Σάββατο 18 Μαρτίου 2017

«Ψυχή και Χριστός σας χρειάζεται» (Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός)




Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου


ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡ τρίτη Κυρι­α­κὴ τῆς μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Βρισκόμαστε στὸ μέσον ἑνὸς δύσβατου δρό­μου καὶ δι­εξάγουμε μία πνευματικὴ μάχη. Νιώ­θουμε τὴν ἀνάγκη κάπου νὰ σταμα­τήσου­με γιὰ ν᾽ ἀ­νανεώσουμε δυνάμεις καὶ νὰ πάρουμε θάρρος. Σ᾽ ἕνα πόλεμο, ὅταν ἡ μάχη βρίσκεται σὲ δύσκολη φάσι, οἱ μαχηταὶ ἀναπτερώνονται ὅ­ταν δοῦν νὰ ξεδιπλώνεται μπρο­στά τους ἡ σημαία· τότε, ὅσο δειλοὶ καὶ νά ᾽νε, ἐνθουσιάζον­ται γιὰ ν᾽ ἀγωνισθοῦν. Ἔτσι λοι­πὸν κ᾽ ἐμεῖς. Ὁ­δοιποροῦμε, καὶ στὰ μισὰ τοῦ δρόμου βρίσκου­με τὸ μεγάλο εὐσκιόφυλ­λο δέντρο, τὸν τίμιο σταυ­ρό. Στρα­τιῶτες τοῦ Χριστοῦ εἴμεθα, καὶ σὲ μία κρίσιμη στιγμὴ τῆς μάχης ἐ­ναν­τίον τῆς ἁμαρτίας, τοῦ κόσμου, τῆς σαρκός, καὶ τοῦ διαβόλου, ἡ Ἐκκλησία μᾶς ξεδιπλώνει τὴν ἀ­ήττητη σημαία της, τὸν τίμιο σταυρό.
Κάτω ἀπ᾽ τὸ φλάμπουρο αὐτὸ τοῦ Ἐσταυρω­μένου, ἀγωνίστηκαν μυριάδες ἁγίων. Κά­τω ἀπὸ αὐτὸ καλεῖ κ᾽ ἐμᾶς τώρα ἡ Ἐκκλησία μας μὲ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ στὸ σημερινὸ εὐ­αγγέλιο. Ἀκοῦτε τί σαλπίζει; «Ἐμπρός, προ­χωρεῖ­τε, μὴ μένετε στάσιμοι!».


Τὸ πρῶτο του σάλπισμα εἶνε σάλπισμα ἐλευ­θε­ρίας. Κανείς ἄλλος δὲν κήρυξε τόσο ἔντονα τὸ δικαίωμα τῆς ἐλευθερίας ὅπως ὁ Χριστός. Τί σαλπίζει σήμερα· «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀ­­κολουθεῖν…» (Μᾶρκ. 8,34), ὅποιος θέλει. Δὲν βι­άζει κανένα. Μπροστά σου εἶνε τὸ νερὸ καὶ ἡ φωτιά· ἂν βάλῃς τὸ χέρι σου στὸ νερὸ θὰ δρο­σι­στῇς, ἂν τὸ βάλῃς στὴ φωτιὰ θὰ καῇς· διάλεξε καὶ πάρε (βλ. Σ. Σειρ. 15,16). Ἀφήνει ἐλευθερία, δὲν ἀσκεῖ βία. Θέλει ἐθελον­τάς, πρόθυμους νὰ ὑπακούουν στὰ ἱερά του κελεύσματα.
Τὸ ἄλλο διάγγελμα τοῦ Χριστοῦ μας λέει· Σᾶς καλῶ σὲ μάχη ὄχι γιὰ μικρὰ καὶ ἀσήμαντα πράγματα· πρόκειται γιὰ ὕψιστο ζή­τημα – καὶ λέει λόγια ἀνεκτίμητα· «Τί ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐ­ὰν κερδή­σῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιω­θῇ τὴν ψυ­χὴν αὐτοῦ; ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀν­­τάλλα­γμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;» (Μᾶρκ. 8,36-37). Ἄμ­ποτε νὰ δώσῃ ὁ Θεὸς ν᾽ ἀ­νοίξουν οἱ σκληρὲς καρδιές μας, ν᾽ ἀκούσουμε τὰ λόγια αὐ­τά, ποὺ τ᾽ ἄκουγαν παλαιότερα οἱ ἄνθρωποι καὶ αἰσθά­νονταν τὸν ἅγιο σεισμὸ τῆς μετανοίας.
* * *
«Τί ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ;». Τὸ εὐαγγέλιο ὁμιλεῖ περὶ ψυχῆς. Καὶ τὸ θέμα αὐτὸ εἶνε πολὺ μεγάλο. Ἕνα ἀπὸ τὰ δυό· ἢ ὑ­πάρχει ψυχή, ἢ δὲν ὑπάρχει. Ἂν δὲν ὑ­πάρ­χῃ, τό­τε ἔχουν δίκιο ὁ ἀρχαῖος Ἐπίκουρος καὶ οἱ σημερινοὶ ὀπαδοί του ὑλισταὶ καὶ ἄπιστοι, ποὺ διακηρύττουν «Φάγωμεν καὶ πί­ωμεν, αὔριον γὰρ ἀ­ποθνῄσκομεν» (᾿Ησ. 22,13· Α´ Κορ. 15,32). Ἂν ὅμως ὑ­πάρχῃ ―καὶ ὑπάρχει!―, τότε ἀπὸ ἄλλη ὀπτι­κὴ γωνία πρέπει νὰ δοῦμε τὸν κόσμο καὶ πολὺ νὰ σκεφθοῦμε. Διότι ἡ ζωὴ δὲν τελειώνει στὸν τάφο μὲ τὸ φτυάρι τοῦ νεκροθά­φτη – ποιός τὸ εἶπε; Ὁ τάφος εἶνε ἀρχὴ νέας ἀπέραντης ζωῆς.
Μά, θὰ πῇ ὁ ἄλλος, ἐγὼ εἶμαι ἐπιστήμονας· θέλω ἀποδείξεις, τεκμήρια, γιὰ νὰ πιστέψω… Ἔτσι κάποτε στὸ νοσοκομεῖο «Εὐαγγελισμὸς» ἕνας ἄθεος γιατρός, τὴν ὥρα ποὺ ἔκανε ἐγχεί­ρησι ἐκπαιδεύοντας τοὺς φοιτητὰς κι ἀνακάτευε τὰ σπλάχνα τοῦ ἀρρώστου, ἔλεγε· «Ποῦ εἶνε ἡ ψυχή;…». Ὁ ἀνόητος! ἤθελε νὰ βρῇ τὴν ψυχὴ μέσ᾽ στὰ ἐντόσθια. Ὄχι, ἀδέρφια μου· ἡ ψυχὴ ὑπάρχει. Θὰ πῇς· Δὲν τὴ βλέπω.
Μπορῶ λοιπὸν νὰ σοῦ ἀπαριθμήσω πολλὰ πρά­γματα ποὺ δὲν τὰ βλέπεις κι ὅμως ὑπάρχουν. Ἕνα ποτήρι νερὸ εἶνε γεμᾶ­το ἑκατομμύ­ρια μικρόβια, ποὺ ἂν τὸ μάτι μας μποροῦσε νὰ τὰ δῇ δὲν θὰ πίναμε. Ἡ ἀτμόσφαιρα εἶνε ἐπίσης γεμάτη μικρόβια, τὰ ὁ­ποῖα ἀναπνέου­με. Εἶνε τόσο μικρά, ποὺ δὲν φαίνονται. Ὁ ἴδιος ὁ ἀέρας. Τὸν εἶδε κανείς; Δὲν τὸν βλέπουμε, ἀλλὰ αἰ­σθανόμεθα τ᾽ ἀπο­τελέ­σματά του· ἀκοῦς καὶ σφυρίζει, τὸν νιώθεις στὸ πρόσωπο, βλέπεις νὰ σείῃ τὰ φύλλα, νὰ ξερριζώ­νῃ δέν­τρα, νὰ ταράζῃ τὴ θάλασσα. Ἀπὸ τὶς ἐκ­δηλώσεις του εἴμαστε βέβαιοι ὅτι ὑπάρχει. Στὸν οὐρα­νό, ἀκόμη, ὑπάρχουν ἀναρίθμητα ἀ­­στέρια ποὺ μὲ τὸ μάτι δὲν μπορεῖς νὰ τὰ διακρίνῃς. Θέλετε ἕνα ἀκόμη παράδειγμα; Ζοῦ­με στὴν ἐποχὴ τοῦ ἠ­λεκτρισμοῦ. Ποιός εἶδε τὸν ἠλεκτρισμό; Καν­είς. Βλέπουμε ὅμως μιὰ λάμπα ποὺ φωτίζει ἢ ἀγγίζουμε ἕνα σύρμα καὶ μᾶς χτυπάει. Ὅλα αὐτὰ δὲν τὰ βλέ­πουμε, κι ὅ­μως ὑπάρχουν.
Ἔτσι καὶ ἡ ψυχή. Δὲν φαίνεται, ἀλλὰ ἐκδηλώνεται. Ποιές εἶνε οἱ ἐκδηλώσεις τῆς ψυχῆς;
Πρῶτα – πρῶτα ἡ σκέψι. Ἐνῷ εἶσαι στὸ σπίτι σου, φθάνεις μακριά. Ἔχεις συγγενῆ ἢ φίλο στὴν ξενιτειά; Αὐτοστιγμεὶ φτάνεις ἐκεῖ. Πατάει τὸ κορμί σου ἐδῶ, μὰ τὸ πνεῦμα σου βρίσκεται στὴν Αὐστραλία, στὴ Νέα Ὑόρκη, στὸ Σικάγο κ.τ.λ.. Πῶς; Μὲ τὴ σκέψι, μὲ τὴν ψυχή. Ὤ ἡ σκέψι! Σκύβει ὁ Ἀρχιμήδης ἀπορροφημέ­νος στὰ σχέδιά του, ἀφαιρεῖται, κ᾽ ἐνῷ κινδυνεύει ἡ ζωή του αὐτὸς λέει «Μή μου τοὺς κύκλους τάραττε», ἀλλ᾽ ἔτσι γίνονται οἱ ἀνακαλύψεις. Ξενυχτᾷ ὁ ἀστρονόμος παρατηρών­τας τ᾽ ἀστέρια, κάνει ὑπολογισμούς, βγάζει συμ­περάσματα. Ὁ ἰατρὸς μελετᾷ βιβλία, μαθαίνει τὸν ὀργανισμό, ἐξετάζει τὸν ἀσθενῆ, κάνει διά­γνωσι, δίνει θεραπεία. Σὲ ἄλλον ἡ σκέψι γίνε­ται ἔμπνευσι, δημιουργία, ποίησι, τραγούδι. Καὶ ὁ πιστὸς βρίσκεσαι μὲ τὸ σῶμα μέσα στὴν ἐκκλησία, ἀλλὰ ἡ ψυχή του πετάει στὸ θρόνο τῆς ἁγίας Τριάδος μὲ τοὺς ἀγγέλους, «Οἱ τὰ Χερουβὶμ μυστικῶς εἰκονίζοντες…», κι ἀκούει «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος σαβαώθ…» (᾿Ησ. 6,3 καὶ θ. Λειτ.). Ὤ ἡ σκέψι τοῦ ἀνθρώπου! Ζυγίζεται; Ποιός τὴν ζυγίζει; Εἶνε κάτι ἄυλο, μὰ ἀληθινό.
Ἀνώτερο ὅμως ἀπὸ τὴ σκέψι εἶνε τὸ αἴσθημα, παραπάνω ἀπ᾽ τὸ μυαλὸ εἶνε ἡ καρδιά. Βλέ­πεις τὴ νοσοκόμο, ἀπὸ ἀγάπη καὶ ἀλτρουϊσμό, καὶ κάθεται τὴ νύχτα δίπλα στὸν ἄρρωστο. Βλέ­πεις τὸ στρατιώτη, γιὰ τὴν πατρίδα του, καὶ φυλάει σκοπιὰ μὲ τὸ ὅπλο, ἕτοιμος νὰ ὑπερ­ασπισθῇ τὰ σύνορα καὶ μὲ τὴ ζωή του. Ζυγίζε­ται τὸ αἴσθημα; Εἶνε ἄυλο, ἀλλὰ πραγματικό.
Θέλεις κάτι ἀκόμα ἀνώτερο; Εἶνε ἡ βούλησι. Ἡ βούλησι τοῦ ἀνθρώπου, σηκώνει βάρη, σπάει φράγμα­τα, τρυπάει βουνά, νικᾷ ἐμπόδια, κατορθώνει ἄθλους καὶ ἐπιτεύγματα, ἐμ­πρὸς στὰ ὁποῖα μένει κανεὶς ἔκπληκτος.
Αὐτὰ τὰ ἄυλα πράγματα (ἡ σκέψι, τὸ αἴ­σθη­μα, ἡ βούλησι) ἔχουν μία βάσι, μία ἕδρα, μία πηγή. Τὰ ὑλικὰ πηγὴ ἔχουν τὸ σῶμα· τὰ ἄυλα καὶ πνευματικά, ποὺ ὑψώνουν τὸν ἄνθρωπο πάνω ἀπὸ τὰ ζῷα, πηγὴ ἔχουν τὴν ψυχή. Λένε μερικοὶ ἀνόητοι, ὅτι καταγόμαστε ἀπὸ τὸν πίθηκο, ἀπ᾽ τὸ χιμπαντζῆ. Σωματικῶς παραδέχομαι ὅτι μοιάζουμε. Ἐκεῖ ὅμως ποὺ μᾶς χωρί­ζει ἀγεφύρωτο χάσμα εἶνε ἡ ψυχή. Γιατὶ ἐ­κτὸς ἀπὸ ὅσα ἀναφέραμε ὑπάρχει κάτι ἀκόμη, πο­λὺ σημαντικό. Ποιό; Ὁ λύκος τρώει τὸ πρόβα­το καὶ μετὰ ξαπλώνει ἥσυχος, τὸ λιοντάρι σκίζει τὴν ἀντιλόπη καὶ μετὰ κοιμᾶται, τὸ γεράκι ἁρπάζει τὴν κόττα καὶ ἀναπαύεται. Βλέπεις καὶ τὸν ἄνθρωπο, ὄχι ἂν σκοτώσῃ ―ὤ ἂν σκοτώσῃ!―, μιὰ κουβέντα βαρειὰ νὰ πῇ, καὶ νιώθει βάρος. Δὲν εἶνε κτῆνος, δὲν εἶνε θηρίο· μέσα του ἔχει ἀναμμένο κάρβουνο. Τί εἶ­νε αὐτό; Ἡ συνείδησι. Προτιμότερο νὰ σὲ δαγ­κάσῃ σκορπιὸς παρὰ ἡ συνείδησί σου.
Ὅλα αὐτὰ τὰ φαινόμενα, ποὺ εἶνε καθα­ρῶς πνευματικά, ἀποδεικνύουν ὅτι στὸν ἄν­θρω­πο ὑπάρχει ἄυλη καὶ ἀθάνατη οὐσία, ἡ ὁ­ποία ὀνομάζεται ψυχή. Δὲν σᾶς εἶπα ὅμως τίποτα μέχρι τώρα. Εἶνε καὶ κάτι ἄλλο, ποὺ βεβαιώνει ἀκλόνητα, ἑκατὸ τοῖς ἑκατό, τὴν ὕ­παρξι τῆς ψυχῆς. Εἶνε ὁ Γολγοθᾶς, εἶνε ὁ τίμι­ος σταυ­ρός, εἶνε ὁ Χριστός, ποὺ δὲν εἶπε ποτέ ψέμα. Ὡς ὑπερτάτη αὐθεντία βεβαιώνει, ὅτι ὑπάρχει ψυχή. Εἰδικῶς σήμερα, τὴν ἁγία αὐ­τὴ ἡμέρα, ἀπὸ τὸ σταυρό του, μὲ τὸ ἀκάνθινο στεφάνι, μὲ τὰ μαραμένα χείλη, μὲ τὰ τρυπημένα χέρια, μὲ τὰ ματωμένα πόδια, μὲ τὴν λογχισμένη πλευρά, φωνάζει· «Τί ὠφελήσει ἄν­­θρω­πον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζη­μιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ;». Ὑπάρχει ἰσχυρό­τε­ρη βεβαίωσι;
* * *
Πρὶν τελειώσω, ἀγαπητοί μου, σᾶς ὑπενθυ­μίζω κάτι, τὸ ὁποῖο καὶ ἡ ἐπιστήμη βεβαιώνει. Ποιό; Ὅτι ἔρχεται ἡ ὥρα ποὺ μιὰ μεγάλη καμ­­πάνα, κρεμασμένη ἀπὸ τὰ ἄστρα, θὰ σημάνῃ τετέλεσται! Εἶνε βέβαιο ὅτι φθάνει τὸ τέλος τοῦ κόσμου. Πότε ἀκριβῶς δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο κάνουν οἱ χιλιασταὶ ποὺ ὁρίζουν ἡμερομηνίες. Ἐγγὺς πάντως.
Καὶ τότε δυὸ πράγματα θὰ ὑπάρχουν· ψυ­χὴ καὶ Χριστός. Ἡ ψυ­χὴ γιὰ νὰ δικαστῇ, ὁ Χριστὸς γιὰ νὰ δικάσῃ. Αὐτὰ τὰ δυὸ μᾶς χρειάζονται, λέει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, κι ὅ­λος ὁ κόσμος κι ὅλα τὰ δαιμόνια νὰ πέσουν ­πά­νω μας, δὲν μποροῦν νὰ μᾶς τὰ πάρουν (ἡμέτ. σ. 193· Ἰω. Μενοῦνος σ. 240). Πτωχοί, ῥακένδυτοι, διωκό­μενοι, ὁμολογηταί, μάρτυρες, πραγματικοὶ Χρι­στιανοί, νὰ κρατήσουμε αὐτὰ τὰ δυό. Ὄχι, νὰ ποῦ­με στὸν διάβολο, δὲν τὰ παραδίδουμε! Δι­ότι εἶπε ὁ Χριστὸς καὶ ὁ λόγος του εἶνε ἀληθι­νός· «Τί ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κό­σμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ;».
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος


Απολλώ Μοναχός
Ιερά Μονή Δοχειαρίου
63087 Δάφνη Αγίου Όρους