Τετάρτη 4 Απριλίου 2018

Η καλλιέργεια του δάσους. (Αρχιμ. Γρηγόριος Δοχειαρίτης)

Εἶναι καὶ τὸ δάσος κῆπος, ποὺ χρειάζεται πολλὴ μέριμνα γιὰ νὰ μεγαλώσουν τὰ ἄγρια δένδρα καὶ νὰ γίνουν εὔχρηστα στὶς ἀνάγκες τοῦ ἀνθρώπου

Διαβάζουμε στὰ τυπικὰ τῶν Μονῶν ὅτι τὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα δὲν χτυπᾶμε «τὰς βαρέας», δηλαδὴ τὶς καμπάνες, λόγῳ τοῦ πενθίμου χαρακτῆρος τῶν ἡμερῶν, ἀλλὰ μόνον τὸ σήμαντρο καὶ τὸ ξύλο. Ἔτσι κι ἐμεῖς, διερχόμενοι τὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα, ἂς ἀφήσουμε «τὰς βαρέας» καὶ ἂς χτυπήσουμε τὸ γλυκόηχο σήμαντρο καὶ ξύλο.
Ὁ Θεὸς ἔδωσε ἐντολὴ στὸν Ἀδὰμ νὰ φροντίζη καὶ νὰ καλλιεργῆ τὴν γῆ. Δὲν τοῦ ἔκανε διαχωρισμὸ μεταξὺ κάμπου καὶ βουνοῦ, μεταξὺ κήπου καὶ μπαϊριοῦ. Τοῦ εἶπε κατηγορηματικῶς νὰ φροντίζη καὶ νὰ καλλιεργῆ ὅλη τὴν γῆ. Ἀπὸ τότε, ὁ ἄνθρωπος ὁ φίλεργος δὲν ἀφήνει κανένα κομμάτι τῆς γῆς ἀφρόντιστο καὶ ἀκαλλιέργητο. Εἶναι καὶ τὸ δάσος κῆπος, ποὺ χρειάζεται πολλὴ μέριμνα γιὰ νὰ μεγαλώσουν τὰ ἄγρια δένδρα καὶ νὰ γίνουν εὔχρηστα στὶς ἀνάγκες τοῦ ἀνθρώπου. Ἐπειδὴ εἶναι ἄγρια, δὲν σημαίνει ὅτι τὰ ἀφήνουμε στὴν τύχη τους. Τὰ προσέχουμε νὰ πάρουν ἴσια πορεία πρὸς τὸν οὐρανό. Τὰ ἀραιώνουμε, τὰ καθαρίζουμε, τὰ κλαδεύουμε, γιὰ νὰ μᾶς ἀποδώσουν ἀργότερα ξυλεία χρήσιμη γιὰ τὶς ξυλοκατασκευὲς τοῦ τόπου τῆς διαμονῆς μας καὶ τὶς τόσες ἄλλες ἀνάγκες μας.

Οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἐργάζονται στὰ δάση εἶναι κυρίως οἱ ξυλοκόποι. Ἄνθρωποι ἔμπειροι, ποὺ συνήθως ἐκ παραδόσεως γνωρίζουν αὐτὴν τὴν δουλειά. Ὅσο καὶ νὰ μιλᾶμε γιὰ δασολογία, τὴν ἐμπειρία ποὺ κουβαλοῦσαν οἱ παλιοὶ γιὰ τὴν καλλιέργεια τῶν δασῶν, οὔτε τὸ πανεπιστήμιο δὲν τὴν διέθετε. Ἦταν ἄνθρωποι καταπονημένοι, στερημένοι καὶ πολλὲς φορὲς γιὰ πολὺ καιρὸ ἀπομονωμένοι ἀπὸ τὶς οἰκογένειές τους. Μόνοι τους φροντίζανε καὶ τὸ λιτὸ φαγητό τους καὶ τὸ πλύσιμο τῶν φορεμάτων τους. Στὴν ὄψη φαίνονταν ἀγροῖκοι, ἀλλ᾽ εἶχαν καὶ λεπτὲς χορδὲς στὴν καρδιά τους· νὰ φροντίσουν τὸ δεντράκι, νὰ τὸ προστατεύσουν, γιὰ νὰ πάρη τὰ πάνω του.
Δὲν ἔλειπαν ἀπὸ τὸ δάσος καὶ οἱ καρβουνιάρηδες. Αὐτοὶ ποὺ ἔκαναν τὰ ξυλοκάμινα καὶ ἔβγαζαν τὸ κάρβουνο γιὰ τὶς ἀνάγκες τῶν ἀνθρώπων. 
   Οἱ πιὸ καταπονημένοι ὅμως ἦταν οἱ πελεκάνοι, ποὺ δούλευαν ἀνάμεσα στὰ πόδια τους τὸ τσεκούρι. Δὲν ἔβαζαν πριόνι οὔτε ἁλυσοπρίονο –αὐτὰ κόβουν τὰ νεῦρα τοῦ ξύλου καὶ χάνει τὶς ἀντοχές του– ἀλλὰ δούλευαν τὸν κορμὸ τοῦ δένδρου μόνον μὲ τὸν πέλεκυ.
Αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους, ὁσάκις τοὺς περιεργάστηκα τὴν ὥρα τῆς δουλειᾶς τους, τοὺς θαύμασα γιὰ τὴν ἀντοχή τους καὶ τὴν προσεκτικὴ ἐργασία τους στοὺς κορμοὺς τῶν δένδρων. Καὶ ἀναρωτήθηκα καθ᾽ ἑαυτόν: «Ὁ ποιμένας, ὁ ἐπίσκοπος, ὁ Γέροντας τοῦ κάθε μοναστηριοῦ, δὲν εἶναι ἕνας πελεκάνος, ὄχι βέβαια στὸν κορμὸ τοῦ δένδρου, ἀλλὰ στὸν κορμὸ τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης; Ἂν ὁ πελεκάνος τοῦ ξύλου μοχθῆ καὶ προσέχη, πόσῳ μᾶλλον ὁ ἐπίσκοπος καὶ ὁ ἡγούμενος;».
Ὁ νεοφερμένος μοναχὸς εἶναι σὰν τὸ ροζιασμένο ξύλο καὶ πρέπει ὁ ἡγούμενος νὰ δοθῆ ὅλος καρδίᾳ καὶ ψυχῇ, νὰ κόψη τοὺς ρόζους καὶ τὰ ἄχρηστα κλαριὰ ἀπὸ τὸν κορμὸ τοῦ πεσόντος ἀνθρώπου. Ἡ καταροζιασμένη μὲ ἕλκη ἀνθρώπινη φύση θέλει πολλὴ φροντίδα καὶ μέριμνα, ἀλλιῶς θὰ μείνη –ὅπως λέγει ὁ λαός– ξύλο ἀπελέκητο, ποὺ σὲ λίγα χρόνια μὲ τὶς φλοῦδες του, μὲ τοὺς ρόζους του θὰ τὸ φάη τὸ σαράκι.
Πελεκάνος ὁ Γέροντας, πελεκάνος ὁ ἐπίσκοπος, ἀλλὰ καὶ καλλιεργητὴς τοῦ δάσους, ὅποιο καὶ νὰ εἶναι αὐτὸ ποὺ βρέθηκε μπροστά του. Πρέπει νὰ μείνη πολλὲς ὧρες μόνος του, νὰ μετρήση τὸ βάθος, τὸ ὕψος καὶ τὸν πνευματικὸ πλοῦτο κάθε ἀνθρώπου καὶ ἀνάλογα νὰ τὸν ἐπεξεργαστῆ. Πόσες φορὲς δειλίασε ἡ ψυχή μου, ἀπὸ ποῦ ἀρχίζω καὶ ποῦ θὰ τελειώσω μὲ αὐτὸν ποὺ μοῦ ἔστειλε ὁ Θεός. Εἶναι δουλειὰ πονεμένη, εἶναι δουλειὰ μὲ αἰώνια ἀπεραντοσύνη. Δὲν μπορεῖ κανένας νὰ πῆ: Ἑτοίμασα, καλλιέργησα τοὺς ἀνθρώπους ποὺ μοῦ ἐμπιστεύθηκε ὁ Θεὸς γιὰ τὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Ἡμέρα καὶ νύκτα θὰ ἀγωνιᾶ καὶ θὰ θορυβῆται ἡ ψυχή σου, Γέροντα, γιὰ νὰ φτιάξης, νὰ ἑτοιμάσης χρήσιμη ξυλεία γιὰ τὸν παράδεισο. Οἱ μονὲς τοῦ παραδείσου δὲν εἶναι μὲ ξύλα τοῦ δάσους καὶ τοῦ δρυμοῦ, ἀλλ᾽ εἶναι οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἔδωσαν τὸν ἑαυτό τους γιὰ καλὴ ἐπεξεργασία καὶ καλλιέργεια.
Πραγματικὰ ὁ Θεὸς φέρνει καὶ τρέφει καὶ συντηρεῖ τὰ δάση στὶς ἐρημιές, στὶς λαγκαδιές, στὶς ἀπάτητες κορυφές. Ἔτσι καὶ ὁ Γέροντας πρέπει νὰ προσπαθῆ νὰ ἐπεξεργάζεται τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ὁ Θεὸς ἔστειλε στὰ χέρια του. Καὶ ἂν μὲν ἔχη ἤδη δεχθῆ κάποια καλὴ προετοιμασία, ἔχει καλῶς. Ἂν ὅμως ἔλαχε σὲ χέρια ἀδέξιου πελεκάνου καὶ δέχθηκε τὴν συμφορὰ τῆς κακῆς ἐπεξεργασίας, τότε τὰ πράγματα γίνονται ἀκόμη δυσκολώτερα. Ἀκοῦς χωρὶς νὰ τὸ θέλης: Ἔτσι μοῦ τὸ ὑπέδειξαν.
Ἤκουσα Γεροντάδες νὰ εὐγνωμονοῦν αὐτοὺς ποὺ ἑτοίμασαν τοὺς ὑποτακτικούς τους. Ἄλλο εἶναι νὰ βρῆς ἕνα ξύλο πεταμένο στὸ δάσος καὶ ἄλλο ἕνα πελεκημένο καὶ καλοειργασμένο. Ὁ ὅσιος Ἀμφιλόχιος εὐγνωμονοῦσε τοὺς πνευματικοὺς ποὺ ἔστελναν στὸ μοναστήρι ὑποτακτικὲς μὲ πνευματικὴ προπόνηση καὶ τοὺς μνημόνευε σὲ ἰδιαίτερη θέση στὴν προσκομιδή.
Μὴ μένης, Γέροντα, στὴν ἀνάπαυσή σου. Ἔμπα μέσα στὸ δάσος τοῦ κόσμου καὶ ἐπίλεξε τὰ ξύλα τοῦ παραδείσου. Ὅλες οἱ ἐργασίες ἐπάνω σ᾽ αὐτὴν τὴν γῆ εἶναι ὄμορφες. Ἡ πιὸ ὄμορφη, ἡ πιὸ δύσκολη, ποὺ θέλει πολλὴ καταπόνηση, θέλει πολλὴ προσευχὴ καὶ προσοχή, εἶναι ἡ δουλειὰ τοῦ Γέροντα. Καὶ δὲν ὁμιλῶ γιὰ τὸ γεροντιλίκι. Ὁμιλῶ γι᾽ αὐτὸν ποὺ ξεκίνησε ὑποτακτικὸς καὶ σὲ χέρια σκληρῶν Γεροντάδων, καὶ τοῦ ἔδωσε ὁ Θεὸς σὰν βραβεῖο τὸ χάρισμα τοῦ ποιμαίνειν, τοῦ καλλιεργεῖν ψυχὲς ἀνθρώπων.
Σήμερα βλέπει κανεὶς πολλὰ παράδοξα στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας: Ἐχθὲς φοιτητής, ἐχθὲς χειροτονήθηκε καὶ σήμερα Γέροντας καὶ ἱεροκήρυκας! Ὁ λαὸς λέγει μία παροιμία: «Πότε γίνηκες κολοκύθα, πότε μάκρυνε ὁ λαιμός σου;». Οἱ Γέροντες δὲν εἶναι ἄνθρωποι τῶν θρανίων, ἀλλὰ διακονητὲς τῆς Ἐκκλησίας. Ὑπάρχει μία βιασύνη, νὰ δώσουμε στοὺς ἐπιδέξιους τὸ χάρισμα τοῦ πνευματικοῦ. Καὶ δυστυχῶς μένει καὶ ὁ κόσμος ἀκαλλιέργητος καὶ ἀνεπεξέργαστος. Πόσο μοῦ ἄρεσε ἡ ἐρώτηση τῶν παλαιῶν Γεροντάδων: «Ποῦ ἔκανες ὑποτακτικός;». Αὐτὴ λοιπὸν ἡ τόσο ἐπίπονη ἐργασία μέσα στὸν ἀμπελῶνα τοῦ Κυρίου θέλει πολλὴ προσοχή. Δὲν μπορεῖ νὰ γίνη κανεὶς πνευματικὸς ἐργάτης μέσα στὴν Ἐκκλησία μὲ ὁρμόνες, μὲ τὰ ἀκαδημαϊκὰ γράμματα. Ἰσχύει κι ἐδῶ ἡ παροιμία: «Ἀγάλια-ἀγάλια γίνεται ἡ ἀγουρίδα μέλι». Δὲν χρειάζεται βιασύνη οὔτε γιὰ τὸν ἴδιο ποὺ θέλει νὰ κάνη τὸν Γέροντα οὔτε γιὰ τοὺς ὑποτακτικοὺς νὰ τὸν ποῦν καὶ νὰ τὸν ὀνομάσουν Γέροντα. Ἀτσάλωσε πρῶτα τὸν ἑαυτό σου στὸ καμίνι τῶν πνευματικῶν ἀγώνων καὶ εἶτα ἀνάλαβε νὰ δουλεύης τὸ ἀτσάλι στοὺς ἀνθρώπους. Ὁ γεροντισμὸς εἶναι ἀρρώστια τῆς ψυχῆς καὶ πρέπει ὁπωσδήποτε μέσα στὴν Ἐκκλησία νὰ ἀποφεύγεται.
Ὁ Θεὸς νὰ δώση νὰ φυσήξουν εὔκρατοι καιροὶ στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ νὰ μᾶς δώση σωστοὺς ὄχι διδασκάλους ἀλλὰ Πατέρες. Ἀμήν.

Γρηγόριος ὁ Ἀρχιπελαγίτης