Σάββατο 2 Δεκεμβρίου 2017

Πότε περνάει ο Χριστός; Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὺγουστίνου Καντιώτου.



«κούσας δ χλου διαπορευομένου πυνθάνετο τί εἴῃ τατα. πήγ­γειλαν δ ατ τι ησος Ναζωραος παρέρχεται» (Λουκ. 18,36-37)


 χι να, χι δυό, χι χίλια· ναρίθμητα ε­νε, γαπητοί μου, τ θαύματα πο ­κανε Κύριος μν ησος Χριστός. να ­π ατ ενε κα τ θαμα το σημερινο ε­αγγελίου. ς προσπαθήσουμε ν τ ναπαραστήσουμε.
* * *
Νοερς βρισκόμαστε σ μία πόλι τς ουδαίας, στν εριχώ. κε σ᾿ να σταυροδρόμι στεκόταν πάντοτε, π᾿ τ πρω μέχρι τ βράδυ, νας τυφλός. Τυφλός, λλ κα ζητιάνος. πλωνε τ χέρι κα περίμενε τν λεημοσύνη τν διαβατν. Χρόνια καθόταν κε. να παιδ τν φερνε τ πρω κα τν παιρνε τ βράδυ, γι ν᾿ γοράσ τ καρβέλι του π τν λεημοσύνη κα ν γυρίσ στ σπίτι. Τ ­νομά του τ διασζει εαγγελιστς Μρ­κος· λεγότανε Βαρτιμαος (Μρκ. 10,46).
λλ ξημέρωσε γι᾿ ατν μι φορ μεγά­λη μέρα. τσι ενε· περννε ρες, μέρες, χρόνια, κα ξαφνικ παρουσιάζεται στ ζω το νθρώπου μι στιγμή, πο ν τν κμεταλλευθ, γίνεται ετυχισμένος· ν τν φή­σ κα φύγ π τ χέρια του, μένει δυστυχι­σμένος. στορία το κόσμου ενε ζήτημα στιγμν· ενε μοιραες ποφασιστικς στι­γμές, ετε γι τν καταστροφ ετε γι τ ζω κα τν πρόοδο νς νθρώπου νς λαο.

Μι τέτοια στιγμ πολύτιμη παρουσιάστηκε κα στν δυστυχισμένο ατόν. Δν εχε μά­τια, λλ ο τυφλο χουν κοή. Κα ατς ­κουγε. κουσε θόρυβο μεγάλο, ν περ­νά κό­σμος πολύς, σν ν γινόταν συλλαλητήριο. μέσως ρώτησε· Τί συμβαίνει; Κα το παν­τον –προσέξτε τ φράσι–· «ησος Ναζωραος παρέρχεται» (Λουκ. 18, 37). Περνάει – ποιός; ­ησος Ναζωραος. Ατς πο δν χει δρα­χμ στν τσέπη του, δν χει πλο στ χέρι του, δν χει στρατό, δν χει σπίτι, δν χει τίποτα. Περνάει κενος πο επε· «Α λώπε­κες φωλεος χουσι κα τ πετειν το ο­ρανο κατασκηνώσεις, δ υἱὸς το νθρώπου οκ χει πο τν κεφαλν κλίν»· ο λεποδες χουν φωλις κα τ πουλι το ο­ρανο καταφύγια, ν Υἱὸς το νθρώπου δν χει πο ν γείρ τ κεφάλι του (Ματθ. 8,20).
«ησος Ναζωραος παρέρχεται». Εχε ­κούσει γι᾿ ατν τυφλός. Εχε κούσει ­π τ μάνα του, μικρ παιδί, τι κάποτε θ ρθ Λυτρωτς το κόσμου. Εχε κούσει τώρα ­π λλους, τι διδασκαλία το Χριστο ε­νε πι γλυκει κι π τ᾿ ηδόνια, τι κάνει τ πι μεγάλα θαύματα· τι που κουμπ τ χέρι του, ο τυφλο βλέπουν τ φς τους, ο κουφο κονε, ο μουγγο μιλνε, ο λεπρο καθαρίζονται, ο παράλυτοι σηκώνονται, ο νε­κρο νασταίνονται. Τ εχε κούσει ατά. Κι μέσως μέσα στν καρδιά του σχηματίσθη­κε κράδαντη πεποίθησι, τι ατς μπορε ν τν κάν καλά.
λλ πς ν τν πλησιάσ; Μέσα στ πλ­θος κενο ταν δύνατον. Τί κάνει τότε; ρ­χίζει ν φωνάζ. Κα τί λέει; Ατ πο λέμε κ᾿ μες τόσες φορς στ λατρεία, δυ λέξεις· «Κύριε, λέησον». λλ ποιά διαφορά! μς λόγος μας ενε κάλπικο νόμισμα, ν δικός του λόγος ενε καθαρ χρυσάφι. Τ δικό μας «Κύριε, λέησον» ενε ψυχρό, ν ατ πο επε κενος βγαινε μέσα π τν καρδιά του σν φωτιά, σν κεραυνς κα στραπή. Τί λεγε; «ησο υἱὲ Δαυΐδ, λέησόν με» (.. 38)· Χριστέ, Κύριε, λέησέ με, σσε με!
κόσμος το λεγε· Πάψε, μ φωνάζεις, μς νοχλες…. λλ᾿ ατός, σο τν μπόδιζαν, τόσο κανε τ φωνή του σάλπιγγα κα φώ­ναζε συνεχς· Κύριε, λέησον
Κάποια στιγμ Χριστς λέει· Φέρτε τον ­δ. Το λένε· Σ φωνάζει Χριστός! (Μρκ. 10,49). τυφλός, λέει εαγγελιστς Μρκος, πέταξε τ πανωφόρι του (.. 10,50), γι ν τρέξ πι ε­κολα, κα σν βέλος φτάνει μπροστ στ πόδια το Χριστο. «Τί σοι θέλεις ποιήσω;» (Λουκ. 18,41), τν ρωτ Χριστός, τί ζητς; Τν φησε ν ζητήσ ,τι θέλει. Κι ατς ζήτησε να κα μόνο, τ φς του.
χάριστοι μες πο χουμε τ μάτια μας. Μς τά ᾿δωσε Θεός, γι ν τν δοξάζουμε. ν τούτοις τ μάτια μας ενε μάτια λύκου, μάτια λεπος, μάτια χοίρου, πο δν ρμόζουν στν νθρωπο. νθρωπε, Θες σο ᾿δωσε τ μάτια, γι ν κοιτάζς τν οραν κα ν λς «ς μεγαλύνθη τ ργα σου, Κύριε…» (Ψαλμ. 103,24). Δν κτιμομε τν δωρεά του!
Κα τ θαμα γινε. Μ ση εκολία μες νοίγουμε τ διακόπτη κι νάβει τ φς, τόσο εκολα Χριστς παντοδύναμος δωσε τ φς στν τυφλό. Κα Βαρτιμαος βλέπει τώρα. Κα πέφτει κα προσκυνάει τν Φωτοδότη. Κα τν κολουθε κα δοξάζει τ Θεό. Δν φεύγει π κοντά του.

* * *
κεανς διδαγμάτων ενε, γαπητοί μου, τ εαγγέλιο. π λα θέλω ν προσέξετε ­να μόνο. Ποιό; ταν κουσε τ θόρυβο κα ρώτησε τί συμβαίνει, τί το πήντησαν; «ησος Ναζωραος παρέρχεται», τι περνάει Χριστός. Ενε μικρ ατό; Ενε μεγάλο, πο­λ μεγάλο· τι μι στιγμ περνοσε Χριστς π ᾿κε, κα ατς δν θελε ν τ χάσ τ στιγμ ατή.
λλ᾿ ,τι συνέβαινε στν τυφλό, συμβαίνει στν κάθε νθρωπο. Φεύγουμε π᾿ ατ τν κόσμο. Σ᾿ ατ τ ζω κάποια στιγμ περνάει Χριστός. ν τν πιάσουμε τ στιγμ α­τή, σωθήκαμε· ν δν τν πιάσουμε, καταστρα­φήκαμε. Τρέξτε, πετάξτε π πάνω σας ,τι σς βαραίνει. Κάποια στιγμ περνάει Χριστός!
Στ χρόνια τς κατοχς, τότε πο μπόττα τν Γερμανν συνέτριβε τν λληνα, ρ­χόμουν μ τ τρανο π Θεσσαλονίκη πρς τ Κιλκίς. Μέσα σ᾿ να βαγόνι ταν να ρωικ παιδί, τραυματίας τν λβανικν βου­νν, πο εχε τραυματισθ στν Τρεμπεσίνα. Κα καθς ταν μέσα λοι, κόμα κα Γερμανοί, ατς εχε λθει σ μι κστασι κα τραγουδοσε να μορφο μβατήριο, πο λεγε· «Περνάει στρατός…». Τ λεγε τόσο ­ραα, πο κλάψανε λοι μέσα στ βαγόνι ­κε­νο, καθς θυμήθηκαν τ δόξα τς φυ­λς
ραα ενε ντως ταν περνάει στρατός. λλ᾿ ατ ενε μηδν μπροστ στν κορυφαία ερ στιγμή, ταν περνάει Χριστός.
Περνάει, λοιπόν, Χριστός; Μάλιστα. Κα πότε περνάει; να, δύο, τρία, τέσσερα, πέν­τε θ σς π πότε περνάει. Κι ν τρέχετε στς παρελάσεις ν᾿ πολαύσετε τ ραο θέαμα το στρατο κα δακρύζουν τ μάτια σας, πείρως περισσότερο ν συγκινσθε ταν περνάει Χριστός. Πότε περνάει Χριστός;
Πότε περνάει· μένα ρωττε; Ρωτστε τος ψυχολόγους. ρχονται στιγμές, κε πο κάθεσαι, κα ξαφνικ σο ᾿ρχεται μι ραία δέα, ν κάνς τ καλό, ν κάνς κάτι μεγάλο κα ­ψηλό. κείνη τ στιγμή, πο περνάει δέα ατ π μπροστά σου, περνάει Χριστός.
Λένε γι τν Μέγα Ναπολέοντα, τι ταν κάποτε σ μι πεδιάδα τοιμος ν παρατάξ τ στρατό του, γι ν δώσ μι μεγάλη μάχη. Ξαφνικ κούει τν καμπάνα π να ξωκκλήσι· ντάν, ντάν, ντάν…. ! Θυμήθηκε τ παιδικά του χρόνιαφησε τ πιτελικ σχέ­δια κα επε στος ξιωματικούς· Σταματ­στε. Γονάτισε κα προσευχήθηκε· Κύριε ησο Χριστέ…. ταν χτυπάει καμπάνα, ενε σάλπιγγα το Θεο· περνάει Χριστός.
Θέλετε λλη στιγμή; χετε κάνει κάποια ­μαρτία. πάρχει κανες χωρς μαρτία; κι α­το κόμα ο σκητα χουν μαρτήματα. Κ᾿ ­κε τ μεσάνυχτα, πο ξυπνς κα δν μπορες ν κοιμηθς, ρχεται μετάνοια γι τν μαρτία, πο σν σκουλήκι κα σν σκορπις σ κεντάει, κα κος· ντε ν πς ν ξομο­λογηθς τ μάρτημά σου, ντε στν πνευματικόΤν ρα κείνη περνάει Χριστός.
Θέλετε λλη στιγμή; Περνς ξω π μι κκλησία κα βλέπεις κόσμο. Ρωτς· Τί γίνεται; Θεία λειτουργία. Κα λές· ς πάω κ᾿ γ μέσα· κείνη τν ρα περνάει Χριστός.
ταν εστε μέσ᾿ στν κκλησία, ταν κο­τε ν ψάλλ ψάλτης, ενε σν ν᾿ κοτε τος γγέλους ν τραγουδνε «Δόξα ν ψίστοις Θε…» (Λουκ. 2,14). ταν διαβάζεται πόστολος, ενε σν ν᾿ κοτε τν πόστολο Πα­λο. Κι ­ταν περνά τ Εαγγέλιο, ταν περνον τ για, περνάει Χριστός. ν πιστεύς, ν μπαί­νς στν κκλησία· ν δν πιστεύς, μν πηγαίνεις, δν σ χρειάζεται Θεός. Κι ταν παπς βγαίνει μ τ δισκοπότηρο Θεέ μου!–, περνάει Χριστς ­σταυρωμένος· «ν, παδες, μνετε κα περ­υψοτε ες πάντας τος αἰῶνας»· μήν.
(†) πσκοπος Αγουστνος