Τρίτη 22 Αυγούστου 2017

ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΔΟΧΕΙΑΡΙΤΟΥ ΑΝΟΙΚΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΣΤΟΝ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΟΥ ΒΗΜΑΤΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

ΦωτογραφίαΓίνομαι ὁρμητικός, ὅταν ἀλλοιώνωνται οἱ θεσμοί, ὅπως εἶναι ὁ θεσμὸς τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ὁ ὀρθόδοξος ἀνατολικὸς μοναχισμὸς ὑπῆρξε πάντοτε ἀγροτικὸς καὶ ὄχι ἐπιχειρηματικός. Τὸ ἐπιχειρεῖν εἶναι ὀθνεῖο πρᾶγμα γιὰ τὸν ὀρθόδοξο μοναχισμό.
Μεγάλο εἶναι τὸ ὄνομα ποὺ ἔδωσες στὴν ἐφημερίδα ποὺ διευθύνεις. Ὅταν ὅμως τὸ βῆμα δὲν εἶναι ἀμερόληπτο, δὲν εἶναι ἀπροσωπόληπτο καὶ δὲν μένει ἀνεπηρέαστο ἀπὸ φίλους καὶ χρηματοδότες, τότε αὐτὸ δὲν εἶναι βῆμα, εἶναι βλῆμα, καὶ ἀφήνει θλίψη καὶ στενοχωρία στοὺς ἀνθρώπους ποὺ γαυγίζουν ἔξω ἀπὸ τὰ ἐξωμάντρια. Ἔτσι,
ἐὰν κάτι προσβάλλη τοὺς φίλους σου καὶ τοὺς χρηματοδότες σου, δὲν θὰ τὸ ἀνεβάσης, θὰ τὸ ρίξης στὰ ἀζήτητα. Δὲν σὲ γνωρίζω προσωπικά, δὲν σκέφθηκα ποτέ μου νὰ ἐπηρεάσω βῆμα δημοσιογράφου, οὔτε γιὰ χάρη μου οὔτε γιὰ τοὺς φίλους μου• τὸ θεωρῶ μεγάλη προδοσία τῆς διακονίας καὶ τῆς προσφορᾶς μου στὸν κόσμο. Τὰ βάλεις-δὲν τὰ βάλεις τὰ μικρά μου κείμενα, δὲν μὲ κόφτει. Αὐτὰ ποὺ πιστεύω δὲν θὰ σταματήσω νὰ τὰ ἀντιλαλῶ στὸν κόσμο.


Δὲν μπαίνω στὴν προσωπικὴ ζωὴ κανενός. Γίνομαι ὁρμητικός, ὅταν ἀλλοιώνωνται οἱ θεσμοί, ὅπως εἶναι ὁ θεσμὸς τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ὁ ὀρθόδοξος ἀνατολικὸς μοναχισμὸς ὑπῆρξε πάντοτε ἀγροτικὸς καὶ ὄχι ἐπιχειρηματικός. Τὸ ἐπιχειρεῖν εἶναι ὀθνεῖο πρᾶγμα γιὰ τὸν ὀρθόδοξο μοναχισμό. Αὐτό, εἴτε κρυφὰ γίνεται εἴτε φανερά, ἐκφράζεται καὶ προδίνεται στὰ πρόσωπα τῶν μοναχῶν, ὅσο καὶ νὰ καμουφλάρωνται μὲ ὁράσεις καὶ ὀπτασίες καὶ δυσαπόδεικτες θαυματουργίες. Βλέπεις μέσα στὸ μάτι τοῦ μοναχοῦ, ὄχι τὰ σύμπαντα, ἀλλὰ τὸ ἐπιχειρεῖν, τὴν συναλλαγή. Ἐνῶ στὸ μάτι τοῦ ἁπλοῦ μοναχοῦ βλέπεις τὸ γραφικό: «πλοῦτος ἐὰν ῥέῃ, μὴ προστίθεσθε καρδίαν». Εἶναι φοβερὸ καὶ τρομερὸ νὰ χρησιμοποιῆ ὁ μοναχὸς τὸν εὐπορισμὸ μὲ πρόφαση τὴν ἐλεημοσύνη καὶ ὄχι βέβαια στοὺς ἀναξιοπαθοῦντες, ἀλλὰ δοσίματα γιὰ νὰ ἐξασφαλίσουμε ὀπαδούς. ῾Υλικὰ τί ἄφησε ὁ Χριστὸς στοὺς Ἀποστόλους; Φτώχεια, εὐλογημένη φτώχεια. Αὐτὸς ὁ μεγάλος Βασιλιᾶς ἔκοψε μουρέλα γῆς, γιὰ νὰ δώση στοὺς μαθητές του; Δὲν εἶχε; Αὐτὸς βαστάει στὴν παλάμη του ὅλη τὴν κτίση. «Πορευθέντες…», τοὺς εἶπε, «καὶ νὰ μὴν ἔχετε στὸν δρόμο μήτε ραβδὶ στὸ χέρι σας μήτε πορτοφόλι». Εἶναι φοβερὸ νὰ τσεπώνουμε τὸν κάθε ἕνα, γιὰ νὰ μᾶς πῆ πόσο καλοὶ εἴμαστε καὶ πόσο σπουδαῖοι! Τὰ φακελάκια τὰ καταραμένα κατέστρεψαν τὴν ἰατρική, κατέστρεψαν τὴν ἱερατικὴ ζωή, κατέστρεψαν τὴν ἀληθινὴ ἀποστολὴ τῶν ὑπουργῶν μέσα στὴν Ἑλλάδα. Αὐτὸ τὸ τρισκατάρατο φακελάκι πρέπει νὰ συνεχίζεται;
Ἀβάστακτα εἶναι αὐτὰ ποὺ εἰσῆλθαν μέσα στὸν μοναχικὸ θεσμό. Ἔχουμε πλούσιους κελλιῶτες μὲ τὸ πρόσχημα τῆς προσευχῆς κι ἔτσι τὰ ἐργόχειρα, ἀρχαία παράδοση μέσα στὸν μοναχισμό, ἐξέλιπαν. Ποῦ εἶναι οἱ φανοποιοί; Ποῦ εἶναι οἱ ραφτάδες; Ποῦ εἶναι οἱ μπαλλωματῆδες; Ποῦ εἶναι οἱ παπουτσῆδες; Ὅλα πρέπει νὰ ἔρθουν ἀπ᾽ ἔξω. Καλόγερε, μὴ χαχανίζης μὲ αὐτὰ ποὺ ἀκοῦς ἢ διαβάζεις. Τὸ Ὄρος εἶχε καὶ ἀργυροχόους, εἶχε καὶ μπρουντζοκατασκευαστές, ἔκαναν καὶ καμπάνες, ἔπλεκαν καὶ φανέλλες καὶ κάλτσες, ἔφτιαχναν καὶ σκούφους. Τώρα τί φτιάχνεται στὸ Ἅγιον Ὄρος; Ὅταν παλαιότερα εἶχα τὸ φῶς μου, πήγαινα ἐπίσκεψη στὰ κελλιὰ καὶ τὸ πρῶτο ποὺ τοὺς ρωτοῦσα: «Τί ἐργόχειρα κάνετε;». Τώρα… «πορτοκαλάδα θέλετε ἢ χυμὸ ἀπὸ φροῦτα;» Λὲς καὶ στέρεψαν οἱ πηγὲς τοῦ Ἄθωνα καὶ δὲν μᾶς δίνουν πιὰ δροσερὸ νερό. Δούλευε καὶ ἡ τσάπα τοῦ μοναχοῦ, ὄχι μόνον στὸν κῆπο του, ἀλλὰ καὶ στὸ μεροδούλι. Ἀμφιβάλλω ἂν θὰ βρῆς σὲ κελλὶ τσάπα, τσεκούρι ἢ κασμᾶ. Κινητό, ταξὶ καὶ φιγούρα.
Δὲν θίγω κανένα. Θυμᾶμαι τὰ περασμένα καὶ κλαίω καὶ θρηνῶ καὶ ὀδύρομαι. Στὴν Μονὴ Λογγοβάρδας στὸν νέο ποὺ προσήρχετο στὸν μοναχισμό, τοῦ ἔδιναν κομποσχοίνι, Ψαλτήρι, Ὡρολόγιο καὶ τσάπα. Ὁ γέροντας Φιλόθεος, μέχρι τελευταῖα, εἶχε τὴν τσάπα του πίσω ἀπὸ τὴν πόρτα του. Τώρα, τί μπορεῖ νὰ βρῆ κανεὶς πίσω ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ μοναχοῦ;
Ἀξιότιμε κύριε διευθυντὰ τοῦ Βήματος Ὀρθοδοξίας, λὲς ὅτι ἔρχεσαι στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἀλλὰ ἐγὼ ὁ ἀφανὴς μοναχὸς σοῦ λέγω ὅτι δὲν ἦρθες ποτέ. Ἔλα μιὰ φορὰ εὐλαβὴς προσκυνητὴς καὶ δὲν χρειάζεται νὰ ἔρθης ἄλλη φορά. Τὸ «περᾶστε-περᾶστε» καὶ τὸ «ἀπὸ δῶ ὁ κύριος τάδε καὶ ἀπὸ κεῖ ὁ κύριος τάδε» καὶ τιμητικὴ θέση στὸν ὑπουργὸ στὴν ἐκκλησία καὶ στὴν τράπεζα, ὅσο ρεμάλι καὶ νὰ εἶναι, εἶναι μνῆμα καὶ γιὰ τὸν μοναχὸ ποὺ τὸ λέει καὶ γι᾽ αὐτὸν ποὺ ὑποδέχεται.
Καημένε διευθυντὰ τοῦ Βήματος Ὀρθοδοξίας, μαντρωμένο σὲ ἔχουνε καὶ σὲ παντρεύουν κάθε μέρα μὲ ὅσες ἐσὺ δὲν ἐπιθυμεῖς οὔτε νὰ τὶς δῆς. Ἐλευθέρωσον σεαὐτὸν καὶ ὅλους ὅσοι σὲ διαβάζουν καὶ σὲ ἀκροάζονται.
Ὅσο ζῶ θὰ τραβῶ τὶς λαμαρίνες ἀπὸ τὸν φοῦρνο, νὰ μὴ καρβουνιάσουν τὰ πάντα. Κλείνω μὲ τὴν προσευχή: «Ἐπίβλεψον ἐπ᾽ ἐμὲ καὶ ἐλέησόν με».

Γρηγόριος ὁ Ἀρχιπελαγίτης