουμε φυσικὰ νὰ ἀλλάξουν τώρα στάση ὁ παναιρεσιάρχης κ. Βαρθολομαῖος καὶ οἱ αὐλικοί του Οἰκουμενιστὲς καὶ νὰ γίνουν ἀντάξιοι τοῦ Πατριάρχη Ἱερεμία. Ἡ ἱστορία του ὅμως διδάσκει ἐμᾶς, πῶς πρέπει νὰ συμπεριφέρονται οἱ Ὀρθόδοξοι μὲ τοὺς αἱρετικοὺς ποὺ ὑπάρχουν ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ μὲ αὐτοὺς ποὺ ξεπηδοῦν μέσα ἀπὸ τοὺς κόλπους Της γιὰ νὰ μὴν καταλήξουμε καὶ ἐμεῖς αἱρετικοὶ καὶ αὐτοκατάκριτοι: «μωρὰς δὲ ζητήσεις καὶ γενεαλογίας καὶ ἔρεις καὶ μάχας νομικὰς περιΐστασο· εἰσὶ γὰρ ἀνωφελεῖς καὶ μάταιοι. αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδὼς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καὶ ἁμαρτάνει ὢν αὐτοκατάκριτος» (Ἀποστ. Παύλου, πρὸς Τιτ. 3, 9-11).
Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου
Κλασσικὸς φιλόλογος, Ἱστορικός
Tsakiroglou.a@gmail.com
__________________
Πηγές: Ι. Καρμίρη, Τὰ δογματικὰ καὶ συμβολικὰ μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικής Ἐκκλησίας, ἔκδ. Β’, τομ. 1. Ἀθῆναι 1960, τομ. 2, Graz-Austria 1968 (ὅπου περιέχονται τὰ κείμενα τῶν ἀποκρίσεων τοῦ Ἱερεμίου). Z. Tσιρπανλῆς, «Ἡ μεταρρύθμιση καὶ ὁ Ὀρθόδοξος κόσμος», Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, τομ. Ι, 119-120.