Τρίτη 3 Οκτωβρίου 2017

Η αντιμετώπισις από την Εκκλησία, όσων δέν αποτειχίζονται από την αίρεση!

   Δημοσιεύουμε δύο τοποθετήσεις, ἀναλύσεις ἀπὸ μελέτη τοῦ π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ, περὶ θεμάτων ποὺ προβληματίζουν καὶ ἔχουν φέρει σὲ ἀμηχανία πολλοὺς Ὀρθοδόξους πιστούς, ἐπειδὴ ἀκριβῶς πολλοὶ πνευματικοὶ Πατέρες τοὺς διδάσκουν ἐπιτακτικὰ ἀποκυήματα κακόδοξων κοντυλοφόρων, χωρὶς καμιὰ κατοχύρωση ἁγιοπατερική, πέρα ἀπὸ ἐκείνη τῆς δικῆς τους ἀρρωστημένης καὶ καταπιεστικῆς γεροντοκρατίας.

     Στὴν πρώτη, μὲ τίτλο «Ὁ ἅγιος Σωφρόνιος, Πατριάρχης Ἱεροσολύμων», καταδεικνύει ὁ π. Εὐθύμιος ὅτι εἶναι ὁλοφάνερο, πὼς ἡ ἀποτείχιση εἶναι ἡ διαχρονικὴ ἀντίδραση-πράξη τῆς Ἐκκλησίας σὲ καιρὸ αἱρέσεως καὶ δὲν στηρίζεται σὲ ἕνα ΜΟΝΟ Κανόνα, (ὅπως παραπληροφοροῦν οἱ ἀμπελοφιλοσοφοῦντες καὶ οἱ θεολογοῦντες ποὺ βολεύονται στὴν κοινωνία μὲ τοὺς Οἰκουμενιστές), ἀλλὰ στὴν διδασκαλία τῶν Ἁγίων.
    
     Στὴν δεύτερη, μὲ τίτλο «Ἡ Ἀποτείχισις στά χρόνια τῆς Εἰκονομαχίας», ὁ π. Εὐθύμιος παρουσιάζει στοιχεῖα, ποὺ ἀρνοῦνται νὰ δοῦν -καὶ νὰ παρουσιάσουν- οἱ κακόβουλοι ἀντι-Οἰκουμενιστὲς ἱερωμένοι καὶ λαϊκοὶ ἱστολόγοι! Καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ κάνουν τὸ ἀντίθετο. Παρασέρνουν τὸν κόσμο καὶ τὸν διδάσκουν νὰ μὴν ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὴν Παναίρεση, διότι τάχα, δὲν μολύνεται, ἀλλὰ καὶ διότι, τάχα, καμία τιμωρία οἱ Σύνοδοι δὲν ἐπέφεραν στοὺς μὴ ἀποτειχιζομένους!
     Ἔτσι, κατ' αὐτούς, εἴτε ἀποτειχισθεῖ κανείς (καὶ δὲν κοινωνεῖ μετὰ τῶν αἱρετικῶν Οἰκουμενιστῶν καὶ μεθ’ ὅσων κοινωνοῦν μαζί τους), εἴτε δὲν ἀποτειχισθεῖ (καὶ κοινωνεῖ μὲ τοὺς αἱρετικούς) τὸ ἴδιο –λένε– εἶναι! Μπορεῖ νὰ λαμβάνει τὰ μυστήρια ἐκ τῶν χειρῶν τῶν αἱρετικῶν (τὴ στιγμὴ ποὺ οἱ ἄλλοι τὰ στεροῦνται), ἐφ’ ὅσον οἱ αἱρετικοὶ καὶ οἱ αἱρετίζοντες ἔχουν μυστήρια! Τὸ μεγάλο θέμα τοῦ μολυσμοῦ, οὐδόλως τοὺς ἐνδιαφέρει. Ξεχνοῦν ὅτι καὶ ὁ Ἰούδας κοινώνησε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο, ἀλλὰ δὲν πῆρε Χάρη, ἀλλὰ κολασμό.
  Οἱ ἄνθρωποι, δηλαδή, ἀνοηταίνουν ἐπικίνδυνα καὶ κακοδοξοῦν, γιατὶ τούτη ἡ διδασκαλία τους εἶναι βγαλμένη ἀπὸ τὸ μυαλό τους καὶ σὲ καμιὰ περίπτωση δὲν τὴν διδάσκουν οἱ Ἅγιοι. Γιὰ τοῦτο καὶ δὲν παραπέμπουν στὴν διδασκαλία τῶν Ἁγίων (εἰδικὰ ἐκείνων ποὺ ἔζησαν σὲ καιροὺς αἱρέσεων καὶ διὰ τοῦτο διώχτηκαν), δὲν ἀναφέρουν ἁγιοπατερικὰ κείμενα, ποὺ νὰ παρουσιάζουν κατὰ γράμμα καὶ κατὰ πνεῦμα τὴν στάση τῶν πιστῶν κατὰ τῶν μὴ καταδικασθέντων αἱρετικῶν, ποὺ ἐφαρμόζουν τὶς θεῖες Ἐντολές, ἀλλὰ θέλουν νὰ μᾶς πείσουν νὰ ἀκολουθήσουμε τὴν δική τους λογικοκρατούμενη θεωρία ὡς ἐκκλησιαστικὴ ὁδό.
    Μᾶς διδάσκουν, λοιπόν, νὰ ἀκολουθοῦμε ὡς διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ΟΧΙ τὸν κανονικὸ δρόμο τῆς ἀπομάκρυνσης ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, ἀλλὰ κάποιες ἐξαιρέσεις καὶ κάποιες Οἰκονομίες ποὺ συναντᾶμε στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία.
    Ὑπ' ὄψιν ὅτι, ὅσα ἀναφέρονται στὸ δεύτερο μέρος (ἡ μὴ κοινωνία μὲ τοὺς αἱρετίζοντες Ἐπισκόπους, δηλαδὴ οἱ ἀποτειχίσεις τῶν πιστῶν), συνέβησαν πρὶν καταδικαστοῦν οἱ αἱρετίζοντες μέν, ἀλλὰ παρουσιαζόμενοι ὡς Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι, οἱ ὁποῖοι ἀκόμα καὶ μὲ Συνόδους (ποὺ ἐκ τῶν ὑστέρων καταδικάστηκαν ἀπὸ ἄλλες Ὀρθόδοξες Συνόδους) ἐπέβαλαν τὴν αἵρεση τῆς Εἰκονομαχίας, ὅπως σήμερα οἱ Βαρθολομαῖος-Ζηζιούλας καὶ λοιποὶ Οἰκουμενιστές, διὰ Συνόδου κατοχυρώνουν ἐπίσημα τὴν Παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
     Οἱ Ἅγιοι, ὅμως, δὲν ἔχουν τὸ ἴδιο πνεῦμα. Διδάσκουν τὴν ἐφαρμογὴ τῆς Ἀκριβείας καὶ φιλάνθρωπα ἐφαρμόζουν τὴν Οἰκονομία ΟΧΙ ὡς γενικὴ ἀρχή, ἀλλὰ σὲ ἐπιμέρους περιπτώσεις καὶ γιὰ μικρὸ χρονικὸ διάστημα, ἔτσι, ὥστε νὰ μὴ καθιερωθεῖ ἡ λύση τῆς Οἰκονομίας (ποὺ εἶναι πρόσκαιρη) ὡς Κανών, καὶ ἐκ τῆς συνηθείας καὶ τῆς εὐκολίας καὶ ἄνεσης ποὺ παρέχει, καταστεῖ Ἀκρίβεια.
Π.Σ.
     Στὴν συνέχεια τὰ δύο κείμενα τοῦ π. Εὐθυμίου:
Ὁ ἅγιος Σωφρόνιος, Πατριάρχης Ἱεροσολύμων
Σύμφωνος μέ τόν ὅσιο Μάξιμο τόν ὁμολογητή εἶναι και ὁ ἅγ. Σωφρόνιος Πατριάρχης Ἱεροσολύμων. Ὁ ἅγ. Σωφρόνιος ἔζησε τήν ἴδια ἐποχή μέ τόν ἅγιο Μάξιμο και ἀγωνίσθηκε γιά τήν ἴδια αἵρεσι τοῦ Μονοθελητισμοῦ. Θα κάνωμε λοιπόν καί σ’ αὐτόν τόν ἅγιο μία μικρή ἀναφορά, διά τόν λόγο ὅτι ἀναφέρει στή διδασκαλία του σχεδόν αὐτούσιο τό δεύτερο μέρος του ὑπό ἐξέτασιν ΙΕ΄ ἱεροῦ Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου.
  Ἀναφέρει λοιπόν ὁ ἅγιος στό κεφάλαιο τό λεγόμενο «Περί ἐξαγγελιῶν» τά ἑξῆς: «Τοῖς δίδουσι χρήματα προς τό διαφυγεῖν βασάνους, οὐκ ἔστιν ἔγκλημα· εἵλοντο γάρ χρήματα ζημιωθῆναι ἤ ψυχήν· καί λύτρον ἀνδρός ὁ ἴδιος πλοῦτος. Οὐδέ τοῖς τῇ φυγῇ τήν σωτηρίαν πορισαμένοις ἔστιν ἐγκαλεῖν, κἄν ἀντ’ αὐτῶν ἕτεροι κατασχέθησαν· ἠδύναντο γάρ κἀκεῖνοι φυγεῖν. Εἴ τις πρεσβύτερος ἤ διάκονος ὡς δῆθεν ἐπ’ ἐγκλήματι τοῦ οἰκείου κατεγνωκώς ἐπισκόπου πρό συνοδικῆς διαγνώσεως ἀποστῇ τῆς αὐτοῦ κοινωνίας, καί μή ἀναφέρῃ τό ὄνομα αὐτοῦ, καθαιρείσθω.
  Καί εἴ τις ἐπίσκοπος αὐτό τοῦτο τολμήσει κατά τοῦ ἰδίου μητροπολίτου, καθαιρείσθω. Ὡσαύτως καί εἴ τις ἐπίσκοπος ἤ μητροπολίτης κατά τοῦ πατριάρχου ταῦτα τολμήσει, τῆς ἱερωσύνης παυέτωσαν. Εἴ δε τινες ἀποσταῖέν τινος οὐ διά πρόφασιν ἐγκλήματος, ἀλλά δι’ αἵρεσιν ὑπό συνόδου ἤ ἁγίων Πατέρων κατεγνωσμένην τιμῆς καί ἀποδοχῆς ἄξιοι, ὡς οἱ ὀρθόδοξοι» (P.G. 87Γ, 3369D).
    Εἶναι ἀξιοθαύμαστο τό σημεῖο αὐτό τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγ. Σωφρονίου, διότι ταυτίζεται, κατά γράμμα θά λέγαμε, μέ τόν ὑπό ἐξέτασι ἱερό Κανόνα. Ἴσως δέν θά ἦταν ὑπερβολικό νά ποῦμε ὅτι, κατά τήν διατύπωσι τοῦ ἐν λόγῳ Κανόνος, οἱ Πατέρες τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου εἶχαν ὑπ’ ὄψιν τους τήν διδασκαλία αὐτή τοῦ ἁγίου, μέ τήν ὁποία βεβαίως ταυτίστηκαν πλήρως.
Ἡ Ἀποτείχισις στά χρόνια τῆς Εἰκονομαχίας
Πρώτη Περίοδος: Ἡ ἀντιμετώπισις ἀπό τήν Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο ὅσων δέν ἀποτειχίστηκαν καταδεικνύει τήν ὑπάρχουσα Παράδοσι.
   Στή συνέχεια ἐξετάζοντας τήν Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας εἰς τό θέμα αὐτό τῆς ἀποτειχίσεως, θά ἀναφερθοῦμε καί στήν περίοδο τῆς Εἰκονομαχίας, διά νά δείξωμε ὅτι και οἱ Πατέρες τῆς περιόδου
αὐτῆς ἦσαν σύμφωνοι μέ αὐτήν τήν Παράδοσι.
    Ἤδη ἐκάναμε μία μικρή ἀναφορά εἰς τήν παροῦσα μελέτη διά τήν πρώτη περίοδο τῆς Εἰκονομαχίας καί ἀναφέραμε τήν ἀποτείχισι πολλῶν ἁγίων καί τόν ἀγῶνα των κατά τῆς αἱρέσεως. Ἀναφέραμε τήν ἐξέγερσι τοῦ λαοῦ καί ἰδίᾳ τῶν γυναικῶν καί τήν ἐκδίωξι ἀπό τήν Ἐκκλησία τοῦ πρώτου εἰκονομάχου Πατριάρχου, ὀνόματι Ἀναστασίου. Ἀναφέραμε μεταξύ ἄλλων καί τό καύχημα τῶν ὁμολογητῶν, τον ὅσιο Στέφανο τόν νέο, ὁ ὁποῖος ὡς ἡγούμενος, ὄχι μόνο δέν ὑπέγραψε τά πρακτικά τῆς εἰκονομαχικῆς Συνόδου τῆς Ἱέρειας, ὅταν οἱ ἀπεσταλμένοι τοῦ τά ἔφεραν στή μονή, ἀλλά καί τούς ἐξεδίωξε ὡς αἱρετικούς, μή δεχθείς οὔτε τά προσφερόμενα ἀπό τόν αὐτοκράτορα πρός αὐτόν δῶρα καί τρόφιμα. Ἀνέφερε δέ ὅτι δέν ἦτο δυνατόν νά γευθῆ ἀπό αὐτά τά ὁποῖα τοῦ προσέφεραν οἱ αἱρετικοί.
     Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι ὅλος ὁ ἀγῶνας τῶν ὁμολογητῶν κατά τήν περίοδο τῆς Εἰκονομαχίας ἐγίνετο χωρίς κἄν ἡ αἵρεσις νά εἶναι κατεγνωσμένη, ἀλλά ἀπεναντίας ἐπικυρωμένη ἀπό τήν Σύνοδο τῆς Ἱερείας, στήν ὁποία συμμετεῖχαν 348 Ἐπίσκοποι. Ἡ ἀποτείχισις λοιπόν ὅλων τῶν ἁγίων τῆς α΄ περιόδου τῆς Εἰκονομαχίας ἔχει διά τίς ἡμέρες μας ἰδιαίτερη σημασία, ἦταν δέ ἀναμφιβόλως ἡ αἰτία τῆς συγκλήσεως τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἡ ὁποία προσωρινῶς ἀπεκατέστησε τήν ὀρθόδοξο πίστι.
    Εἰς τό σημεῖον αὐτό θά ἀναφερθοῦμε εἰς τήν ἰδίαν τήν Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο καί, συγκεκριμένα, εἰς τό πῶς ἀντιμετώπισαν οἱ θεοφόροι Πατέρες τούς μή ὁμολογήσαντας, ἀλλά ἀκολουθήσαντας δι’ οἱονδήποτε λόγο τήν αἵρεσιν τῆς Εἰκονομαχίας. Εἶναι πολύ σημαντικό αὐτό, διότι ὑπάρχει ἡ ἔνστασις ἀπό τούς δεχομένους τήν δυνητικήν ἑρμηνείαν τοῦ ΙΕ΄ ἱεροῦ Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, ὅτι δηλαδή οἱ μή ἀποτειχισθέντες ἀπό τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους ἤ Πατριάρχες οὐδέποτε ἐτιμωρήθησαν.
  Εἰς τήν πρώτην πρᾶξιν αὐτῆς τῆς Συνόδου καί μετά τίς προκαταρκτικές προσφωνήσεις, προσῆλθον εἰς την Σύνοδον τρεῖς Ἐπίσκοποι, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἀποδεχθῆ την Εἰκονομαχία καί ἐζήτουν συγγνώμη διά τήν ἀμέλεια και νωθρότητα εἰς τήν ὁμολογίαν τῆς ὀρθοδόξου πίστεως.
    Ἔφερον δέ μαζί των καί λιβέλλους ἐναντίον τῆς αἱρέσεως, τούς ὁποίους ἀνέγνωσαν εἰς τήν Σύνοδο, ὑπόσχοντο δέ ὅτι οὐδέποτε πλέον θά ἀρνηθοῦν τήν Ὀρθοδοξία ἤ θά συμπεριφερθοῦν παρομοίως πρός τούς αἱρετικούς. Τό κείμενο τῶν πρακτικῶν ἔχει ὡς ἑξῆς:
  «Τούτων οὕτω πραχθέντων, (τῶν προκαταρκτικῶν προσφωνήσεων) παρήχθη Βασίλειος ὁ ὁσιώτατος ἐπίσκοπος Ἀγκύρας, καί Θεόδωρος ὁ Μύρων, καί Θεοδόσιος ὁ τοῦ Ἀμμορίου καί στάντων αὐτῶν ἐν τῷ μέσῳ τῆς ἁγίας συνόδου, Βασίλειος ἐπίσκοπος Ἀγκύρας εἶπεν· ὅσον ἦν εἰς δύναμίν μου, δεσπόται, ἐξήτασα τήν ὑπόθεσιν, καί πᾶσαν πληροφορίαν δεξάμενος, προσῆλθον τῇ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ ἐγώ ὁ ἔσχατος ὑμῶν δοῦλος.
   »Ταράσιος ὁ ἁγιώτατος πατριάρχης εἶπεν · δόξα τῷ Θεῷ τῷ θέλοντι πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι, καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν.
   »Βασίλειος ἐπίσκοπος Ἀγκύρας ἀπό λιβέλλου ἀνέγνω οὕτως· θεσμοθεσία ἐστίν ἐκκλησιαστική κανονικῶς παραδεδομένη ἄνωθεν καί ἐξ ἀρχῆς ἔκ τε τῶν ἁγίων ἀποστόλων, καί τῶν αὐτῶν διαδόχων ἁγίων πατέρων ἡμῶν καί διδασκάλων· ἀλλά γε καί τῶν ἁγίων καί οἰκουμενικῶν ἕξ συνόδων, ὥστε τούς ἀπό αἱρέσεως οἱασδηποτοῦν ἐπιστρέφοντας προς τήν ὀρθόδοξον ὁμολογίαν καί παράδοσιν τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας, ἐγγράφως τήν οἰκείαν ἐξαρνεῖσθαι αἵρεσιν, και τήν ὀρθόδοξον ὁμολογεῖν πίστιν. ὅθεν καί ἐγώ Βασίλειος ἐπίσκοπος Ἀγκύρας τῆς πόλεως, προαιρούμενος ἑνωθῆναι τῇ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ, Ἀνδριανῷ τε τῷ ἁγιωτάτῳ πάπα τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης, καί Ταρασίῳ τῷ μακαριωτάτῳ πατριάρχῃ, τοῖς τε ἁγιωτάτοις ἀποστολικοῖς θρόνοις, λέγω δέ Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας, καί τῆς ἁγίας πόλεως, ἀλλά μήν καί πᾶσι τοῖς ὀρθοδόξοις ἀρχιερεῦσί τε καί ἱερεῦσι, ταύτην τήν παροῦσαν ἔγγραφόν μου ὁμολογίαν ποιοῦμαι, και προστάζω ὑμῖν τοῖς ἐξ ἀποστολικῆς αὐθεντίας λαβοῦσι την ἐξουσίαν. Ἐν ταυτῷ δέ καί συγγνώμην ἐξαιτοῦμαι παρά τῆς θεοσυλλέκτου ὑμῶν μακαριότητος ὑπέρ ταύτης μου τῆς βραδύτητος· δέον γάρ ἦν μή ὑστερηκέναι με πρός τήν τῆς ὀρθοδοξίας ὁμολογίαν· ἀλλά τῆς ἄκρας μου ἀμαθίας και νωθρείας καί ἠμελημένης διανοίας ἐστί τοῦτο. ὅθεν και μᾶλλον αἰτῶ τήν μακαριότητα ὑμῶν ἐξαιτῆσαι καί παρά Θεοῦ συγχώρησίν μοι παρασχεθῆναι» (Πρακτικά τῶν Ἁγίων καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων, Τόμος 3, 729).
    Ἐδῶ βλέπομε στήν ἀρχή τοῦ λιβέλλου, ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος αὐτός ζητᾶ «ἑνωθῆναι τῇ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ». Δηλαδή ὁμολογεῖ ἐνώπιον τῶν Πατέρων ὅτι, ὅσο καιρό εἶχε ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς εἰκονομάχους, θά λέγαμε σήμερα μέ τήν κρατοῦσα Ἐκκλησία, εὑρίσκετο ἐκτός Ἐκκλησίας. Καταγγέλλει ἐπίσης ὅτι δέν ἔπρεπε νά φανῆ ἐλλιπής εἰς τήν ὁμολογίαν τῆς Ὀρθοδοξίας «δέον γάρ ἦν μή ὑστερηκέναι με πρός τήν τῆς ὀρθοδοξίας ὁμολογίαν».
   Ἐν συνεχείᾳ εἰς τόν λίβελλον κάνει ὁμολογία πίστεως και καταδικάζει ὅλες τίς αἱρέσεις μέ λεπτομερῆ ἀναφορά εἰς τήν Εἰκονομαχία.
    Τελειώνοντας δέ ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ταῦτα μέν οὕτως ὁμολογῶ, καί τούτοις συγκατατίθεμαι, καί ἐξ ὅλης καρδίας καί ψυχῆς καί διανοίας ἀποφαίνομαι. ἐάν δέ, ὅπερ ἀπέστω, ἐκ διαβολικῆς προσβολῆς ἐν οἱῳδήποτε χρόνῳ ἑκουσίως ἤ ἀκουσίως διαστραφῶ ἐκ τῶν ὑπ’ ἐμοῦ τούτων προωμολογημένων, ἀνάθεμα ἔσομαι ἀπό τοῦ πατρός καί τοῦ υἱοῦ και τοῦ ἁγίου πνεύματος, καί τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας, και παντός ἱερατικοῦ τάγματος ἀλλότριος. Φυλάξω δέ κατά τούς θείους Κανόνας τῶν τε ἁγίων ἀποστόλων καί τῶν θεσπεσίων πατέρων ἡμῶν, ἑαυτόν ἀπό πάσης δοσοληψίας και αἰσχροκερδείας» (ὅπ. ἀν., 3, 230). Ἐδῶ βλέπομε τόν Ἐπίσκοπο νά ἀναθεματίζη ὁ ἴδιος τόν ἑαυτόν του, ἄν στό μέλλον καθ’ οἱονδήποτε τρόπο ἀρνηθῆ τήν Ὀρθοδοξία. Ἄρνησις, εἰς τό σημεῖον αὐτό, θεωρεῖται ἡ μή ἀποτείχισις ἀπό τους αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι κατεῖχον τήν ἐκκλησιαστική ἐξουσία.
   Ὅταν ἐν συνεχείᾳ ἀνέγνωσε τόν λίβελλο καί ὁ δεύτερος Ἐπίσκοπος, ὁ ἅγ. Εὐθύμιος Ἐπίσκοπος Σάρδεων εἶπε:
    «Εὐλογητός ὁ Θεός ὁ ἑνώσας αὐτόν τῇ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ» (ὅπ. ἀν., 3, 730). Δηλαδή διά τῆς αἱρέσεως ὁ Ἐπίσκοπος εἶχε ἐξέλθει τῆς Ἐκκλησίας, ἔστω καί ἄν ἦτο ἑνωμένος μέ Συνόδους καί Πατριάρχες καί μέ τήν μετάνοια καί ἐπιστροφή στήν ὀρθόδοξο πίστι ἑνώθηκε καί εἰσῆλθε στήν Ἐκκλησία.
   Ὅταν ἀνέγνωσε τόν λίβελλο ὁ τρίτος Ἐπίσκοπος, ἔγινε συζήτησις, ἄν θά τούς δεχθοῦν ἁπλῶς ὡς μετανοοῦντας ἤ θα ἔπρεπε νά τούς ἀποδώσουν καί τούς ἐπισκοπικούς θρόνους:
«Ταράσιος ὁ ἁγιώτατος πατριάρχης εἶπε. δοκεῖ ὑμῖν τους θρόνους αὐτῶν ἀπολαμβάνειν;
   »Οἱ εὐλαβέστατοι μοναχοί εἶπον· καθώς ἐδέξαντο αἱ ἅγιαι καί οἰκουμενικαί ἕξ σύνοδοι τούς ἐξ αἱρέσεως ἐπιστρέφοντας, καί ἡμεῖς δεχόμεθα.
   »Ἡ ἁγία σύνοδος εἶπεν· ἀρέσκει πᾶσιν ἡμῖν. καί ἐκελεύσθησαν ὅ,τε εὐλαβέστατος Βασίλειος ἐπίσκοπος Ἀγκύρας, καί Θεόδωρος ὁ εὐλαβέστατος ἐπίσκοπος τοῦ Ἀμμορίου, καθίσαι εἰς τούς βαθμούς καί εἰς τάς καθέδρας αὐτῶν» (ὅπ. ἀν., 3, 231).
   Βλέπομε λοιπόν φανερά ὅτι ἡ Σύνοδος ἀπεφάσισε νά μήν τούς τιμωρήση, ἀλλά νά τούς ἀποδώση και τους ἐπισκοπικούς θρόνους, ἐφ’ ὅσον μετενόησαν καί ὑπεσχέθησαν νά μήν ἀρνηθοῦν πάλι τήν ὀρθόδοξο πίστι. Ἡ παρατήρησις τῶν μοναχῶν καί ἡ ἀποδοχή τῆς Συνόδου ὅτι «καθώς ἐδέξαντο αἱ ἅγιαι καί οἰκουμενικαί ἕξ σύνοδοι τούς ἐξ αἱρέσεως ἐπιστρέφοντας καί ἡμεῖς δεχόμεθα», σημαίνει ὅτι τούς Ἐπισκόπους αὐτούς τούς ἀντιμετώπισαν ὡς αἱρετικούς, παρ΄ ὅτι αὐτοί οἱ Ἐπίσκοποι ὑπήκουον στον Πατριάρχη καί στήν πολυάνθρωπο Σύνοδο τῆς Ἱέρειας τῶν 348 Ἐπισκόπων πού ναί μέν σήμερα γνωρίζουμε ὅτι ἔχει καταδικασθῆ ὡς αἱρετική, τότε ὅμως, ἀποτελοῦσε τήν τελευταία ὀρθόδοξη Σύνοδο· καί προσέτι εἶχον και τήν στήριξι τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας, ἡ ὁποία ἀσκοῦσε τότε σημαντικωτάτη ἐπιρροή στά ἐκκλησιαστικά πράγματα και ἐνίοτε μάλιστα τά κατηύθυνε.
   Ἀπό ὅλα αὐτά γίνεται φανερό ὅτι μόνο ἡ ὁμολογία και ἡ ἀποτείχισις ἐν καιρῷ αἱρέσεως εἶναι ὁ ἀσφαλής δρόμος πρός σωτηρία καί παραμονή στήν Ἐκκλησία.
  Ἐν συνεχείᾳ στήν ἴδια πρώτη συνέλευσι τῆς Συνόδου προσήχθησαν ἄλλοι ἑπτά Ἐπίσκοποι, οἱ ὁποῖοι εἶχαν προσχωρήσει στήν εἰκονομαχική αἵρεσι. Καί αὐτοί ἐν μετανοίᾳ, διά τήν ἄρνησι τῆς πίστεως, ἐζήτουν νά ἐνταχθοῦν πάλι στήν Ἐκκλησία. Μέ αὐτούς ἀσχολήθηκε πολύ ἐκτενέστερα ἡ Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος, ἐγένοντο πάμπολλες συζητήσεις τῶν Πατέρων διά τό πῶς θά τούς ἀποδεχθοῦν καί ἀνεγνώσθησαν διάφορα κείμενα ἁγίων Πατέρων και Συνόδων. Σέ κάποια στιγμή τῆς συζητήσεως διελέχθησαν τά ἑξῆς:
    «Ταράσιος ὁ ἁγιώτατος πατριάρχης εἶπεν· ἀρτίως οὖν καί ἡμεῖς κατά τόν καιρόν τοῦτον τήν ἀναφυεῖσαν αἵρεσιν πῶς ὀφείλομεν δέξασθαι;
    »Ἰωάννης ὁ θεοφιλέστατος τοποτηρητής τοῦ ἀποστολικοῦ θρόνου τῆς ἀνατολῆς εἶπεν· ἡ αἵρεσις χωρίζει ἀπό τῆς ἐκκλησίας πάντα ἄνθρωπον.
    »Ἡ ἁγία σύνοδος εἶπε· τοῦτο εὔδηλόν ἐστιν» (ὅπ. ἀν., 3, 733).
Δηλαδή ἐφ’ ὅσον ὑπάρχει αἵρεσις, αὐτός πού τήν ἀποδέχεται καί ὑπάγεται εἰς αὐτήν, χωρίζεται ἀμέσως ἀπό την Ἐκκλησία. Αὐτό ὁμολόγησε ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος και ἀπό αὐτό πάλι καταδεικνύεται ὅτι ἐν καιρῷ αἱρέσεως ἡ ἀποτείχισις εἶναι ἡ μόνη ὁδός σωτηρίας.
     Τελικῶς καί αὐτούς τούς Ἐπισκόπους, ἐφ’ ὅσον ἀνέγνωσαν τούς λιβέλλους ἐναντίον τῆς αἱρέσεως, τούς ἀπεδέχθη ἡ Σύνοδος καί τούς ἀπέδωσε καί τούς ἐπισκοπικούς θρόνους των.
   Πρίν κλείσομε τήν ἀναφορά μας στή Ζ΄ Οἰκουμενική καί προκειμένου νά γίνη πλήρως κατανοητό τό γιατί δεν ἐτιμωροῦντο ὅσοι ἐν καιρῷ αἱρέσεως δέν ἀπετειχίζοντο ἀπό τούς αἱρετικούς Πατριάρχες καί Ἐπισκόπους, θά ἀναφέρωμε καί ἕνα τμῆμα εἰς τό ὁποῖο οἱ Πατέρες, προκειμένου νά βεβαιωθοῦν διά τό πῶς θά ἀντιμετωπίσουν τούς μετανοοῦντας καί ἐπιστρέφοντας ἐκ τῆς αἱρέσεως, ἀνέγνωσαν τμῆμα τῶν πρακτικῶν της Δ΄ ἐν Χαλκηδόνι Συνόδου, το ὁποῖον ἔχει ὡς ἑξῆς:
    «Ἡ ἁγία σύνοδος εἶπε· ἀναγνωσθήτω καί τά λοιπά τῶν κανονικῶν χρήσεων. Ἔτι Κωνσταντῖνος ὁ εὐλαβέστατος διάκονος καί νοτάριος τοῦ εὐαγοῦς πατριαρχείου ἀνέγνω ἐκ τῶν πεπραγμένων τῆς ἁγίας καί οἰκουμενικῆς τετάρτης συνόδου τῆς ἐν Χαλκηδόνι. “Οἱ ἀνατολικοί καί οἱ σύν αὐτοῖς εὐλαβέστατοι ἐπίσκοποι ἐξεβόησαν· πάντες ἡμάρτομεν, πάντες συγγνώμην αἰτοῦμεν. Καί αὖθις Θαλάσσιος, Εὐσέβιος καί Εὐστάθιος οἱ εὐλαβέστατοι ἐπίσκοποι εἶπον· πάντες ἡμάρτομεν, πάντες συγγνώμην αἰτοῦμεν. καί μεθ’ ἕτερα. Καί ἀναστάς ὁ εὐλαβέστατος ἐπίσκοπος Γουβενάλιος ἅμα αὐτοῖς μετῆλθον εἰς τό ἄλλο μέρος· καί ἀνεβόησαν οἱ ἀνατολικοί καί οἱ σύν αὐτοῖς εὐλαβέστατοι ἐπίσκοποι· ὁ Θεός καλῶς ἤνεγκέ σε ὀρθόδοξε, καλῶς ἦλθες. καί μεθ’ ἕτερα πλεῖστα. Οἱ Ἰλλυρικιανοί εὐλαβέστατοι ἐπίσκοποι εἶπον· πάντες ἐσφάλημεν, πάντες συγγνώμην αἰτοῦμεν”» (ὅπ. ἀν., 3, 736).
    Αὐτός λοιπόν εἶναι ὁ λόγος διά τόν ὁποῖο οἱ Πατέρες ἐν τῇ εὐσπλαγχνίᾳ των καί ἐφ’ ὅσον ἐμετανόουν διά την ἔλλειψιν τῆς ὁμολογίας τῆς πίστεως καί τόν συμβιβασμό, δέν ἐτιμωροῦσαν ὅσους δέν ἀπετειχίζοντο ἐν καιρῷ αἱρέσεως, ἀπό τούς αἱρετικούς Πατριάρχες καί Ἐπισκόπους.
   Τό γεγονός ὅτι καί οἱ ἴδιοι οἱ προσερχόμενοι αἱρετικοί ἀντιμετώπιζον τούς ἑαυτούς των ὡς παραβάτας ἐν καιρῷ αἱρέσεως, δεικνύει ὅτι ἡ ἀποτείχισις ἦτο Παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας. Τό πῶς, τώρα, δύναται νά χρησιμοποιηθῆ ὡς ἐπιχείρημα ὑπέρ τῆς δυνητικῆς ἑρμηνείας τοῦ ΙΕ΄ ἱεροῦ Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, το ὅτι δηλαδή οἱ μή ἀποτειχισθέντες ἐν καιρῷ αἱρέσεως δέν ἐτιμωρήθησαν, αὐτό μόνο σέ ἡμέρες ἀλλοιώσεως τοῦ ὀρθοδόξου φρονήματος (ὅπως συμβαίνει στίς ἡμέρες μας) δύναται νά γίνη.