Κυριακή 12 Μαρτίου 2017

ΠΟΘΕΝ ΟΙ ΑΣΘΕΝΕΙΕΣ;



               Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου





ΘΑ προσπαθήσω νὰ μιλήσω σὰν πατέρας στὰ παιδιά, τὰ ἀγαπημένα παιδιὰ τοῦ Χρι­στοῦ, καὶ παρακαλῶ νὰ προσέξετε.
* * *
Ἐὰν πῇ κάποιος, ὅτι τὸ ρολόϊ ποὺ φορᾶτε στὸ χέρι σας δὲν ἔγινε ἀπὸ τεχνίτη, ἀλλὰ φύτρωσε σ᾽ ἕνα χωράφι, ποιός θὰ τὸν πιστέψῃ; Οὔτε ἕνας. Ἐὰν σᾶς πῇ ἕνας ἄλλος, ὅτι τὸ σπί­τι ποὺ κάθεστε χτίστηκε χωρὶς τεχνίτη, μόνα τους μαζεύτηκαν οἱ πέτρες, ἡ ἄμμος, τὸ τσιμέν­­το, τὸ σίδερο, καὶ ἔτσι φύτρωσε τὸ σπίτι, σὰν τὰ μανιτάρια, θὰ τὸ πιστέψετε; Ὄχι. Ἐὰν σᾶς πῇ κάποιος ἄλλος, ὅτι τὸ αὐτοκίνητό σας, ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ τόσα ἐξαρτήματα, ἔτσι φυτρω­σε, θὰ τὸ πιστέψετε; Ὄχι. Τὸ ρολόϊ κάποιος τό ᾽φτειαξε, τὸ σπίτι κάποιος τό ᾽χτισε, τὸ αὐτο­κίνητο κάποιος τὸ κατασκεύασε. Ὅπως λοιπὸν δὲ μπορεῖς νὰ παραδεχθῇς, ὅτι τὸ ρολόϊ ἔγινε μόνο του, τὸ σπίτι ἔγινε μόνο του καὶ τὸ αὐτοκί­νητο ἔγινε μόνο του, ἔτσι εἶνε λογικῶς ἀπαράδεκτο νὰ ποῦμε, ὅτι καὶ ὁ ἄνθρωπος ἔγινε μόνος του. Ποιός τὸν ἔκανε; Φτάνει καὶ μόνο ὁ ἄνθρωπος ν᾽ ἀποδείξῃ, ὅτι ὑπάρχει Θεός.

Τί εἶνε ὁ ἄνθρωπος; Ἂν τὸν ἐξετάσουμε σωματικῶς, εἶνε τὸ πιὸ τέλειο ἐργοστάσιο. Δὲν ὑπάρχει ἄλλο ἐργοστάσιο σὰν τὸ σῶμα μας. Ἐργοστάσιο εἶνε. Κι ὅπως τὸ ἐργοστάσιο θέλει καύσιμα, γιὰ ν᾽ ἀνάψουν καὶ θερμανθοῦν οἱ λέβητες καὶ νὰ κινηθοῦν οἱ μηχα­νές, ἔτσι καὶ τὸ σῶμα μας θέλει καύσιμα. Καὶ ποιά εἶνε τὰ καύσιμα ποὺ ῥίχνουμε κάθε μερα; Ἡ τροφή· τὸ νερό, τὸ ψωμί, τὸ λάχανο, τὰ ὄσπρια, τὸ κρέας, ὅλα αὐτά. Καὶ τί γίνεται· πη­γαίνουν αὐτὰ στὸ στομάχι, καὶ ἐν συνεχείᾳ γί­νονται αἷμα. Πῶς; Μυστήριο. Γι᾽ αὐτὸ βλέπεις, ὅταν ἀρρωστήσῃ κανεὶς καὶ κινδυνεύῃ, ζητοῦν νὰ γίνῃ μετάγγισις αἵματος ἀπὸ ἄλλον ἀνθρώ­πινο ὀργανισμό. Μὴ σᾶς γελάσῃ κανείς· ἡ ἐπι­στήμη μέχρι σήμερα δὲ μπόρεσε νὰ παρασκευ­άσῃ αἷμα. Πῶς οἱ διάφορες τροφὲς γίνονται αἷμα; πῶς χτυπάει ἡ καρδιά; πῶς ἀναπνεόυν οἱ πνεύμονες; πῶς λειτουργοῦν τὰ νεφρά; πῶς ἀκούει τὸ αὐτί; πῶς βλέπει τὸ μάτι;… Μυστή­ρια! Μία εἶνε ἡ ἀπάντησι· τά ᾽φτειαξε ὁ Θεός. Ἐκεῖνος ἔφτειαξε τὸν ἄνθρωπο, ὅπως λέει κι ὁ ἀπόστολος σήμερα στὴν ἀρχή (βλ. Ἑβρ. 1,10).
Ὁ ἄνθρωπος ὅμως δὲν εἶνε μόνο σάρκες· στομάχι, ἔντερα, νεφρά, φλέβες, νεῦρα, ποὺ ζυγίζουν 70-80 κιλά. Δὲν εἶνε μόνο κοιλιά, ὥσ­τε νὰ λέῃ «Φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀ­ποθνῄσκομεν» (᾽Ησ. 22,13· Α΄ Κορ. 15,32). Πέρα ἀπὸ τὰ κύτταρα καὶ ὅλα τὰ ὑλικὰ συστατικά, μέσα στὸν ἄνθρωπο ὑπάρχει σκέψις, μυαλό, συνεί­δησις· ὑπάρχει γλῶσσα, ὑπάρχει θρησκεία, ὑ­πάρχει Θεός. Μὴν ἀκοῦτε τί διδάσκει ἡ ἀθεΐα, ἰδίως στὰ σχολεῖα καὶ πανεπιστήμια. Κλεῖστε τ᾽ αὐτιά σας. Νὰ πιστεύετε, ὅτι ὁ Θεὸς «ἐποίησε τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν» (Γέν. 1,1) κι ὅτι τὸ μεγαλύτερο δημιούργημα, τὸ ἀριστούργημα τῆς δημιουργίας, εἶνε ὁ ἄνθρωπος.

* * *
Μὰ γιατί τὰ λὲς αὐτὰ τώρα; θὰ ρωτήσετε. Διότι τὸ εὐαγγέλιο σήμερα μιλάει γιὰ ἕναν ἄν­θρωπο ποὺ παρέλυσε. Χέρια εἶχε καὶ χέρια δὲν εἶχε, πόδια εἶχε καὶ πόδια δὲν εἶχε. Ἦταν ἀκίνη­τος στὸ κρεβάτι, σὰ νεκρός. Βλέποντας τὸν παράλυτο αὐτόν, ἀλλὰ καὶ ὅλους τοὺς ἀσθενεῖς ποὺ ὑπάρχουν στὸν κόσμο, νὰ βογγοῦν κι ἀναστενάζουν, γεννᾶται τὸ ἐρώτημα· Γιατί ὑ­πάρχει ἡ ἀσθένεια; Γιατί ὁ ἄνθρωπος καταν­τᾷ σ᾽ αὐτὰ τ᾽ ἀξιοθρήνητα χάλια; Ὁ ἕνας ἐγκε­φαλικὸ ἐπεισόδιο, ὁ ἄλλος καρδιά, ὁ ἄλλος παραλυσία, ὁ ἄλλος κάτι ἄλλο. Πῶς; Ποιά ἡ αἰτία; Ἔτσι ἔφτειαξε ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπο;
Ὄχι. Ὁ ἄνθρωπος βγῆκε ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Θεοῦ ὅπως ἕνα ὁλοκαίνουργιο αὐτοκίνητο, ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὸ ἐργοστασιο τῆς Γερμανί­ας καὶ εἶνε τὰ πάντα ἐν τάξει, τέλεια. Ἀλλὰ τί ἔπαθε; Ὅπως τὸ αὐτοκίνητο τρέχει καὶ ξαφνι­κὰ σταματάει, γιατὶ ὑπέστη κάποια βλάβη, ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος ὑπέστη βλάβη. Καὶ ποιά εἶνε ἡ βλάβη αὐτή; Ὅτι μπῆκε μέσα του ἡ ἁ­μαρτία. Πρῶτα ὁ ἄνθρωπος ἀνέπνεε καθαρὸ καὶ ἀμόλυντο ἀέρα, ἔπινε νερὸ κρυστάλλινο, ἔτρωγε χόρτα καὶ καρποὺς τῶν δέντρων, χυμοὺς φρούτων ποὺ δὲν ἦταν ῥαντισμένα μὲ φάρμακα. Ζοῦσε σ᾽ ἕνα παράδεισο. Πρὸ τῆς ἁ­μαρτίας ὁ ἄνθρωπος μποροῦσε νὰ ζήσῃ ὄχι ἑ­κατὸ χρόνια, ἀλλὰ αἰώνια. Τώρα σπανίως βλέπουμε ἀνθρώπους αἰωνόβιους. Ὅλα πλέον τὰ ἐμόλυνε ἡ ἁμαρτία. Ὅπως ἕνα αὐτοκίνητο, ποὺ ἔχει ζωὴ εἴκοσι χρόνια, ἅμα δὲν τὸ κυβερ­νήσῃς καλά, τὸ καταστρέφεις καὶ μετὰ τὸ πᾷς σὲ συνεργεῖα ἢ τὸ πετᾷς στὸ ῥέμα, ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος δὲν πρόσεξε τὸν ἑαυτό του, μπῆκε μέσα του ἡ ἁμαρτία, κι ἀπὸ τότε ἀρχίζουν οἱ ἀ­σθένειες, παρουσιάστηκαν τὰ μικρόβια. Ἕως τότε μικρόβιο καὶ ἀσθένεια δὲν ὑπῆρχαν πάνω στὴ γῆ, γιατρὸς καὶ φάρμακα δὲν ἐχρειάζοντο. Ὁ ἄνθρωπος ἦταν ὑγιέστατος.
Ἀπὸ τὴν ἁμαρτία λοιπὸν προῆλθε ἡ ἀσθένεια. Μάλιστα. Ὅπως ἀπὸ τὴ ρίζα τοῦ δέν­τρου βγαίνουν τὰ κλαδιὰ καὶ τὰ φύλλα, ἔτσι ἡ ἁμαρτία εἶνε ἡ ῥίζα τῆς δυστυχίας ὁλοκλήρου τῆς ἀνθρωπότητος, ἡ ῥίζα τῶν ἀσθενει­ῶν. Ἐὰν ἀφαιρέσῃς τὴν ἁμαρτία, ὁ ἄνθρωπος θὰ εἶνε ὑγιὴς κατὰ πάντα, ψυχὴ καὶ σῶμα.
Ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶνε ἡ ῥίζα τῶν ἀσθενειῶν, τὸ ἀποδεικνύει τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο. Τί λέει;
Ὁμιλεῖ γιὰ ἕνα παράλυτο ποὺ ζητοῦσε θεραπεία. Πῆγε σὲ γιατρούς, πῆρε φάρμακα, ἔκανε μπάνια, ὅλα τὰ μέσα χρησιμοποίησε. Ἀ­δύνατον νὰ θεραπευθῇ. Ἀθεράπευτος ἦταν. Κάπου ἄκουσε, ὅτι ὁ Χριστὸς κάνει καλὰ τὸν κόσμο. Ζήτησε νὰ τὸν δῇ. Πῶς ὅμως νὰ πάῃ; Πό­δια εἶχε καὶ πόδια δὲν εἶχε. Τότε τέσσερις καλοὶ ἄνθρωποι τὸν πῆραν στὰ χέρια, τὸν σήκω­σαν σὰ νεκρό, καὶ τὸν πῆγαν στὸ Χριστό. Ὅλοι τώρα περίμεναν – τί; Ὁ Χριστὸς νὰ τὸν κάνῃ καλά. Τὸν ἔκανε; Ὄχι. Πρῶτα τοῦ εἶπε· «Τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου» (Μᾶρκ. 2,5).
Τί σημαίνουν τὰ λόγια αὐτά; Γιατί ὁ Χριστὸς θεραπεύει πρῶτα ὄχι τὸ σῶμα ἀλλὰ τὴν ψυχή; Γιὰ νὰ δείξῃ, ὅτι ὁ παράλυτος κατήντη­σε σ᾽ αὐτὴ τὴν ἀθλιότητα ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Εἶχε ἁμαρτήσει, εἶχε κάνει κάποια ἁμαρτία, καὶ λόγῳ τῆς ἁμαρτίας αὐτῆς (πορνεία, μοιχεία, ἢ κάτι ἄλλο), κατήντησε στὴν παραλυσία. Τὸ σημερινὸ λοιπὸν θαῦμα δείχνει, ὅτι ἡ αἰτία τῶν ἀσθενειῶν μας εἶνε ἡ ἁμαρτία.
Ὅτι αὐτὸ εἶνε ἀλήθεια τὸ ἀποδεικνύουν τὰ πράγματα. Στὴν Ἀθήνα εἶνε ἕνα μεγάλο νοσοκομεῖο μὲ πλῆθος ἀσθενεῖς. Εἶνε παράλυτοι. Καὶ δὲν εἶνε γέροι· εἶνε νέοι 18, 20, 25 χρο­νῶν, ἀπόφοιτοι λυκείων, φοιτηταί κ.τ.λ., καὶ κοντά τους βλέπεις νὰ στέκεται ἡ μάνα καὶ νὰ κλαίῃ. Οἱ νέοι αὐτοί, ποὺ μποροῦσαν νὰ πετάξουν σὰν ἀετοὶ καὶ νὰ περάσουν τὰ βουνά, καὶ νὰ πηδήσουν σὰν τὰ ἐλάφια, καὶ νὰ δουλέψουν στὰ χωράφια, τοὺς βλέπεις τώρα νὰ μὴ μποροῦν νὰ κουνήσουν τὸ χέρι τους, νὰ μὴ μποροῦν οὔτε τὸ κουτάλι νὰ πιάσουν καὶ τοὺς ταΐζει νοσοκόμος. Ἂν ρωτήσετε πῶς τὸ ἔπαθαν αὐτό, θ᾽ ἀκούσετε· Ἀνάθεμα στὰ κα­κὰ βιβλία, στὸν αἰσχρὸ κινηματογράφο, στὴν ἀθλία τηλεόρασι, στὰ ναρκωτικά, στὰ νυκτερινὰ κέντρα. Ἐκεῖ ἄκουσαν καὶ εἶδαν, ἤπιαν ποτὰ καὶ δοκίμασαν ναρκωτικά, καὶ ἔτσι σὲ κάποια στιγμὴ ἄρχισαν νὰ παραλύουν καὶ τώρα εἶνε στὸ Ἄσυλο τῶν Ἀνιάτων.
Ὅσοι κατοικοῦν στὴν ὕπαιθρο ἂς δοξάσουν τὸ Θεό, ποὺ ἔχουν καθαρὸ ἀέρα. Στὴν Ἀθήνα οἱ ἄνθρωποι βγαίνουν στὰ μπαλκόνια, κοιτάζουν τὸν οὐρανό, βλέπουν τὸ σύννεφο τῶν καυσαερίων καὶ φοβοῦνται· ὅλοι λαχταροῦν νὰ φύγουν ἀπὸ τὴν πόλι καὶ νὰ βγοῦν ἔξω. Τὸ εἶπε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός· θὰ ἀδειάσουν οἱ πόλεις!…
* * *
Καλά, θὰ πῆτε, μόνο στὶς πολιτεῖες εἶνε ἁ­μαρτωλοὶ οἱ ἄνθρωποι; Ὄχι βεβαίως. Ἁμαρτωλοὶ εἶνε καὶ στὴν ὕπαιθρο καὶ παντοῦ. Γι᾽ αὐτὸ ὅλοι ἔχουμε ἀνάγκη θεραπείας. Μὴν ἀπελπιστοῦμε. Ὁ Χριστὸς θεραπεύει καὶ σώματα καὶ ψυχές. Ὅπως λοιπὸν κοιτάζεις τὸ κορμί σου νὰ εἶνε καλά, καὶ μόλις αἰσθανθῇς τὸν ἑαυτό σου ἀδιάθετο τρέχεις στὸ γιατρό, ἔτσι ὅταν αἰσθανθῇς τὴν ψυχή σου ἀιδάθετη, νὰ ὑποφέρῃ ἀπὸ κάποιο πάθος, κάποια ἁμαρτία, τρέξε στὸν πνευματικό, στὸν ἐξομολόγο.
Τώρα τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ νὰ μὴ μεί­νῃ κανείς ἀνεξομολόγητος. Νὰ πᾶτε νὰ ἐξομολογηθῆτε. Πέσετε στὰ γόνατα, κλάψτε καὶ πέστε στὸν πνευματικό· Ἡμάρτησα, «ἥμαρτον» (Λουκ. 15,21). Καὶ θ᾽ ἀκούσετε τότε τὸ χαρμόσυνο ἐκεῖνο λόγο, ποὺ εἶπε ὁ Χριστός, ποὺ εἶνε ὠκεανὸς ἀγάπης καὶ ἐλέους· «Τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου» (Μᾶρκ. 2,5).
Τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες ὅλοι στὴν ἐκκλησία, στοὺς Χαιρετισμούς. Τὶς νηστεῖες νὰ τη­ρῆτε, σαρακοστές, Τετάρτες καὶ Παρασκευές. Μὴ ζῆτε σὰν τὰ ζῷα· νὰ ζῆτε σὰν ἄνθρωποι Χριστιανοί, μὲ ἀνωτέρους πόθους καὶ νοσταλγίες, εἰς τρόπον ὥστε νὰ σᾶς ἀξιώσῃ ὁ Θεὸς τὸ Πάσχα ― τὴ Λαμπρὴ ν᾽ ἀκούσετε κ᾽ ἐ­σεῖς τὸν ὕμνο· «Τὴν ἀνάστασιν σου, Χριστὲ Σωτήρ, ἄγγελοι ὑμνοῦσιν ἐν οὐρανοῖς· καὶ ἡ­μᾶς τοὺς ἐπὶ γῆς καταξίωσον ἐν καθαρᾷ καρδίᾳ σὲ δοξάζειν».
†ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος


Απολλώ Μοναχός
Ιερά Μονή Δοχειαρίου