Πέμπτη 5 Απριλίου 2018

H εσταυρωμενη Αληθεια

Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου

ΕΣΤΑΥΡΩΜΕΝΗ ΑΛΗΘΕΙΑ«Λέγει αὐτῷ ὁ Πιλᾶτος· Τί ἐστιν ἀλήθεια;» (δ΄ εὐαγγ. Ἰω. 18,38)<
«Ἐγώ εἰμι… ἡ ἀλήθεια» (α΄ εὐαγγ. Ἰω. 14,6)

Φτωχή, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡ γλῶσσα μου γιὰ νὰ ἐξυμνήσῃ τὰ πάθη τοῦ Κυρίου. Πρὶν νὰ πῶ τὶς λίγες μου λέξεις, αἰσθάνομαι τὴν ἀνάγκη νὰ ζητήσω τὴ βοήθεια τοῦ Ἐσταυρωμένου· πα­ρακαλῶ νὰ ἔχω καὶ τὶς δικές σας προσευχές.
Ἡ Ἐκκλησία μας μὲ τὶς ἀκολουθίες της ἀνα­παριστᾷ ἐμπρός μας τὰ ἅγια πάθη. Γύρω ἀπὸ τὸ Χριστὸ κινοῦνται πολλὰ πρόσωπα μὲ διάφο­ρες ψυχοσυνθέσεις. Ἕνα ἀπ᾿ αὐτὰ εἶνε ἡ ἐκλε­κτὴ γυναίκα τοῦ Πιλάτου, ἡ Κλαυδία Πρόκλα. Μιλήσαμε ἄλλοτε γι᾿ αὐτήν. Τώρα ὁ ἄντρας της, ὁ Πιλᾶτος, θὰ μᾶς δώση ἀφορμὴ νὰ ποῦμε λίγα λόγια. Ἕνα στιγμιότυπο ἀπὸ τὴ δίκη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ διεξήγαγε ὡς πραίτωρ, θ᾿ ἀναφέρω.

* * *

Ὁ Πιλᾶτος ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ἀντελήφθη, ὅτι μπροστά του ἔχει ἕναν ἀθῷο. Διέκρι­νε καὶ τὰ ἐλατήρια τοῦ ὄχλου, ἀλλὰ μπρὸς στὴν ἐπιμονή τους ἀναγκάστηκε νὰ ὑποβάλῃ τὸ Χρι­στὸ σὲ ἀνάκρισι. Ἐνῷ αὐτοὶ δὲν μπῆκαν στὸ πραιτώριο, γιὰ νὰ μὴ μιανθοῦν, ὁ Χριστὸς μπῆκε· κ᾿ ἐκεῖ ὁ Πιλᾶτος τὸν ἐρωτᾷ· –Σὺ εἶσαι ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων; μά, ἂν εἶσαι, ποῦ εἶ­νε οἱ στρατιῶτες σου, οἱ ὀπαδοί σου, τὰ φλάμ­πουρά σου; Ὁ Χριστὸς ἀπαντᾷ· –Ἡ δική μου βασιλεία «οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου»· ἂν ἦταν ἀπ᾿ αὐτὸ τὸν κόσμο, οἱ ὀπαδοί μου δὲν θ᾿ ἄφηναν νὰ παραδοθῶ στοὺς Ἰουδαίους (Ἰω. 18,36). Ὁ Πιλᾶτος συνεχίζει· –«Οὐκοῦν βασιλεὺς εἶ σύ;». Ὁ Χριστὸς ἀπαντᾷ· –«Σὺ λέγεις ὅτι βασιλεύς εἰμι ἐγώ. ἐγὼ εἰς τοῦτο γεγέννημαι καὶ εἰς τοῦτο ἐλήλυθα εἰς τὸν κόσμον, ἵνα μαρτυ­ρήσω τῇ ἀληθείᾳ». Ἐγὼ ἦρθα στὸν κόσμο, γιὰ νὰ κηρύξω τὴν ἀλήθεια (ἐ.ἄ. 18,37). Ἀκούγοντας ὁ Πιλᾶτος τὴ λέξι «ἀλήθεια» δὲν κατάλαβε. Ἄν­θρωπος τῆς πράξεως μᾶλλον παρὰ τῆς θεωρί­ας, ἄνθρωπος τοῦ ξίφους τῆς ἐξουσίας καὶ τῆς πολιτικῆς, σπανίως ἀσχολεῖτο μὲ μεταφυ­σικὰ θέματα. Παραξενεύεται ποὺ ἀκούει γιὰ «ἀλήθεια», καὶ λέει· –«Τί ἐστιν ἀλήθεια;». Δὲ βαριέσαι! Τί ψάχνεις; Δὲν ὑπάρχει ἀλήθεια. Καὶ μόλις εἶπε αὐτὰ ἀμέσως βγῆκε ἔξω στοὺς συγκεντρωμένους Ἰουδαίους (ἐ.ἄ.18,38).
Τὸ ἐρώτημα, «Τί ἐστιν ἀλήθεια;» εἶνε τὸ σπουδαιότερο ἀπ᾿ ὅσα ἀντιμετωπίζει ἡ ἀν­θρωπότης. Δυστυχῶς ὁ Πιλᾶτος ἔχασε τὴν εὐ­καιρία ν᾿ ἀκούσῃ τὴν ἀπάντησι. Ἐμεῖς ἂς προσπαθήσουμε νὰ ποῦμε κάτι.

* * *

Ἀλήθεια, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡ ἀκριβὴς γνῶ­σις κάποιου πράγματος ἢ προσώπου. Ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου διψᾷ γιὰ τὴν ἀλήθεια. Αὐτὴ εἶ­νε ποὺ τὸν ξεχωρίζει ἀπὸ τὰ ζῷα. Ἐπιστήμονες καὶ μή, μικροὶ – μεγάλοι, κοπιάζουν νὰ βροῦν τὴν ἀ­λήθεια· καὶ ἀντὶ αὐτῆς, πολὺ συχνά, ἀκοῦνε ἀ­πὸ τὰ μέσα ἐνημερώσεως ψέματα ποὺ φέρνουν σύγχυσι. Ὁ αἰώνας τῶν τεχνῶν καὶ ἐπιστημῶν κατήντησε, μὲ τὴ διπλωματία, αἰώνας ψεύδους.
«Τί ἐστιν ἀλήθεια;». Εἶπαν μερικοί, ὅτι ἡ ἀ­λήθεια στηρίζεται στὶς αἰσθήσεις. Δηλαδὴ ὅ,τι βλέπω – ἀκούω, αὐτὸ ὑπάρχει, αὐτὸ εἶνε ἀλήθεια. Ἔτσι λένε οἱ ὑλισταί. Ἀλλὰ δὲν ἔχουν δίκιο. Οἱ αἰσθήσεις ἀπατοῦν. Ἀπόδειξις· ἡ γῆ κινεῖται ἰλιγγιωδῶς μέσα στὸ ἄπειρο, ἀλλ᾿ αὐ­τὸ δὲν τὸ ἀντιλήφθηκε ἀμέσως ὁ ἄνθρωπος μὲ τὶς αἰσθήσεις, πέρασαν αἰῶνες γιὰ νὰ τὸ μάθῃ. Δὲν εἶνε λοιπὸν τεκμήριο οἱ αἰσθήσεις.
Μὰ τότε ποῦ θὰ στηριχθῇ ἡ ἀλήθεια; Στοὺς νόμους τῆς λογικῆς, λένε οἱ ὀρθολογισταί. Ἔ­χουν δίκιο; Ὄχι. Καὶ τὸ πιὸ εὐφυὲς μυαλὸ σκο­τίζεται ἀπὸ πάθη· δὲν τ᾿ ἀφήνουν νὰ σκεφτῇ σω­στά. Αὐτὸ λέει ἡ ἱστορία τῆς φιλοσοφίας. Ὁ Κι­κέρων εἶπε· Δὲν ὑπάρχει ἀνοησία ποὺ δὲν τὴν εἶπαν οἱ φιλόσοφοι. Πλανᾷ λοιπὸν καὶ ἡ λογική.
Ποῦ ἑπομένως θὰ στηριχθοῦμε; Στὴν παρα­τήρησι καὶ τὸ πείραμα, ἀπαντοῦν οἱ ἐπιστήμο­νες. Ἀλλ᾿ οὔτε αὐτὰ ἐξασφαλίζουν τὴν ἀλήθεια. Σήμερα ἡ ἐπιστήμη δέχεται κάτι, καὶ αὔ­ριο τὸ ἀναιρεῖ. Ἐπὶ αἰῶνες πίστευε, ὅτι τελευ­ταία μονάδα τῆς ὕλης εἶνε τὸ ἄτομο· τώρα λέει, ὅτι εἶνε τὸ ἠλεκτρόνιο· αὔριο;… Ἡ θεωρία τοῦ Ἀϊνστάϊν ἀνέτρεψε πολλὰ στερεὰ βάθρα.
Νὰ καταδικάσουμε τὴν ἐπιστήμη; Ὄχι. Ἔ­ρευνα κάνει. Τὸ «Ἐρευνᾶτε» εἶνε καὶ τοῦ Χριστοῦ ἐντολή (ἐ.ἄ. 5,39). Ἂς ἐρευνοῦν οἱ ἐπιστήμο­νες. Ἀλλὰ νὰ ἔχουν ὑπ᾿ ὄψι τους δύο πράγμα­τα.
Πρῶτον, ὅτι ἀσχολοῦνται μὲ φαινόμενα καὶ συμπτώματα, μὰ δὲν φτάνουν στὴν οὐσία. Σωστὰ εἶπαν, ὅτι ἡ ἐπιστήμη μοιάζει μὲ ὀχυρό, ποὺ καταλαμβάνεις τὸ πρῶτο τεῖχος του, καὶ βρίσκεσαι μπροστὰ σὲ δεύτερο· καταλαμβάνεις κ᾿ ἐκεῖνο, καὶ βρίσκεται μπροστὰ σὲ τρίτο, μετὰ σὲ τέταρτο, πέμπτο… Ποτέ δὲν θὰ κατορθώσῃς νὰ τὸ κατακτήσῃς ὅλο.
Δεύτερον, ὅτι ἡ γνῶσις ἔχει ὅρια. Πέρα ἀπὸ τὰ ὑλικὰ ὄντα, ποὺ ἐρευνᾷ ἡ ἐπιστήμη, ὑπάρχει ὁ ἀσύλληπτος κόσμος τοῦ πνεύματος. Ἐ­κεῖνο ποὺ δὲν συλλαμβάνει τὸ μυαλό, τὸ συλλαμβάνει ἡ καρδιά. Ὁ κόσμος τοῦ πνεύματος δὲν ἐρευνᾶται μὲ τὸ μικροσκόπιο καὶ τὸ τηλε­σκόπιο· μόνο διὰ τῆς πίστεως. Ἡ ἐπιστήμη ἀ­παντᾷ –ἂν μπορῇ– στὸ τί εἶνε ὕλη. Ἀλλὰ τί εἶνε ἄνθρωπος; ἀπὸ ποῦ ἔρχεται καὶ ποῦ κα­ταλήγει; τί εἶνε θάνατος; τί εἶνε ἡ ζωὴ πέραν τοῦ τάφου; τί εἶνε Θεός; ποιά ἡ σχέσι του μὲ τὸν ἄνθρωπο;… σ᾿ αὐτὰ καὶ οἱ μεγαλύτεροι ἐπιστήμονες δὲν μποροῦν νὰ δώσουν ἀπάντησι.

* * *

Μέσα σ᾿ αὐτὴ τὴν ἄγνοια ἐξ­ακολουθεῖ ν᾿ ἀ­κούγεται τὸ ἐρώτημα τοῦ Πιλάτου· «Τί ἐστιν ἀ­λήθεια;». Ἀλλ᾿ εὐτυχῶς, ἀγαπητοί μου· στὸ σκο­τάδι χύνεται φῶς. Ἔρχεται ἀπὸ τὸ Γολγοθᾶ, ἐκ­πέμπεται ἀπὸ τὸν Ἐσταυρωμένο. Αὐτὸς στὸ ἐρώτημα «τί ἐστιν ἀλήθεια;» ἀπαντᾷ· «Ἐγώ εἰ­μι… ἡ ἀλήθεια» (ἔ.ἀ. 14,6). Ὁ Ἐσταυρωμένος εἶ­νε ἡ ἀλήθεια. Ποιά ἀλήθεια, ἡ φυσική, ἡ μαθη­ματική, ἡ ἀστρονομική, ἡ οἰκονομική;… Αὐτὰ εἶνε ψήγματα τῆς ἀλήθειας· ὁ Χριστὸς εἶνε ὁλόκληρη ἡ ἀλήθεια στὸν ὕψιστο βαθμό. Ἕνα ἔξοχο πνεῦμα εἶπε· Ζητοῦμε τὴν ἀλήθεια, σπουδάζουμε, διαβάζουμε, ἐρευνοῦμε· ὕστερα, φορτωμένοι διπλώματα καὶ κατάκοποι, διαπιστώνουμε, πὼς ὅ,τι σοφό, ὡραῖο, ἀ­ληθινὸ ἐλέχθη στὸν κόσμο, ὑπάρχει ἤδη μὲ λί­γες λέξεις στὸ Εὐαγγέλιο. Καὶ κάποιος κοινωνιστής, ποὺ ἐξέτασε τὸ Χριστὸ αὐστηρά, τέλος ἀναγκάστηκε νὰ ὁμολογήσῃ ἐγγράφως· Δὲν γνωρίζω ἂν σὲ ἄλλους πλανῆτες ὑ­πάρχουν ἄνθρωποι, ἀλλ᾿ ἐὰν ὑπάρχουν δὲν μπορεῖ νὰ ἔχουν ἄλλη θρησκεία ἀπ᾿ αὐτὴν ποὺ δίδαξε ὁ Ἐσταυρωμένος.
Ὁ Χριστὸς εἶνε ἡ ἀλήθεια. Πιλᾶτε, τί κάνεις; Ἔχεις μπροστά σου τὴν Ἀλήθεια μὲ ἄλφα κεφαλαῖο, καὶ δὲν θέλεις νὰ τὴ γνωρίσῃς καὶ νὰ σωθῇς; Ἀλλὰ ἡ ἀλήθεια θέλει τόλμη καὶ ταπείνωσι. Θέλει τὴν ταπείνωσι τῶν βοσκῶν τῆς Βηθλεὲμ καὶ τῶν ψαράδων τῆς Γαλιλαίας. Σὲ ταπεινὲς ψυχὲς ἀποκαλύπτεται ὁ Χριστός.
Ὅποιος, ἐπίσης, δὲν ἔχει αἴσθησι Χριστοῦ, εἶνε ἀδύνατον νὰ γνωρίσῃ τὴν ἀλήθεια. Ὅταν ὁ Χριστὸς εἶπε «Εἰς τοῦτο γεγέννημαι…, ἵνα μαρ­τυρήσω τῇ ἀληθείᾳ», πρόσθεσε κάτι σπουδαῖο· «Πᾶς ὁ ὢν ἐκ τῆς ἀληθείας ἀκούει μου τῆς φωνῆς» (ἐ.ἄ. 18,37). Ὅποιος εἶνε τέκνον τῆς ἀ­ληθείας, ἀγαπᾷ τὴν ἀλήθεια, ὅποιος ἔχει κα­λὴ διάθεσι καὶ ταπείνωσι, ὅποιος εἶνε εἰλικρι­νὴς καὶ εὐγενής, αὐτὸς ἀκούει τὴ φωνή μου· ὁ ἄλ­λος δὲν ἀκούει.

* * *

Εἶπαν, ἀγαπητοί μου, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε ἡ ἐσταυρωμένη Ἀγάπη. Συμφωνῶ. Ἀλλὰ προσ­θέτω· Παραπάνω ἀπὸ Ἀγάπη ὁ Χριστὸς εἶνε ἡ ἐσταυρωμένη Ἀλήθεια. Διότι ἡ ἀγάπη χωρὶς τὴν ἀλήθεια εἶνε κάλπικο νόμισμα, εἶνε ἀπάτη. Πόσες φορὲς γυναῖκες καὶ ἄντρες ἀπατήθηκαν ἀπὸ ψεύτικα λόγια περὶ ἀγάπης!
Πολεμεῖται ἡ ἀλήθεια στὶς μέρες μας, γιατὶ εἶνε μαλώτρα, διαιρεῖ τὸν κόσμο. Τὸ ψέμα κυριαρχεῖ. Ψέμα ποικίλο, μικρῶν καὶ μεγάλων, λα­οῦ καὶ ἀρχόντων, πολιτικῶν καὶ διπλωμα­τῶν. Κυκλοφορεῖ παντοῦ, ἔγινε νόμισμα παγ­κόσμιο. Ζητᾷ νὰ σβήσῃ τὴν ἀλήθεια. Ἀλλὰ δὲν θὰ τὸ κατορθώσῃ. Ὅταν ἤμουν στὴ Θεσσαλο­νίκη, πρὶν ἀπὸ πολλὰ χρόνια, εἶδα τὸ ἑξῆς. Κάποιος τρέχοντας σκαρφάλωσε σ᾿ ἕνα τηλεγρα­φόξυλο. «Θὰ σβήσω τὸν ἥλιο», ἔλεγε κ᾿ ἔφτυνε ψηλά. Ὁ ταλαίπωρος δὲν εἶχε σῴας τὰς φρένας· σὲ λίγο τὸν κατέβασε ἡ ἀστυνομία. Ὅπως λοιπὸν κανένας τρελλὸς δὲν μπορεῖ νὰ σβήσῃ τὸν ἥλιο μὲ τὰ σάλια του, ποὺ ἐπιστρέφουν στὸ κεφάλι του, ἔτσι ἀνόητοι εἶνε ὅ­σοι νομίζουν ὅτι ὑψώνοντας τὸ σπιθαμιαῖο ἀνάστημά τους θὰ μπορέσουν νὰ θίξουν τὸν ἥλιο – Χριστό. Ὁ Ἥλιος δὲν σβήνει. Πρὸς στι­γμὴν τὸν σκιάζουν ψέματα, συκοφαντίες, ­δια­βολές· στὸ τέλος θὰ διαλύσῃ τὰ σύννεφα. Θὰ θριαμβεύσῃ, εἰς πεῖσμα τῶν δαιμόνων.
Μπροστὰ στὸν Ἐσταυρωμένο σήμερα ἂς κλίνουμε τὸ γόνυ. Μὲ ταπείνωσι καὶ τόλμη ἂς προχωρήσουμε. Τὸ στεφάνι ἀνήκει σὲ ὅσους ἀγωνίζονται γιὰ τὴν ἀλήθεια. Στὸ Χριστό μας, ποὺ εἶπε «Ἐγώ εἰμι … ἡ ἀλήθεια», σ᾿ αὐτὸν ἀ­νήκει ἡ δόξα, τὸ κράτος, ἡ τιμὴ καὶ ἡ προσ­­κύνησις εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν 7-4-1977. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 28-4-2005, ἐπανέκδοσις 9-3-2018.