Κυριακή 4 Ιουνίου 2017

O KΑΤΑ ΘΕΟΝ ΔΙΧΑΣΜΟΣ «Σχίσμα οὖν ἐν τῷ ὄχλῳ ἐγένετο δι᾽ αὐτόν» (Ἰωάν. 7,43)


Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ιστ..


Η Ἐκκλησία μας, ἀγαπητοί μου, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, δὲν εἶνε ἔργο ἀνθρώπων· εἶνε θεοκατασκεύαστο ἵδρυμα. Καὶ σήμερα πανηγυρίζει τὰ γενέθλιά της. Στὴν πρόσοψι τοῦ μητροπολιτικοῦ ναοῦ τῆς Φλωρίνης, τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος, ὑπάρχει ἕνα ψηφιδωτό. Εἰκονίζει τὴν Ἐκκλησία ὡς ἕνα πλοῖο. Κυβερνήτης του εἶνε ὁ Χριστός· βο­ηθοὶ οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ κληρικοί· ἐπιβάται ὅ­λοι οἱ Χριστιανοί· καὶ ἄνεμος οὔριος, ποὺ κολπώνει τὰ πανιά του, εἶνε τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο. Τὸ πλοῖο τῆς Ἐκκλησίας ὅμως διὰ μέσου τῶν αἰώνων συχνὰ πλέει σὲ τρικυμία, ποὺ σηκώνουν τὰ κύματα τῆς πλάνης καὶ τῆς ἀπιστί­ας. Ἐσωτερικοὶ διχασμοὶ αἱρέσε­ων καὶ σχισμά­των, ἐξωτερικοὶ διωγμοὶ εἰδωλολατρῶν καὶ ἀ­πίστων, ἀλλὰ καὶ ἐπεμβάσεις τοῦ ―χριστιανι­κοῦ θεωρουμένου― κράτους δημιουργοῦν κα­τὰ καιροὺς σάλο. Μικρὸ δεῖγμα τέτοιου σάλου ἔζησαν οἱ πιστοὶ στὴν πατρίδα μας λ.χ. στὰ τέλη τῆς δεκα­­ετίας τοῦ ᾽80. Ἔγινε τότε ἀ­­πόπειρα ν᾽ ἀποδυ­ναμωθῇ ἡ Ἐκκλησία μὲ μιὰ νέα ἀ­φαίρεσι τῆς κτηματι­κῆς της περιουσίας. Μεγαλύτερος κίνδυνος ὅ­μως ἦταν ἡ ἀπειλὴ κατὰ τῆς πνευματι­κῆς της αὐτοτελείας. Οἱ κομματι­κὲς συμπάθειες καὶ ἀντιπάθειες προκάλεσαν τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες ἀντιθέσεις καὶ διαίρε­σι. Καὶ μόνο τότε; Πολλὲς φορὲς δημιουργοῦν­ται παρόμοιες καταστάσεις. Καὶ ὡρισμένοι, ποὺ ἔ­χουν τὴ γνώμη ὅτι ἡ Ἐκκλησία πρέπει νά ᾽­νε πάντα ὑποταγμένη στὴν πολιτεία, μᾶς λέ­­νε· Σεῖς εἶστε οἱ αἴτιοι τῆς ὀξύτητος ποὺ δη­μιουργεῖται στὶς σχέσεις Ἐκκλησί­ας καὶ πο­λιτείας. Κατηγοροῦν ἐμᾶς, ὅτι εἴμεθα ὑπαίτιοι τοῦ διχασμοῦ. Τί ἔχουμε ν᾽ ἀπαντήσουμε; Ἀλλὰ δὲ χρειάζεται ν᾽ ἀπαν­τή­σουμε ἐμεῖς. Σήμερα ἀπαν­τᾷ τὸ εὐαγγέλιο. ―Μὰ τὸ Εὐαγγέλιο γρά­φτηκε πρὸ 20 αἰώνων· πῶς ἀπαντᾷ σ᾽ ἕνα σημερινὸ ζήτη­μα;… Τὸ Εὐαγγέλιο εἶνε βιβλίο αἰ­ώνιο, εἶνε γιὰ ὅλες τὶς ἐποχές. Δίνει ἀπάντησι σὲ ὅ­λα τὰ προβλήματα, δίνει καὶ στὸ ζήτημα τοῦτο. Τί ἀπαν­τᾷ τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο;

* * *

Ὁ Χριστὸς ἦταν στὰ Ἰεροσόλυμα τὶς ἡμέρες τῆς μεγάλης ἑορτῆς τῆς σκηνοπηγίας (οἱ ἄλ­λες δύο μεγάλες ἑορτὲς τῶν Ἑβραίων ἦταν τὸ πάσχα καὶ ἡ πεντηκοστή). Τὴν σκηνοπηγία τὴν ἑώρταζαν γιὰ νὰ θυμοῦνται ὅτι, 40 χρόνια στὴν ἔ­ρημο, ἔζησαν κάτω ἀπὸ σκηνές. Τὴν τε­λευταία λοιπὸν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς ὁ Χριστὸς στάθηκε σ᾽ ἕνα σημεῖο καὶ μίλησε στὸ λαό. Μίλησε; Προσέξατε τί λέει τὸ εὐαγγέλιο; Ὅλες οἱ λέξεις ἔχουν σημασία. Δὲν λέει «ὡ­μίλησε» ἁπλῶς. Τί λέει· «ἔκραξε» (Ἰωάν. 7,37). Τί θὰ πῇ «ἔκραξε»· φώναξε μὲ ὅλη τὴ δύναμί του. Ἂς τὸ ἀκούσουν αὐτὸ μερικοί, ποὺ σκανδαλί­ζονται ὅταν ὁ ἐπίσκοπος ἢ ὁ ἱεροκῆρυξ ὑψώ­σῃ τὴ φωνή του. Ὅπως ἡ μάνα φωνάζει δυνα­τὰ ὅταν τὸ παιδί της κινδυνεύῃ· ὅπως ἡ ὄρνιθα ὅταν βλέπῃ τὸ γεράκι νὰ ὁρμᾷ ἐναντίον τῶν νεοσσῶν της βγάζει σπαρακτικὴ φωνή, ἔτσι καὶ ὁ ποιμὴν ποὺ πονεῖ τὸ ποίμνιό του κραυγάζει, φωνάζει. Ὄχι γιὰ μικρὰ πράγματα, ἀλλὰ γιὰ τὰ αἰώνια συμφέροντα τῶν ψυχῶν. Καὶ τί ἔλεγε ὁ Ἰησοῦς; Λόγια χρυσᾶ, τὸ μυστι­κὸ τῆς ἀνθρωπίνης εὐτυχίας· «Ἐάν τις δι­ψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω» (ἔ.ἀ.). Ἂν κάποιος διψᾷ… Τί δίψα ἐννοεῖ; Τὴ φυσικὴ δί­ψα, τοῦ σώματος, ποὺ εὔκολα σβήνει σὲ μιὰ πηγή; Ὄχι αὐτήν. Ἐννοεῖ μιὰ ἄλλη δίψα· τὴ δί­ψα ποὺ αἰσθάνονται εὐγενεῖς ψυχές, τὴ δίψα τοῦ οὐ­ρανοῦ· τὴ δίψα τῆς ἀλήθειας, τῆς εἰ­ρή­νης, τῆς δικαιοσύνης, τῆς ἀγάπης, τῆς λυτρώ­σεως ἀπὸ τὰ πάθη. Ποιός ἄνθρωπος δὲν ἀναστενάζει γιὰ τὰ δεσμὰ ποὺ τὸν σκλαβώνουν; Ὅποιος λοιπὸν αἰσθάνεται αὐτὴ τὴ δίψα, αὐ­τὸς ἂς ἔρ­χεται κοντά μου κ᾽ ἐγὼ θὰ τοῦ δώσω τὸ νερὸ τὸ ἀθάνατο, ποὺ θὰ ἱκανοποιῇ ὅ­λους τοὺς εὐγενεῖς πόθους τῆς ψυχῆς του. Θὰ περίμενε κανείς, ὅλοι ὅσοι ἄκουγαν τὸ Χριστὸ νὰ πιστέψουν. Πίστεψαν; Ὄχι. Μόνο μιὰ μικρὴ μερίδα. Οἱ ἄλλοι ὄχι μόνο δὲν πίστεψαν, ἀλλὰ καὶ διετέθησαν δυσμενῶς ἀπέναντί του. Ἄλλοι ἐπέκριναν τὸ κήρυγμα ἢ ἀμ­φισβητοῦσαν τὴν προέλευσι τοῦ ὁμιλητοῦ. Οἱ ἀρ­χιερεῖς καὶ φαρισαῖοι μάλιστα διέταξαν τοὺς ὑπηρέτες τους νὰ τὸν συλλάβουν καὶ νὰ τοὺς τὸν φέρουν. Ἀλλὰ οἱ ὑπηρέτες, ποὺ πῆγαν καὶ ἄκουσαν τὸ Χριστό, ὅταν γύρισαν εἶπαν στ᾽ ἀ­φεντικά τους· «Οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄν­θρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος» (ἔ.ἀ. 7,46). Τί βλέπουμε λοιπὸν στὸ εὐαγγέλιο; Ἔγινε διχασμός· «σχίσμα οὖν ἐν τῷ ὄχλῳ ἐγένετο δι᾽ αὐτόν» (ἔ.ἀ. 7,43). Διαιρέθηκαν οἱ ἄνθρωποι σὲ δύο παρατάξεις· σ᾽ ἐκείνους ποὺ πίστεψαν καὶ σ᾽ ἐκείνους ποὺ δὲν πίστεψαν στὸ Χριστό.

* * *

Αὐτὸ ποὺ συνέβη τότε, ἀγαπητοί μου, ἐπαναλαμβάνεται στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Σὲ κάθε ἐποχὴ ὑπάρχει πάντοτε διχασμός. Καὶ αἰτία ποιός, ὁ Χριστός; Ὄχι. Τότε ποιός; Ἡ κακὴ προαίρεσι τῶν ἀνθρώπων. Ὅσοι ἔ­χουν καλὴ προαίρεσι, ἀκοῦνε τὸ Χριστὸ κ᾽ εὐχαρι­στοῦνται καὶ δοξάζουν τὸ Θεό· ὅσοι δὲν ἔ­χουν καλὴ προαίρεσι, οὔτε τὸν καταλαβαίνουν οὔ­τε θέλουν ν᾽ ἀκούσουν τὰ λόγια του. Ξέρετε πῶς μοιάζουν αὐτοί; Σὰν ἐκείνους ποὺ ἔχουν ὀφθαλμίασι. Γιὰ ὅσους ἔ­χουν μάτια γερὰ δὲν ὑ­πάρχει πιὸ εὐχάριστο πρᾶγμα ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου· γιὰ ᾽κείνους ὅμως ποὺ πάσχουν ἀπὸ ὀφθαλμίασι, τὸ φῶς τοὺς ἐνοχλεῖ καὶ κλείνονται σὲ σκο­τεινοὺς θαλάμους. Ὅπως λοιπὸν σ᾽ αὐτοὺς τὸ φῶς τοῦ ἥλιου εἶνε ἐνοχλητικό, ἔτσι γιὰ ᾽κείνους ποὺ πάσχουν ἀπὸ τὰ διάφορα πάθη ἐνοχλητικὸ εἶνε τὸ φῶς τῆς ἀληθείας. Τὸ εἶπε ὁ Χριστός· Ἦρθε τὸ φῶς στὸν κόσμο, κ᾽ οἱ ἄνθρωποι μίσησαν τὸ φῶς, δι­ότι ἦταν πονηρὰ τὰ ἔργα τους (βλ. Ἰωάν. 3,19). Ὑ­πάρχει ἑπομένως διχασμός, αἰτία ὅμως δὲν εἶνε ὁ Χριστός, ἀλλὰ ἡ κακὴ διάθεσι τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ κήρυγμα διχάζει. Ὅπου δὲν ἀκούγεται λόγος Θεοῦ, οἱ ἄνθρωποι μένουν ἀνενόχλητοι· μπορεῖ νὰ πηγαίνουν στὴν ἐκκλησία, ἀλλ᾽ ὅπως μπαίνουν ἔτσι καὶ βγαίνουν. Ὅπου ὅ­μως ἀκούγεται κήρυγμα ζωντανό, ῥιζοσπαστικό, ἐλεγκτικὸ τῶν ἀνθρωπίνων παθῶν, ἐ­λαττωμάτων καὶ κακιῶν, ἐκεῖ ὁ κόσμος ἀμέσως διχάζεται. Ἄλλοι δέχονται, ἄλλοι δὲν δέχονται· ἄλλοι εὐλογοῦν τὴν ὥρα ποὺ ἦρθε ὁ ἱεροκήρυκας, καὶ ἄλλοι τὴ βλαστημοῦν. Βλέπετε τὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου; «Σχίσμα», λέει, «ἐγένετο». Ὅπου κήρυγμα, ὅπου κατήχη­σις, ὅπου ἐξομολόγησις, ὅπου ζωντανὴ Ἐκ­κλησία, ἐκεῖ διαίρεσις. Ἀλλ᾽ αὐτὸ δὲν ἀποτελεῖ κατηγορία γι᾽ αὐτήν. Στὸ νεκροταφεῖο ὑπάρχει ἡσυχία, ἄκρα ἡσυχία· ὅπου ὑπάρχει ζωή, πνευματικὴ ζωή, ἐκεῖ οἱ ἄνθρωποι διχάζονται. Ἐπὶ 20 αἰῶνες ἡ ἐκκλησιαστικὴ καὶ ἡ παγ­κό­σμιος ἱστορία, ὅπως εἶπε ἕνας φιλόσοφος, εἶ­νε ἱστορία δύο παρατάξεων· μία εἶνε οἱ πιστοί, καὶ ἡ ἄλλη οἱ ἄπιστοι. Ἡ μία λατρεύει, προσκυ­νεῖ εὐλογεῖ τὸ Χριστό, ἡ ἄλλη ἀσεβεῖ, βλασφημεῖ, πολεμεῖ τὸ Χριστό· ἡ μία εἶνε ἡ Ἐκ­κλησία, ἡ ἄλλη εἶνε ὁ κόσμος. Καὶ ὅλη ἡ ἱστορία εἶνε μία σύγκρουσι μεταξὺ πίστεως καὶ ἀπιστίας, μεταξὺ ἀληθείας καὶ ψεύδους, μεταξὺ φωτὸς καὶ σκότους, μεταξὺ Ἐκκλησίας καὶ κόσμου, μεταξὺ Χριστοῦ καὶ σατανᾶ. «Ἡ ἀλήθεια εἶνε μαλώτρα» δὲ λέει ὁ λαός; Ν᾽ ἀναφέρω κ᾽ ἕνα ἄλλο παράδειγμα; Γιὰ ὅ­λους τὸ μύρο – τὸ ἄρωμα εἶνε εὐχάριστο. Ἀλλ᾽ ἂν στάξῃ κανεὶς λίγο μύρο ἐκεῖ ποὺ φωλιάζουν οἱ γῦπες, τὰ ἀκάθαρτα ὄρνεα ποὺ τρῶνε πτώματα, οἱ γῦπες ψοφοῦν! Τὸ ἄρωμα, ποὺ ζωογονεῖ τὸν ἄνθρωπο, γιὰ τοὺς γῦπες εἶνε θάνατος. Ἔτσι καὶ ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ· εἶνε εὐάρεστη σὲ ὅσους ἔχουν ἀγαθὴ προαίρεσι, μὰ γιὰ τοὺς ἄλλους εἶνε ὅ,τι πιὸ μισητό.

* * *

Ὁ διχασμὸς παρατηρεῖται καὶ στὶς ἡμέρες μας. Ἡ τελικὴ νίκη ὅμως ἀνήκει στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ἀναφέρω 2 παραδείγματα. Σπεῖρα ὑλιστῶν καὶ ἀθέων στὴν ἁγία ῾Ρωσία τὸ 1917 εἶπαν· Θὰ διαλύσουμε τὴν Ἐκκλησία. Κ᾽ ἔβαλαν τὰ δυνατά τους. Τελικῶς τὴ δι­έλυσαν; Ὄχι. Ὁ διωγμός, ὄχι μόνο δὲν ἔβλαψε, ἀλλὰ καὶ θέρμανε τὴν πίστι τῶν ῾Ρώσων. Καὶ γιὰ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἕνας ἄ­θεος ὑπουργὸς ἔλεγε· Τί εἶνε Ἐκκλησία; μιὰ σακκούλα ἀνοιχτή· ὅποτε θέλουμε βάζουμε τὸ χέρι καὶ παίρνουμε ὅ,τι μᾶς ἀρέσει. Ἦρθε ὅμως ὥρα ποὺ ἀπεδείχθη, ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶνε ἔτσι. Στὴν Πάτρα, σὲ μία πρωτοφανῆ κοσμοσυρροὴ στὶς 3 Ἰουνίου 1987, ἐ­πάνω σὲ πα­νὼ ἔγραφαν· «Ζητοῦμε ἐλευθέρα καὶ ζῶσα Ἐκ­κλησία», «Κάτω τὰ χέρια ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία», «Πατέρες, προχωρεῖτε· μὴ ὀπισθοχωρεῖτε»… Ἀγαπητοί μου, τὰ σχέδια τῶν πολεμίων θ᾽ ἀ­ποτύχουν. Ἡ Ἐκκλησία εἶνε δένδρο ποὺ τὸ φύ­τευσε ὁ Θεὸς καὶ τὸ πότισαν μὲ τὸ αἷμα τους μυριάδες μάρτυρες. Δὲ μπορεῖ νὰ τὸ ξερριζώ­σῃ ποτέ κανείς! Ὅλοι οἱ δαίμονες νὰ τὸ χτυποῦν, τὰ τσεκούρια τους θὰ σπάσουν, μὰ αὐτὸ θὰ αὐξάνῃ. Διότι κυβερνήτης τῆς Ἐκκλησίας εἶνε ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ σταυρωθεὶς καὶ ἀναστάς· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερ­υψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν 7-6-1987