Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου 2018

Ο Μέγας Βασίλειος για το θέμα των ευσεβών ιερέων και επισκόπων Τοῦ Ἀδαμάντιου Τσακίρογλου

Ο Μέγας Βασίλειος για το θέμα των ευσεβών ιερέων και επισκόπων


Τοῦ Ἀδαμάντιου Τσακίρογλου

         πειδὴ τὸν τελευταῖο καιρὸ τονίζεται ἀπὸ ἐκκλησιαστικοὺς κύκλους τοῦ περιβάλλοντος τῆς Συνάξεως τῆς Γατζέας ἡ πρωτόγνωρη γιὰ τὴν Ἐκκλησία σὲ καιρὸ αἱρέσεως διδασκαλία, ὅτι οἱ πιστοὶ μποροῦν νὰ λειτουργοῦνται σὲ «εὐσεβεῖς» ἱερεῖς παρόλο ποὺ αὐτοὶ μνημονεύουν αἱρετικοὺς Ἐπισκόπους ἢ Ἐπισκόπους ποὺ ἀρκοῦνται μόνο σὲ λόγια ἀλλὰ ὄχι στὴν πρακτικὴ ἐφαρμογὴ τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὸν τρόπο ἀντιμετώπισης τῶν αἱρέσεων, καλὸ εἶναι νὰ θυμηθοῦμε γιὰ μία ἀκόμα φορά, τί λέει περὶ αὐτοῦ τοῦ θέματος ἕνας ἀπὸ τοὺς πραγματικοὺς στύλους τῆς Ὀρθοδοξίας ὁ Μ. Βασίλειος. Δηλαδὴ νὰ ἀκούσουμε ἀπὸ τὸν Ἅγιο ποιός εἶναι πραγματικὰ εὐσεβὴς ποιμένας, ὥστε νὰ τὸν ἀκολουθήσουμε κι ἐμεῖς ὡς πρόβατα.

Ὁ Μ. Βασίλειος τονίζει σαφέστατα, ὅτι εὐσεβὴς εἶναι ὁ ἱερέας καὶ ὁ Ἐπίσκοπος ἐκεῖνος ποὺ τηρεῖ τὴν Ἀποστολικὴ διδασκαλία καὶ διαφυλάττει τὴν Ἀποστολικὴ πίστη. Τὸ ἕνα χωρὶς τὸ ἄλλο δὲν μπορεῖ νὰ συνυπάρξει, μιᾶς καὶ εἶναι ἀλληλένδετα. Ὁ ἀληθινὸς καὶ εὐσεβὴς Ἐπίσκοπος καὶ ἀκολούθως καὶ ὁ ἀληθινὸς καὶ εὐσεβὴς ἱερέας εἶναι κατὰ τὸν Ἅγιο: «Ἐκκλησιῶν κόσμος, στῦλος καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας, στερέωμα τῆς εἰς Χριστὸν πίστεως, οἰκείοις ἀσφάλεια, δυσμαχώτατος τοῖς ὑπεναντίοις, φύλαξ πατρῴων θεσμῶν, νεωτεροποιΐας ἐχθρός, ἐν ἑαυτῷ δεικνὺς τὸ παλαιὸν τῆς Ἐκκλησίας σχῆμα, οἷον ἀπό τινος ἱεροπρεποῦς εἰκόνος, τῆς ἀρχαίας καταστάσεως, τὸ εἶδος τῆς ὑπ՚ αὐτὸν Ἐκκλησίας διαμορφῶν» (Ἐπιστολὴ τῇ Ἐκκλησίᾳ Νεοκαισαρείας 1, PG 32, 305).
Δὲν ὑπάρχει δηλαδὴ γιὰ τὸν Ἅγιο –ἐν ἀντιθέσει μὲ τὴν διδασκαλία τῆς συνάξεως τῆς Γατζέας– ἀληθινὴ εὐσέβεια ἱεράρχη, ἂν αὐτὸς δὲν ὁμολογεῖ ἀνεξαρτήτου κόστους δὲν ἀποτελεῖ «στῦλο καί ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας», ἂν αὐτὸς δὲν μάχεται τοὺς ἐχθροὺς τῆς πίστεως καὶ κάθε νεωτερισμό καὶ δὲν φυλάττει τοὺς πατρώους θεσμούς «οὐδένα οἴδαμεν λόγον ἐχθρὸν τῆς ὑγιαινούσης διδασκαλίας ταῖς καρδίαις παραδεξάμενοι οὐδὲ μολυνθέντες ποτὲ τὰς ψυχὰς τῇ δυσωνύμῳ τῶν Ἀρειανῶν βλασφημίᾳ» (Ἐπιστολὴ τοῖς Νεοκαισαρεῦσιν, PG 32).
Λέει ὁ Ἅγιος: «Πρόσεχε σεαυτὸν, ὦ ἱερεῦ, καὶ βλέπε τὴν διακονίαν, ἣν παρέλαβες, ἵνα ἀναπληρώσῃς αὐτὴν μετὰ φόβου Θεοῦ. Βλέπε λοιπόν· οὐ γὰρ ἐπίγειον διακονίαν ἐνεχειρίσθης ἀλλὰ οὐράνιον, οὐκ ἀνθρωπίνην ἀλλ' ἀγγελικήν· σπούδασον σεαυτὸν παραστῆσαι ἐργάτην ἀνεπαίσχυντον, ὀρθοτομοῦντα τὸν λόγον τῆς ἀληθείας... Ὅρα οὖν πῶς παρίστασαι τῇ ἁγίᾳ τραπέζῃ, καὶ πῶς ἱερουργεῖς, καὶ τίνος μεταδίδως, καὶ πῶς καταστέλλεις· ὅρα οὖν, μὴ ἐπιλάθῃ τὰς δεσποτικὰς ἐντολὰς καὶ τῶν ἁγίων αὐτοῦ μαθητῶν τὰς παραδόσεις·...Ὅρα οὖν, ὡς οἱ θεῖοι κανόνες καὶ αἱ σύνοδοι τῶν ἁγίων Πατέρων ἐπεκύρωσαν·... Ὅρα οὖν μὴ μυῖαι ἐμπέσωσι εἰς τὸ ἅγιον ποτήριον, ἢ ἐξ ἀμελείας σου νοτισθῇ, ἢ μοχλιάσῃ, ἢ κονοπισθῇ, ἢ ἐγχειρισθῇ ὑπὸ αἱρετικῶν» (Λόγος περὶ καταστάσεως ἱερέων, PG 31).
Ὁ Μέγας Βασίλειος ἀναφέρει μὲ θλίψη καὶ ἀπογοήτευση σὲ ὅλες του τὶς ἐπιστολὲς τοὺς ἐπισκόπους ἀλλὰ καὶ τοὺς ἱερεῖς αὐτοὺς ποὺ ἀδιαφοροῦν ἢ εἰσχωροῦν σὲ αἱρέσεις, ὡς αποστάτες τῆς Ἐκκλησίας, καθὼς καὶ ὡς διασπαστὲς τῆς ἑνότητας τῆς πίστεως καὶ ὡς ἐκ τούτου τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας: «Πάνυ με λυπεῖ ὅτι ἐπιλελοίπασι λοιπὸν οἱ τῶν Πατέρων κανόνες καὶ πᾶσα ἀκρίβεια τῶν Ἐκκλησιῶν ἀπελήλαται, καὶ φοβοῦμαι μή, κατὰ μικρὸν τῆς ἀδιαφορίας ταύτης ὁδῷ προϊούσης, εἰς παντελῆ σύγχυσιν ἔλθῃ τὰ τῆς Ἐκκλησίας πράγματα» (Ἐπιστολὴ Χωρεπισκόποις, PG 32, 401). Γι’ αὐτὸ καὶ συνιστᾶ τὸν καθαρισμὸ τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τοὺς ἀποδεδειγμένα ἀνάξιους ἐπισκόπους καὶ ἱερεῖς: «ἐπικαθαρίσατε τήν Ἐκκλησίαν, τοὺς ἀναξίους αὐτῆς ἀπελάσαντες· καὶ τοῦ λοιποῦ ἐξετάζετε τούς ἀξίους καὶ παραδέχεσθε» (Ἐπιστολὴ Χωρεπισκόποις, PG 32, 401). Σήμερα ποὺ ἔχουμε ἀποδεδειγμένα καὶ ἐμφανέστατα οἰκουμενιστὲς παναιρετικοὺς Ἐπισκόπους καὶ ἱερεῖς εἶναι δυνατὸν κάποιος νὰ εἶναι εὐσεβὴς καὶ παρόλα αὐτὰ νὰ τοὺς μνημονεύει ἢ νὰ ἔχει ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μαζί τους;
Συνειδητὸς λοιπὸν καὶ ἀκολούθως εὐσεβὴς ἱερέας εἶναι αὐτὸς ποὺ ἀπελαύνει τοὺς ἀνάξιους και αἱρετικοὺς ψευδοποιμένες ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀκολουθεῖ δηλ. ἔχει ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μόνο μὲ τοὺς ἄξιους καὶ ἀληθινοὺς ποιμένες. Εὐσεβὴς ἐπίσκοπος καὶ ἀκολούθως ἱερέας εἶναι αὐτὸς ποὺ δὲν σέβεται μόνο τὸν τόπο ποὺ βρίσκεται δηλ. τὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ καὶ ὁ ἴδιος ἀποτελεῖ πηγὴ σεβασμοῦ τηρώντας μὲ ἀκρίβεια ἀκόμα καὶ τὰ φαινομενικὰ μικρὰ καθήκοντά του: «Ἔστω ἐπίσκοπος μή ἐκ τοῦ τόπου σεμνυνόμενος, ἀλλά τον τόπον σεμνύνων ἀφ՚ ἑαυτοῦ· ὄντως γάρ μεγάλου ἐστίν οὐ τοῖς μεγάλοις μόνον ἀρκεῖν, ἀλλά καί τά μικρά μεγάλα ποιεῖν τῇ ἑαυτοῦ δυνάμει» (Ἐπιστολὴ Εὐσεβίῳ ἐπισκόπῳ Σαμοσάτων 2, PG 32, 497). Εὐσεβὴς ποιμένας εἶναι ὁ ποιμένας –καὶ ἀκολουθώντας τὸ παράδειγμά του εὐσεβὲς ποίμνιο– ποὺ ὑποτάσσεται καὶ τηρεῖ μὲ ἀκρίβεια τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ: «η υποταγή του κλήρου και του λαού στις εντολές του Θεού, έχει ως ζητούμενο την ακριβή τήρηση των ιερών κανόνων με σκοπό την εκκλησιαστική ευταξία, η οποία είχε κλονισθεί (σσ. καὶ κλονίζεται) με την εμφάνιση των αιρέσεων» (Κ. Καλλινίκου, «Ὁ Μέγας Βασίλειος ὡς Ἐκκλησιαστικὸς πολιτικός, ἀπὸ τῆς ἀναρρήσεως αὐτοῦ εἰς τὸν ἐπισκοπικὸν θρόνον Καισαρείας Καππαδοκίας», Ἀνάτυπο ἀπὸ τὴν Ἐπετηρίδα Ἐκκλησία καί Θεολογία, τ. 4, Ἀθῆναι (1985), σ. 151).
Γιὰ τὸν Ἅγιο δὲν ὑπάρχει εὐσέβεια ἐκεῖ ποὺ γίνονται ἀνεκτὲς οἱ αἱρετικὲς διδασκαλίες, ἐκεῖ ποὺ διὰ τῆς μνημονεύσεως, ἀντὶ νὰ ὑπερασπίζεται, θυσιάζεται ἡ Ἀλήθεια γιὰ λόγους ἀσφαλείας ἢ ἐκκλησιαστικῆς διπλωματίας: «Οὐ μήν πρό γε τῆς ἀληθείας τιμητέα ἡμῖν ἡ ἀσφάλεια» (Περί Ἁγίου Πνεύματος 21, 52, PG 32, 164) καί: «Οὐκ οἶδα ἐπίσκοπον, μηδέ ἀριθμήσαιμι ἐν ἱερεῦσι Χριστοῦ τόν παρά τῶν βεβήλων χειρῶν ἐπί καταλύσει τῆς πίστεως εἰς προστασίαν προβεβλημένον» (Ἐπιστολὴ Νικοπολίταις πρεσβυτέροις 3, PG 32, 897).
Δὲν εἶναι ἄξιος καὶ εὐσεβὴς ὁ ἐπίσκοπος καὶ ὁ ἱερέας, ὁ ὁποῖος δὲν ὁμολογεῖ ἔχοντας χαμηλὸ ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα καὶ ἀνέχεται νὰ καταπατοῦνται οἱ παρακαταθῆκες τῶν Πατέρων: «οἱονεί χάρακας ἡμῖν παρακατέπηξε, θέμενος ἐν τῆ Ἐκκλησία πρῶτον ἀποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους· καί τοῖς τῶν παλαιῶν καί μακαρίων ἀνδρῶν ὑποδείγμασιν εἰς ὕψος ἡμῶν ἀνάγων τά φρονήματα, οὐκ ἀφῆκεν ἐρριμμένα χαμαί καί τοῦ πατεῖσθαι ἄξια» (Εἰς Ἑξαήμερον ὁμιλ. 5, 6, PG 29, 108). Δὲν εἶναι εὐσεβὴς αὐτὸς ποὺ ἀφήνει τὸν ἑαυτό του καὶ τὸ ποίμνιό του νὰ ὁδηγοῦνται ἀπὸ αἱρετικούς: «μή ἄγεσθαι ὑπό τῆς πιθανότητος τῶν ἑτεροδόξων. Μανία γάρ σαφής ἐξεστηκόσιν ἀκολουθεῖν. Γνώρισον αὐτούς ὅτι ἐξέστησαν. Ἔξω εἰσί τῆς ὁδοῦ τῆς πρός Θεόν ἀγούσης. Μή χρήσῃ αὐτοῖς ὁδηγοῖς, μή ποτε ἀχθῇς ὑπ՚ αὐτῶν εἰς κρημνόν καί βάραθρον. Τυφλός γάρ ἐάν τυφλόν ὁδηγῇ, ἀμφότεροι εἰς βόθυνον πεσοῦνται» (Εἰς Ἠσαΐαν 16, 304, PG 30, 649).
Δὲν εἶναι ἄξιος καὶ εὐσεβὴς ὁ ἐπίσκοπος καὶ ὁ ἱερέας, ὁ ὁποῖος λειτουργεῖ ἐνάντια στὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου, παραπληροφορώντας τὸ ποίμνιο καὶ διαταράσσοντας τὴν ἄμυνα καὶ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας: «ἑκάστου τῆς μέν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ διδασκαλίας ἀφισταμένου, λογισμούς δέ τινας καί ὅρους ἰδίους ἐκδικοῦντος ἐξ αὐθεντίας, καί μᾶλλον ἄρχειν ἀπ՚ ἐναντίας τοῦ Κυρίου ἢ ἄρχεσθαι ὑπό τοῦ Κυρίου βουλομένου…Καί τό φρικωδέστατον, αὐτούς τούς προεστῶτας αὐτῆς (σσ. τῆς Ἐκκλησίας) ἐν τοσαύτῃ μέν τῇ πρός ἀλλήλους διαφορᾷ γνώμης τε καί δόξης καθεστῶτας, τοσαύτῃ δέ τῇ πρός τάς ἐντολάς τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐναντιότητι χρωμένους, καί διασπῶντας μέν ἀνηλεῶς τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ, ἐκταράσσοντας δέ ἀφειδῶς τὸ ποίμνιον αὐτοῦ» (Περί κρίματος Θεοῦ 1-2, PG 31, 653-656).
Δὲν εἶναι ἄξιος καὶ εὐσεβὴς ὁ ἐπίσκοπος καὶ ὁ ἱερέας, ὁ ὁποῖος ἀδιαφορεῖ γιὰ τὴν βλάβη ποὺ προκαλεῖ ἡ αἵρεση καὶ δὲν ὑποφέρει διωκώμενος γιὰ τὴν πίστη του, γινόμενος ὁ ἴδιος καὶ τὸ ποίμνιο του μέρος τῆς ζύμης τῶν αἱρετικῶν: «Εἰ δὲ ἐπὶ τῶν ἐν τοῖς ἠθικοῖς σφαλλομένων τοσαύτη ἐστὶν ἡ βλάβη, τί χρὴ λέγειν περὶ τῶν περὶ Θεοῦ κακοδοξούντων, οὓς ἡ κακοδοξία οὐδὲ ἐν τοῖς ἄλλοις ὑγιαίνειν ἐᾷ, παραδιδομένους ἅπαξ δι' αὐτὴν τοῖς τῆς ἀτιμίας πάθεσιν (Μ. Βασιλείου, Ὅροι κατ’ Ἐπιτομήν, Ἐρώτησις κʹ), «Τρισκαιδέκατον γάρ ἔτος ἐστίν, ἀφ՚ οὗ ὁ αἱρετικός ἡμῖν πόλεμος ἐπανέστη, καθ՚ ὃν οἱ ἀνατολικοί Ὀρθόδοξοι τά πάνδεινα πάσχουσι διά τό τῆς πονηρᾶς ζύμης Ἀρειου γενέσθαι μή καταδέχεσθαι» (Ἐπιστολή τοῖς Δυτικοῖς 2, PG 32, 901).
Αὐτοὶ οἱ φαινομενικὰ εὐσεβεῖς ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα ἀσεβεῖς ἐπίσκοποι καὶ ἱερεῖς εἶναι γιὰ τὸν Ἅγιο ἐπικίνδυνοι, ἐπειδὴ ἀκριβῶς εἶναι δύσκολο νὰ γίνουν ἀντιληπτοί: «Οἱ δὲ τὴν δορὰν τοῦ προβάτου περιβεβλημένοι καὶ τὴν ἐπιφάνειαν ἥμερον προβαλλόμενοι καὶ πραεῖαν, ἔνδοθεν δὲ σπαράσσοντες ἀφειδῶς τὰ Χριστοῦ ποίμνια καὶ διὰ τὸ ἐξ ἡμῶν ὡρμῆσθαι εὐκόλως ἐμβάλλοντες βλάβην τοῖς ἁπλουστέροις, οὗτοί εἰσιν οἱ χαλεποὶ καὶ δυσφύλακτοι» (Ἐπιστολή τοῖς Δυτικοῖς 2, PG 32, 901). Γι’ αὐτὸ μᾶς συμβουλεύει ὁ Ἅγιος: «Οἵτινες τὴν ὑγιᾶ ὀρθόδοξον πίστιν προσποιούμενοι ὁμολογεῖν, κοινωνοῦσι δὲ τοῖς ἑτερόφροσι, τοὺς τοιούτους, εἰ μετὰ παραγγελίαν μὴ ἀποστῶσιν, μὴ μόνον ἀκοινωνήτους  ἔχειν, ἀλλὰ μηδὲ ἀδελφοὺς ὀνομάζειν» (Λόγια τοῦ Μέγα Βασιλείου ἀπὸ Ἁγ. Μάρκου Ἐφέσου, Ὁμολογία, CFDS, Ser. A. τόμ. Χ, fasc. II, σελ. 133).
Γιὰ τὸ πόσο κακό κάνουν οἱ ἐκκλησιαστικοὶ διδάσκαλοι τύπου Γατζέας καὶ τὰ φερέφωνά τους, ποὺ μιλοῦν περὶ μίας εὐσέβειας ἀντίθετης μὲ τὴν διδασκαλία τῶν Ἁγίων καὶ ποιό θὰ εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα ἂν ἐπικρατήσει μία τέτοια εἴδους εὐσέβεια, τὸ περιγράφει παραστατικότατα ὁ Μ. Βασίλειος ἀπὸ τὴν ἐποχή του: «Γίνεται ἄρνησις (τῆς Θεότητος) τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἀπομακρύνεται (σ.σ. διώκεται) ὅποιος δύναται νὰ ἀποδείξῃ ψευδῆ τὴν ἄρνησιν… Ἀλλὰ ”ποιός θὰ δώσῃ εἰς τὰ βλέφαρά μου πηγὴν δακρύων, διὰ νὰ κλαύσω” ἐπὶ πολλὰς ἡμέρας τὸν λαόν, ὁ ὁποῖος μαζὶ μὲ αὐτὰς τὰς πονηρὰς διδασκαλίας σπρώχνεται εἰς τὴν καταστροφήν; Παρασύρονται (καὶ τείνονται εὐήκοα) τὰ ὦτα τῶν ἁπλουστέρων. Ἤδη πλέον ἔχει ἐξοικειωθεῖ (ὁ λαός) μὲ τὴν αἱρετικὴν δυσσέβειαν. Τὰ μικρὰ παιδιὰ τῆς Ἐκκλησίας (ἀπὸ νήπια) ἐκπαιδεύονται (καὶ μεγαλώνουν) μὲ τὰ ἀσεβῆ λόγια (τῆς αἱρέσεως). Ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς τελοῦνται οἱ βαπτίσεις, οἱ κηδεῖες τῶν νεκρῶν, οἱ ἐπισκέψεις τῶν ἀσθενῶν, ἡ παρηγορία τῶν θλιβομένων, ἡ βοήθεια τῶν ταλαιπωρουμένων... Καθὼς ὅλα αὐτὰ τελοῦνται ἀπ’ αὐτούς, γίνονται μέσο συνδέσεως τῶν λαῶν μὲ τοὺς αἱρετικούς, ὥστε νὰ ἔχουν ὅλοι τὸ ἴδιο φρόνημα. Συνεπῶς ἔπειτα ἀπὸ λίγο καιρό –καὶ ἂν ἀκόμα ἐπικρατήσῃ κάποια ἐλευθερία– δὲν θὰ ὑπάρχῃ πλέον ἐλπίδα νὰ ἐπιστρέψουν στὴν ἐπίγνωσι τῆς ἀληθείας, ὅσοι ἔχουν κυριευθῆ ἀπὸ τὴν πολυχρόνια αὐτὴ ἀπάτη» (Πρὸς Ἰταλοὺς καὶ Γάλλους Ἐπισκόπους περὶ τῆς καταστάσεως καὶ συγχύσεως τῶν Ἐκκλησιῶν, ἐπιστ. 243 μετάφραση).

Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου